Η μεγάλη αύξηση των επιτοκίων οδήγησε σε μείωση των χορηγήσεων νέων δανείων το α΄ τρίμηνο. Για το διάστημα Ιανουαρίου - Μαρτίου η μείωση της καθαρής ροής χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα διαμορφώθηκε στα 823 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, καταγράφεται σημαντική αύξηση αποπληρωμών υφιστάμενων πιστώσεων, κυρίως από κλάδους με υψηλή ρευστότητα. Τραπεζικά στελέχη εκτιμούν ότι η ζήτηση για δάνεια θα συνεχίσει να μειώνεται το επόμενο διάστημα, λόγω των υψηλών επιτοκίων και όχι από την αυστηροποίηση των τραπεζικών κριτηρίων. Στην Ευρωζώνη το 38% των τραπεζών ανέφερε μείωση χορηγήσεων το α΄ τρίμηνο, γεγονός που προβληματίζει την ΕΚΤ για τις συνέπειες της περιοριστικής πολιτικής που ακολουθεί.
Μείωση της ζήτησης για επιχειρηματικά δάνεια, ειδικά από μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αναμένουν οι τράπεζες το β΄ τρίμηνο του έτους, συνεπεία της ανόδου των επιτοκίων και της αύξησης του κόστους χρήματος που αποθαρρύνει την προσφυγή σε δανεισμό. Αυτό προκύπτει από την έρευνα τραπεζικών χορηγήσεων που δημοσίευσε χθες η ΤΤΕ, βάσει της οποίας το α΄ τρίμηνο του 2023 η συνολική ζήτηση δανείων μειώθηκε με έμφαση τις βραχυπρόθεσμες χρηματοδοτήσεις και σύμφωνα με την έρευνα «βασικός παράγοντας που επηρέασε τη μείωση της ζήτησης ήταν το υψηλότερο επίπεδο των επιτοκίων χορηγήσεων». Η πρόβλεψη για το επόμενο τρίμηνο είναι ότι η συνολική ζήτηση δανείων, κυρίως από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω, ως αποτέλεσμα κυρίως της ζήτησης και όχι της αυστηροποίησης των κριτηρίων από την πλευρά των τραπεζών.
Ηδη, παρά την ανάκαμψη των νέων χρηματοδοτήσεων που παρατηρήθηκε τον Μάρτιο, τα συνολικά στοιχεία για το α΄ τρίμηνο δείχνουν μείωση της καθαρής ροής χρηματοδότησης κατά 823 εκατ. ευρώ στο σύνολο των χορηγήσεων του ιδιωτικού τομέα και κατά 228 εκατ. ευρώ στις χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις. Υπενθυμίζεται ότι η καθαρή ροή χρηματοδότησης αποτυπώνει τις νέες εκταμιεύσεις μετά τις αποπληρωμές υφιστάμενων οφειλών και το αρνητικό πρόσημο υποδηλώνει ότι οι αποπληρωμές ξεπέρασαν τις νέες δανειοδοτήσεις. Το φαινόμενο των υψηλών αποπληρωμών εντοπίζεται σε κλάδους με μεγάλη ρευστότητα, όπως η ενέργεια και κυρίως η ναυτιλία και σύμφωνα με τραπεζικά στελέχη έχει οδηγήσει «σε κλείσιμο θέσεων υφιστάμενου δανεισμού ακόμη και με προπληρωμές δανείων».
Την επιβράδυνση του ρυθμού πιστωτικής επέκτασης είχε προεξοφλήσει ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας, μιλώντας στο πλαίσιο του Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών
και αποδίδοντας τη μείωση της ζήτησης για δάνεια στα υψηλότερα επιτόκια. Ο κ. Καραβίας είχε επισημάνει το φαινόμενο πολλοί πελάτες να χρησιμοποιούν την πλεονάζουσα ρευστότητα που διαθέτουν για να αποπληρώσουν δάνεια και γι’ αυτό, όπως είχε εκτιμήσει, «το πρώτο τρίμηνο του έτους θα υπάρξει αρνητική μεταβολή στα δάνεια». Υπογράμμισε ωστόσο ότι παρά το γεγονός ότι η πιστωτική επέκταση το 2023 θα είναι χαμηλότερη από αυτή του 2022, αυτό δεν θα οδηγήσει σε πιστωτική κρίση (credit crunch). Πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις είχε κάνει και ο διευθύνων σύμβουλος της ΕΤΕ Παύλος Μυλωνάς, σημειώνοντας ότι η σημαντική αύξηση των επιτοκίων θα επηρεάσει κυρίως τα δάνεια προς τα νοικοκυριά, ενώ δεν αναμένεται να δούμε μείωση της ζήτησης για επιχειρηματικά δάνεια.
Τα επιτόκια δανεισμού των επιχειρήσεων μετά την άνοδο του euribor στο 3% ξεκινούν σήμερα από το 5% για μια υγιή μικρομεσαία επιχείρηση και κλιμακώνονται στο 8% για τις μικρότερες επιχειρήσεις. Μια εταιρεία θεωρείται υπερδανεισμένη εάν το χρέος της ξεπερνάει τις 6 φορές το EBITDA, εξηγούν στελέχη από τον χώρο του corporate banking, εάν όμως το κόστος δανεισμού έχει πάει 3 φορές πάνω, τότε αυτό το κριτήριο δυσκολεύει την πρόσβαση στη χρηματοδότηση από σημαντική μερίδα επιχειρήσεων.
Τα στοιχεία που δημοσίευσε χθες η ΤΤΕ δείχνουν πάντως ότι η τάση των υψηλών αποπληρωμών που κυριάρχησε το πρώτο δίμηνο του έτους περιορίστηκε τον Μάρτιο, μήνα κατά τον οποίο η καθαρή ροή χρηματοδότησης ανήλθε σε 1,2 δισ. ευρώ, σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου της πιστωτικής επέκτασης ανέκαμψε στο 10,2%. Τα υπόλοιπα των χορηγήσεων προς τις επιχειρήσεις ανήλθαν σε 71,3 δισ. ευρώ, από τα οποία τα 63,5 δισ. είναι προς επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα.
Αντίθετα, σε αρνητικό έδαφος (-106 εκατ. ευρώ τον Μάρτιο και -367 εκατ. ευρώ το α΄ τρίμηνο του έτους) παραμένει η καθαρή ροή χρηματοδότησης στη στεγαστική πίστη, καθώς η άνοδος των επιτοκίων σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των κατοικιών και τη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών δυσχεραίνει την προσφυγή στον δανεισμό για την κάλυψη στεγαστικών αναγκών. Σημάδια μικρής ανάκαμψης εμφανίζει η καταναλωτική πίστη με συνολικά υπόλοιπα 8,6 δισ. ευρώ και θετικό (2,1%) ρυθμό πιστωτικής επέκτασης.
Ευγενία Τζώρτζη, Καθημερινή