Η Ευρώπη αλλάζει ενεργειακό προσανατολισμό και μαζί αλλάζει και ο λογαριασμός που καλείται να πληρώσει για τα καύσιμα της ενεργειακής μετάβασης, όπως είναι το φυσικό αέριο. Η νέα συμφωνία Βρυξελλών – Ουάσινγκτον για την ενίσχυση των εισαγωγών αμερικανικού LNG και τον σταδιακό αποκλεισμό των ρωσικών ροών μεταφράζεται για την ελληνική οικονομία σε υψηλότερο κόστος ηλεκτροπαραγωγής και πίεση σε βιομηχανία και καταναλωτές. Παρά την αυξημένη διείσδυση των ΑΠΕ, η εξάρτηση από το φυσικό αέριο παραμένει, εντείνοντας τους προβληματισμούς για τη βιωσιμότητα της ενεργειακής μετάβασης χωρίς επαρκή ευρωπαϊκή στήριξη.

Η απόφαση της Ε.Ε. να εναρμονιστεί πλήρως με τις αμερικανικές προτεραιότητες και να προχωρήσει σε μαζικές αγορές LNG από τις ΗΠΑ, συνολικής αξίας 750 δισ. δολαρίων σε βάθος τριετίας, εντάσσεται στο πλαίσιο της ευρύτερης πολιτικής απεξάρτησης από τις ρωσικές προμήθειες. Παρότι αυτή η προσέγγιση δικαιολογείται από γεωπολιτικά και στρατηγικά επιχειρήματα, το οικονομικό αποτύπωμα είναι ήδη ορατό, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, που παραμένουν εξαρτημένες από το φυσικό αέριο για την ηλεκτροπαραγωγή.

Το κόστος της ενέργειας είναι μέγιστης σημασίας και για την κυβέρνηση, σε μια περίοδο όπου θα βρίσκεται πιο κοντά στην τρίτη αναμέτρηση των εθνικών εκλογών, τις οποίες δεν θα ήθελε σε καμία περίπτωση να συνοδεύσει με ένα υψηλό ενεργειακό κόστος αλλά και με το ρίσκο να μπει σε έναν νέο κύκλο σύγκρουσης με την Gazprom, εφόσον δεν ικανοποιούνται οι όροι της σύμβασης προμήθειας που λήγει το 2026. Υπενθυμίζεται ότι η ελληνική πλευρά ξέμπλεξε πρόσφατα με εξωδικαστικό συμβιβασμό με το Κρεμλίνο έπειτα από πολυετή διαπραγμάτευση της ΔΕΠΑ Εμπορίας για τους όρους της συμφωνίας αλλά και τις ρήτρες «take or pay».

Aν κοπούν οι διάδρομοι διακίνησης φθηνού αερίου μέσω του αγωγού, το κόστος για την Ελλάδα θα είναι μεγάλο τόσο για τους οικιακούς καταναλωτές που θα πρέπει να επιδοτηθούν όσο και για τις επιχειρήσεις και τη βιομηχανία που και με τις παρούσες συνθήκες ασφυκτιούν. Σήμερα τόσο η ΔΕΠΑ Εμπορίας όσο και η Metlen και η ΔΕΗ, που εισάγουν ρωσικό αέριο, απολαμβάνουν προμήθειες με εκπτώσεις στο καύσιμο. Η Ε.Ε., αν δεν διαφοροποιήσει την πολιτική της, έχει ανάψει πράσινο φως ώστε οι παλαιότερες συμφωνίες με την Gazprom να παραμείνουν ενεργές ως το 2027.

