Τη διαµόρφωση των τιµών από το... ράφι στο χωράφι και όχι από το χωράφι στο ράφι θέτει στο επίκεντρο των ερευνών της το επόµενο διάστηµα η Επιτροπή Ανταγωνισµού. Μόνο που αυτή τη φορά το ράφι δεν θα είναι αυτό του σούπερ µάρκετ, αλλά αυτό του καταστήµατος πώλησης γεωργικών εφοδίων, φυτοφαρµάκων, λιπασµάτων, ζωοτροφών, σπόρων και εν γένει των βασικών συντελεστών του κόστους παραγωγής στον πρωτογενή τοµέα. Κι αυτό διότι το επόµενο διάστηµα η Επιτροπή Ανταγωνισµού θέτει ως µία από τις προτεραιότητές της τη διερεύνηση των συνθηκών ανταγωνισµού, όχι µόνο ως προς την τελική τιµή των τροφίµων στο ράφι του σούπερ µάρκετ –έρευνες οι οποίες δεν σταµατούν– αλλά σε όλη την αλυσίδα αξίας.

Ηδη η Ε.Α. ανακοίνωσε ότι ξεκινάει τη χαρτογράφηση των συνθηκών ανταγωνισµού στον κλάδο των κτηνιατρικών φαρµακευτικών προϊόντων, κλάδος ο οποίος περιλαµβάνει κάθε φάρµακο που προορίζεται για χορήγηση στα ζώα για προληπτικό ή θεραπευτικό ή διαγνωστικό σκοπό και κάθε φαρµακούχο πρόµειγµα και φαρµακούχο ζωοτροφή. Εναυσµα για την απόφαση αυτή αποτέλεσε η παρατηρούµενη αύξηση των δεικτών κόστους στον κλάδο της κτηνοτροφίας τα τελευταία έτη και τον αντίκτυπο που η αύξηση αυτή έχει στην αλυσίδα αξίας παραγωγής τροφίµων από προϊόντα ζωικής προέλευσης.

Σηµειώνεται ότι στις λεγόµενες σύνθετες ζωοτροφές οι τιµές το 2023 σε σύγκριση µε το 2020 κατέγραψαν στην Ελλάδα αύξηση κατά 33%, ενώ συνολικά στις ζωοτροφές η αύξηση ήταν 38,13%. Πρόκειται για υψηλή µεν αύξηση, αλλά χαµηλότερη από αυτή που καταγράφηκε το ίδιο διάστηµα σε επίπεδο µέσου όρου Ε.Ε.-27 (44,66%). Ανάλογες έρευνες αναµένεται να διεξαχθούν και σε άλλους κλάδους των βασικών εισροών σε γεωργία και κτηνοτροφία, όπου επίσης τα τελευταία χρόνια έχουν καταγραφεί πολύ σηµαντικές ανατιµήσεις, όπως είναι για παράδειγµα τα λιπάσµατα, οι τιµές των οποίων ήταν το 2023 υψηλότερες κατά 71,55% σε σύγκριση µε το 2020.

Ενας ακόµη λόγος που το κόστος εισροών µπαίνει στο µικροσκόπιο της Επιτροπής Ανταγωνισµού είναι διότι αν και οι ανατιµήσεις αυτών των προϊόντων ήταν έντονες τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ενωση, κυρίως το 2022, η αποκλιµάκωση ή µάλλον η επιβράδυνση του ρυθµού αύξησης των τιµών ήταν µεγαλύτερη στην Ε.Ε. σε σύγκριση µε την Ελλάδα. Ετσι, ενώ το 2023 ο γενικός δείκτης τιµών εισροών στην Ε.Ε. υποχώρησε κατά 0,92% σε σύγκριση µε το 2022, στην Ελλάδα ενισχύθηκε κατά 1,60%. Σε ό,τι αφορά τα λιπάσµατα, οι τιµές στην Ε.Ε. υποχώρησαν κατά 22,51%, ενώ στην Ελλάδα συνεχίστηκε η αύξηση κατά 5,93%. Αντίστοιχη ήταν η τάση και στις ζωοτροφές, οι τιµές των οποίων υποχώρησαν κατά 3,91% στην Ε.Ε., αλλά αυξήθηκαν στην Ελλάδα κατά 3,03% το 2023 σε σύγκριση µε το 2022. Αν και αυτό εν µέρει εξηγείται από το γεγονός ότι η αύξηση των τιµών που προηγήθηκε ήταν µεγαλύτερη σε σύγκριση µε αυτή στην Ε.Ε., η αποκλιµάκωση στην Ελλάδα καθυστέρησε σηµαντικά.

Προβληµατισµό για τις συνθήκες λειτουργίας της αγοράς προκαλεί, εξάλλου, η πορεία των τιµών παραγωγού. Ετσι, µε βάση τα στοιχεία της Eurostat για την εξέλιξη του δείκτη τιµών εκροών, στην Ελλάδα το τρίτο και το τέταρτο τρίµηνο του 2021 οι αυξήσεις ήταν µεγαλύτερες από αυτές στην Ε.Ε.-27 (15,46% έναντι 11,88% και 18,65% έναντι 17,51% αντιστοίχως), η εικόνα αντιστράφηκε µέχρι και το α΄ τρίµηνο του 2023, µε τις αυξήσεις στην Ε.Ε. να είναι υψηλότερες από ό,τι στην Ελλάδα, για να υπάρξει πολύ µεγάλη απόκλιση πάλι από το δεύτερο τρίµηνο του 2023. Ετσι, το δεύτερο τρίµηνο του 2023 οι τιµές παραγωγού στην Ε.Ε. αυξήθηκαν κατά 2,33, ενώ στην Ελλάδα κατά 20,97%, ενώ το τρίτο τρίµηνο του 2023 στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 21,82% και στην Ε.Ε. υποχώρησαν κατά 8,58%. Τα τελευταία διαθέσιµα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής για το 2024 δείχνουν συνέχιση της αυξητικής τάσης στην Ελλάδα, µε τον δείκτη τιµών εκροών να παρουσιάζει αύξηση τον Μάρτιο του 2024 18,2% σε σύγκριση µε τον Μάρτιο του 2023, µε τη µεγαλύτερη αύξηση 24,7% να καταγράφεται στη ζωική παραγωγή.

Τι έχει συµβεί όλο αυτό το διάστηµα στις τιµές καταναλωτή; Τόσο στα κρέατα όσο και στα γαλακτοκοµικά προϊόντα και τα φρούτα και λαχανικά οι τιµές αυξήθηκαν πολύ περισσότερο στην Ελλάδα σε σύγκριση µε τον ευρωπαϊκό µέσο όρο, µε την απόκλιση να φτάνει ακόµη και σχεδόν τις δέκα ποσοστιαίες µονάδες, όπως συνέβη µε τα τυριά.

Καθημερινή, Δήμητρα Μανιφάβα