Ρευστότητα ύψους 31,1 δισ. ευρώ έχουν αποπληρώσει προς την ΕΚΤ τον τελευταίο χρόνο οι τέσσερις συστηµικές τράπεζες, περιορίζοντας την έκθεσή τους προς το ευρωσύστηµα στα 19,8 δισ. ευρώ, από 50,9 δισ. ευρώ που ήταν η συνολική ρευστότητα που είχαν αντλήσει έως και το δ΄ τρίµηνο του 2022.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, πρόκειται για αποπληρωµές φθηνής ρευστότητας που είχαν αντλήσει οι τράπεζες στο πλαίσιο του προγράµµατος στοχευµένων συναλλαγών µακροχρόνιας αναχρηµατοδότησης, γνωστού ως TLTRO III, που επιστράτευσε η ΕΚΤ κατά τη διάρκεια της πανδηµίας. Μετά τη λήξη του προγράµµατος και την άνοδο των επιτοκίων (το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων διαµορφώνεται στο 3,75%), η «διακράτηση» της ρευστότητας που είχε χορηγήσει η ΕΚΤ καθίσταται πλέον ασύµφορη έναντι του χαµηλότερου κόστους καταθέσεων που πληρώνουν οι τράπεζες σε ιδιώτες (µεσοσταθµικά 1,42%) και επιχειρήσεις (µεσοσταθµικά 2,28%), µε συνέπεια όλες οι ελληνικές τράπεζες να έχουν προχωρήσει σε µαζικές αποπληρωµές από το δ΄ τρίµηνο του 2022 και καθ’ όλη τη διάρκεια του α΄ εξαµήνου του 2023.
Το υπόλοιπο της ρευστότητας προς την ΕΚΤ θα πρέπει να έχει αποπληρωθεί εξ ολοκλήρου έως το 2024 και οι τράπεζες θα πρέπει να βασιστούν είτε στη βασική πηγή χρηµατοδότησης που είναι οι καταθέσεις είτε να οδηγηθούν σε αναζήτηση νέων πηγών ρευστότητας κυρίως µέσω της διατραπεζικής, σε συνδυασµό µε τις εκδόσεις οµολόγων. Να σηµειωθεί ότι η χρηµατοδότηση από την ΕΚΤ είναι η δεύτερη κύρια πηγή χρηµατοδότησης για τις ελληνικές τράπεζες, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 8% του συνόλου στα τέλη Ιουνίου 2023.
Με βάση ανάλυση της DBRS, οι οµολογιακοί τίτλοι που εξέδωσαν οι ελληνικές τράπεζες αντιπροσώπευαν µόλις το 4% της χρηµατοδότησης στα τέλη Ιουνίου 2023 και σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις οι εκδόσεις οµολόγων θα αυξηθούν τα επόµενα χρόνια προκειµένου οι ελληνικές τράπεζες να ανταποκριθούν στις τελικές κανονιστικές απαιτήσεις MREL έως το τέλος του 2025. Με βάση µελέτη της European Banking Authority (EBA), οι τέσσερις ελληνικές συστηµικές τράπεζες αναµένουν ότι οι καταθέσεις ιδιωτών και επιχειρήσεων θα αυξηθούν κατά 10% την τριετία 2023-2025, εξασφαλίζοντας ευρεία και φθηνή καταθετική βάση, η οποία επιτρέπει την ανεµπόδιστη χρηµατοδότηση της οικονοµίας µε χαµηλό κόστος. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός ότι οι πιο ακριβές καταθέσεις, δηλαδή οι προθεσµιακές, αντιπροσωπεύουν το 25% των συνολικών καταθέσεων, ενώ η τάση είναι αυτό το ποσοστό να διαµορφωθεί κοντά στο 30% έως τα τέλη του χρόνου.
Οπως σηµειώνει στην ανάλυσή της η DBRS, οι καταθέσεις πελατών αντιστοιχούσαν περίπου στο 85% της συνολικής χρηµατοδότησης στα τέλη Ιουνίου 2023 και προήλθαν κυρίως από ιδιώτες πελάτες λιανικής. Μετά τις εκροές που υπήρξαν το α΄ τρίµηνο του 2023, κυρίως λόγω της χρήσης ρευστότητας από επιχειρήσεις για αποπληρωµές υφιστάµενων δανείων, οι καταθέσεις ανέκαµψαν το β΄ τρίµηνο του 2023 και σταθεροποιήθηκαν στο τέλος Ιουνίου 2023 σε σύγκριση µε το τέλος του 2022 και 26% πάνω από το επίπεδο στο τέλος του 2019.
Το ποσοστό των προθεσµιακών καταθέσεων έχει αυξηθεί από το τέλος του 2022, σηµειώνει η DBRS, «καθώς οι πελάτες αναζητούν λύσεις µε υψηλότερες αποδόσεις, αλλά το µερίδιό τους παρέµεινε χαµηλότερο από τις αρχικές προσδοκίες των τραπεζών, γεγονός που, µε τη σειρά του, συνέβαλε στη διατήρηση της µετακύλισης της αύξησης των επιτοκίων στις καταθέσεις σε µέτρια επίπεδα».
Η µεγάλη καταθετική βάση συνολικού ύψους 221,8 δισ. ευρώ σε συνδυασµό µε την αποµόχλευση των ισολογισµών των ελληνικών τραπεζών µέσω της πώλησης κόκκινων δανείων έχει οδηγήσει τον δείκτη δάνεια προς καταθέσεις στα χαµηλότερα επίπεδα µεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης και συγκεκριµένα µεσοσταθµικά στο 68% (µεταξύ 57% και 75% ανάλογα µε την τράπεζα). Αυτό σηµαίνει ότι για κάθε 100 ευρώ καταθέσεων οι τράπεζες έχουν δεσµεύσει χρηµατοδοτήσεις ύψους 65 ευρώ και συνεπώς διαθέτουν πλεονάζουσα ρευστότητα, ικανή να χρηµατοδοτήσει νέες χορηγήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τράπεζες όπως η Εθνική, που διαθέτει υπερβάλλουσα ρευστότητα και τον χαµηλότερο δείκτη δάνεια προς καταθέσεις, δανείζει η ίδια άλλες τράπεζες στη διατραπεζική, αποκοµίζοντας έτσι όφελος από την άνοδο του κόστους για την άντληση ρευστότητας.
thessaliaeconomy.gr (από το ρεπορτάζ της Ευγενίας Τζώρτζη, Καθημερινή)