Η διαφορά στην τιμή κάνει τη διαφορά στην τιμολόγηση

Το ρωσικό αέριο που εισάγεται στη χώρα μας μέσω του αγωγού TurkStream, με σημείο εισόδου το Σιδηρόκαστρο, προσφέρεται από 3 έως 4 ευρώ φθηνότερα ανά μεγαβατώρα σε σχέση με τις ευρωπαϊκές τιμές αναφοράς (TTF), ενώ το LNG από τις ΗΠΑ διαμορφώνεται με επιπλέον κόστος πάνω από τις τιμές του TTF. Αυτή η διαφορά, όσο μικρή και αν φαίνεται σε επίπεδο μονάδας, μεταφράζεται σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ επιβάρυνσης για ετήσιες εισαγωγές, με αναπόφευκτο αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους ηλεκτροπαραγωγής.

Κατά το α’ εξάμηνο του 2025, η Ελλάδα εισήγαγε περίπου 16,4 TWh φυσικού αερίου από τη Ρωσία μέσω της τουρκικής διαδρομής (TurkStream), με κόστος 38,2 ευρώ ανά μεγαβατώρα, δηλαδή περίπου 3 ευρώ φθηνότερα από τον ευρωπαικό κομβο συναλλαγών φυσικού αερίου TTF (41,2 €/MWh). Αντικαθιστώντας αυτό το ρεύμα με LNG από ΗΠΑ, με τιμή 42,2 ευρώ ανά μεγαβατώρα, η διαφορά κόστους φτάνει τα 4 ευρώ/MWh. Για τις ποσότητες που ήδη εισήγαγε η Ελλάδα το εξάμηνο, η αναγωγή σε κόστος αμερικανικού LNG συνεπάγεται δαπάνη 394 εκατ. ευρώ ή περίπου 65,6 εκατ. ευρώ τον μήνα, με την ετήσια επιβάρυνση να προσεγγίζει τα 800 εκατ. ευρώ, ποσό που μετακυλίεται άμεσα ή έμμεσα σε καταναλωτές, νοικοκυριά και παραγωγικούς φορείς. Μετά το ρωσικό αέριο του αγωγού, η Ρεβυθούσα είναι η δεύτερη σημαντικότερη πύλη φυσικού αερίου για τη χώρα μας, η οποία στο εξάμηνο εισήγαγε ποσότητες ίσες με 14,62 τεραβατώρες, αυξημένες κατά 63,6%, που ήταν κατά κύριο λόγο αμερικανικό LNG.

Στην ελληνική αγορά, όπου περίπου το 40% της ηλεκτρικής ενέργειας εξακολουθεί να παράγεται με φυσικό αέριο, η αύξηση του κόστους καυσίμου κατά 4 ευρώ/MWh μετακυλίεται σε κόστος παραγωγής ρεύματος υψηλότερο κατά 10 έως 12 ευρώ ανά MWh λόγω περιορισμένης απόδοσης των μονάδων αερίου και των επιπλέον χρεώσεων που βαρύνουν το τελικό κόστος παραγωγής. Για τις ενεργοβόρες βιομηχανίες αυτό σημαίνει αύξηση στα συμβόλαια προμήθειας έως και 8 ευρώ/MWh, ενώ για τους οικιακούς καταναλωτές ενδέχεται να προκύψει επιβάρυνση έως 6 ευρώ/MWh με τις όποιες επιδοτήσεις να κρίνουν το τελικό ύψος της αύξησης στους λογαριασμούς.

Ελλάδα: υψηλό ρίσκο λόγω εξάρτησης

Παρά τη σταδιακή ενίσχυση των ΑΠΕ, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι εκτεθειμένη στις διακυμάνσεις της διεθνούς τιμής φυσικού αερίου. Οπως αποκαλύπτεται και το 2025, σημαντικό ποσοστό των αναγκών καλύπτεται ακόμη από ρωσικές ροές. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές προτάσεις για σταδιακή απαγόρευση εισαγωγών φυσικού αερίου μέσω τρίτων χωρών, όπως η Τουρκία, δημιουργούν ανησυχίες για το ενδεχόμενο de facto αποκλεισμού των ρωσικών ποσοτήτων και υποχρεωτικής στροφής στο ακριβότερο LNG, ασκώντας ισχυρές πιέσεις στην χώρα μας.

