Τάσεις αποκλιµάκωσης έχει αρχίσει να παρουσιάζει το πρόγραµµα «χρυσή βίζα», µετά σχεδόν δύο χρόνια «φρενίτιδας», η οποία προκλήθηκε στους αγοραστές λόγω των διαδοχικών αλλαγών που θεσπίστηκαν στο ελάχιστο όριο επένδυσης προκειµένου να εξασφαλίσει κανείς την πολυπόθητη άδεια.
Με βάση τα στοιχεία του υπ. Μετανάστευσης και Ασύλου, κατά το φετινό πρώτο εξάµηνο του έτους υποβλήθηκαν 4.100 αιτήµατα λήψης άδειας διαµονής, αριθµός που έστω και για λίγο ήταν χαµηλότερος κατά 3,3% σε σχέση µε το αντίστοιχο περυσινό διάστηµα, όταν είχαν υποβληθεί 4.150 άδειες. Πρόκειται για το πρώτο σηµάδι ότι η εκτίναξη των αγοραπωλησιών ακινήτων από τους επενδυτές που ήθελαν να προλάβουν τις ηµεροµηνίες για την εφαρµογή των αλλαγών των ορίων, τόσο πέρυσι όσο και φέτος, οδεύει προς το τέλος της.
Στις αρχές του 2023 η κυβέρνηση αποφάσισε να διπλασιάσει το ελάχιστο ύψος επένδυσης από τις 250.000 στις 500.000 ευρώ εφόσον το ακίνητο που αποκτούσε ο επενδυτής βρισκόταν στο κέντρο της Αθήνας, στα βόρεια και στα νότια προάστια, στον ∆ήµο Θεσσαλονίκης, στη Μύκονο και στη Σαντορίνη.
Παράλληλα, έπειτα και από σχετική παράταση, η αλλαγή αυτή ξεκίνησε να ισχύει από την 1η Αυγούστου του 2023. Ωστόσο, το «παράθυρο» που έµεινε ανοικτό για την αγορά ακινήτων 250.000 ευρώ σε άλλες περιοχές του λεκανοπεδίου, και ιδίως τον Πειραιά, είχε ως αποτέλεσµα να εξακολουθήσουν να παρατηρούνται απότοµες και εν πολλοίς αδικαιολόγητες αυξήσεις των ζητούµενων τιµών πώλησης κατοικιών, ακριβώς λόγω του ότι οι επιλογές αγοράς για τους ξένους επενδυτές περιορίστηκαν σε λίγες περιοχές, που υποδέχθηκαν και τον µεγαλύτερο όγκο της ζήτησης εξαιτίας του ότι διατηρούσαν το ανταγωνιστικό πλεονέκτηµα των 250.000 ευρώ αντί των 500.000 ευρώ. Ταυτόχρονα, όπως φάνηκε στην πράξη, ούτε στις άλλες περιοχές όπου ίσχυσε το υψηλότερο όριο υπήρξε περιορισµός του ράλι των τιµών, όπως δείχνουν τα σχετικά στοιχεία.
Αντιθέτως, οι τιµές συνέχισαν να αυξάνονται, έστω κι αν ο ρυθµός της ανόδου ήταν χαµηλότερος σε σχέση µε πριν.
Ετσι, πριν από µερικούς µήνες αποφασίστηκε και νέα αύξηση του ορίου επένδυσης στις 800.000 ευρώ, αυτή τη φορά στο σύνολο της Αττικής, χωρίς εξαιρέσεις, στη Θεσσαλονίκη, αλλά και σε όλα τα νησιά µε µόνιµο πληθυσµό άνω των 3.100 κατοίκων.
Επίσης, δόθηκε και πάλι χρονικό περιθώριο µερικών µηνών, έως την 1η Σεπτεµβρίου, για να τεθούν σε ισχύ οι αλλαγές, µε αποτέλεσµα να συντηρηθεί ένας πολύ υψηλός όγκος αγοραπωλησιών από ξένους πολίτες από χώρες εκτός Ε.Ε. που θέλουν να προλάβουν την εξασφάλιση άδειας είτε µε 250.000 ευρώ (οι περισσότεροι) ή έστω µε 500.000 ευρώ.
Κάπως έτσι, τους τελευταίους 18 µήνες έχουν υποβληθεί πάνω από 10.000 αιτήσεις για την εξασφάλιση άδειας διαµονής, γεννώντας και σηµαντικές καθυστερήσεις στη διαδικασία της χορήγησης των αδειών.
Με βάση τα στοιχεία του φετινού Ιουνίου, ο όγκος των εκκρεµών αιτήσεων ανέρχεται σε 9.407, εκ των οποίων µάλιστα οι 5.330 αφορούν αιτήσεις που υποβλήθηκαν το 2023, δείγµα των καθυστερήσεων που παρατηρούνται πλέον.
Υπολογίζοντας και τις εκκρεµότητες αυτές, ο συνολικός αριθµός των επενδυτών από χώρες εκτός Ε.Ε. που έχουν λάβει ή πρόκειται να λάβουν στο άµεσο µέλλον άδεια διαµονής θα ανέλθει σε 26.370 από την έναρξη του προγράµµατος, στα µέσα του 2014, και µέχρι σήµερα, που συµπληρώθηκε µία δεκαετία λειτουργίας της «χρυσής βίζας». Αυτός ο αριθµός µεταφράζεται σε εισροές κεφαλαίων ελάχιστου ύψους 6,6 δισ. ευρώ, µε τους φορείς της αγοράς ακινήτων να εκτιµούν ότι το τελικό ποσό είναι υψηλότερο, καθώς δεν έχουν αγοράσει όλοι ένα ακίνητο των 250.000 ευρώ, αλλά έχουν επενδύσει και σε άλλα ακίνητα ή σε κατοικίες υψηλότερης αξίας της ελάχιστης απαιτούµενης.
Οσον αφορά το µέλλον, πηγές του κλάδου εκτιµούν ότι το πρόγραµµα θα συνεχίσει µεν να λειτουργεί, αλλά µε εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα σε σχέση µε σήµερα. Συγκεκριµένα, η εξασφάλιση άδειας διαµονής δεν θα αποτελεί αυτοσκοπό και το σχεδόν αποκλειστικό κίνητρο για την απόκτηση ακινήτου στην Ελλάδα, πέραν βέβαια και της προοπτικής της µελλοντικής µεταπώλησης έναντι κέρδους ή της εκµετάλλευσης µέσω της ενοικίασης που ενδιαφέρει κάποιους επενδυτές.
Αντιθέτως, η τοποθέτηση σε ακίνητα στην Ελλάδα θα καθοδηγείται πρωτίστως λόγω της απήχησης της ελληνικής αγοράς ακινήτων και δευτερευόντως λόγω της προοπτικής απόκτησης και άδειας διαµονής παράλληλα µε την επένδυση. Αυτό θα διαφοροποιήσει και τις χώρες προέλευσης των επενδυτών, µε τους φορείς του κλάδου να εκτιµούν ότι θα αρχίσει να υποχωρεί το µερίδιο των Κινέζων επενδυτών, που σήµερα έχουν αποκτήσει σχεδόν 6 από τα 10 ακίνητα που αγοράστηκαν µε στόχο τη λήψη άδειας διαµονής.
Νίκος Χ. Ρουσάνογλου, Καθημερινή