Η στροφή προς το LNG έχει σημαντικές γεωστρατηγικές προεκτάσεις, ωστόσο, όπως τονίζουν ενεργειακά στελέχη στην Ελλάδα, πρόκειται για μια πολιτική επιλογή με σαφές οικονομικό τίμημα. Η τιμολόγηση premium που συνοδεύει τα αμερικανικά φορτία και η απουσία φθηνών εναλλακτικών λόγω κυρώσεων ή περιορισμών σε ρωσικές ροές οδηγεί σε δομική ανατίμηση του ενεργειακού κόστους, με μόνιμο χαρακτήρα αν δεν υπάρξουν μηχανισμοί αντιστάθμισης.

Τον προβληματισμό για τη συμφωνία της Κομισιόν εξέφρασε τις προηγούμενες μέρες και ο διευθύνων σύμβουλος της Metlen Ευάγγελος Μυτιληναίος, μιλώντας στο Bloomberg με αφορμή την είσοδο της εταιρείας στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Απαντώντας σε ερώτηση για το κατά πόσο οι νέοι δασμοί επηρεάζουν τα περιθώρια της εταιρείας, ο επικεφαλής του ομίλου δήλωσε πως δεν τίθεται άμεσο ζήτημα για τη Metlen, αλλά προειδοποίησε ότι «η Ευρώπη έκανε μια κακή συμφωνία με τις ΗΠΑ».

Οπως σημείωσε, ακόμη και αν η Ε.Ε. ήθελε να απορροφήσει τα 700 δισ. δολάρια ενεργειακών προϊόντων που έχει δεσμευτεί να αγοράσει σε τρία χρόνια, οι ΗΠΑ δεν τα έχουν για να τα πουλήσουν. Ο κ. Μυτιληναίος εκτίμησε ότι είναι πολύ πιθανό να υπάρξουν αλλαγές στο τελικό κείμενο της συμφωνίας, καθώς τα νούμερα δεν επαληθεύονται ούτε από τα μεγέθη της παραγωγής ούτε από τις υφιστάμενες εξαγωγικές δυνατότητες των ΗΠΑ.

Ευρωπαϊκή βιομηχανία σε νέα δοκιμασία

Τα ενεργειακά τιμολόγια αποτελούν πλέον βασική συνιστώσα του κόστους παραγωγής στην Ευρώπη, με τη βιομηχανία να εκπέμπει σήμα κινδύνου. Ο συνδυασμός υψηλής τιμής ρεύματος και παραμονής των δικαιωμάτων άνθρακα σε υψηλά επίπεδα (EU ETS) έχει προκαλέσει ανησυχία για απώλεια ανταγωνιστικότητας σε κλάδους όπως η μεταλλουργία, η τσιμεντοβιομηχανία και τα χημικά.

Σύμφωνα με ευρωπαϊκούς συνδέσμους παραγωγών, το ενεργειακό κόστος είναι ήδη ο βασικός λόγος για τη μείωση παραγωγής σε στρατηγικής σημασίας εργοστάσια της Ε.Ε., καθώς η πίεση από χώρες με φθηνότερη ενέργεια όπως οι ΗΠΑ και τα κράτη της Μέσης Ανατολής εντείνεται.

Η απουσία ευρωπαϊκού μηχανισμού αντιστάθμισης για χώρες που επηρεάζονται από τον ενεργειακό μετασχηματισμό, όπως η Ελλάδα, δημιουργεί ένα κενό πολιτικής. Αν η πορεία απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο δεν συνοδευτεί από δομικά μέτρα εξισορρόπησης – π.χ., ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, φορολογικά κίνητρα ή επενδύσεις σε αποθήκευση και ΑΠΕ, τότε ο κίνδυνος μιας δεύτερης ενεργειακής κρίσης εκτιμάται ότι θα παραμένει υπαρκτός.

Μαριάννα Τζάννε, newmoney.gr