Του Γιώργου Στούμπου*
Οι τιμές των τροφίμων, των υπηρεσιών κοινής ωφελείας και των καταναλωτικών αγαθών αυξάνονται διεθνώς, όπως και στη χώρα μας, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στις αυξήσεις των τιμών της ενέργειας, των ναύλων και των πρώτων υλών. Οι οικονομίες των ΗΠΑ και της Ε.Ε. κατέγραψαν τον Οκτώβριο επίπεδα πληθωρισμού που είναι τα υψηλότερα των τελευταίων 20 ετών, δηλαδή 6,2% και 4,2% αντίστοιχα. Η Ελλάδα κατέγραψε τον ίδιο μήνα 3,4%.
Οι αυξήσεις τιμών και ο πληθωρισμός προκαλούνται από συγκεκριμένους παράγοντες, όπως η έλλειψη προϊόντων (scarcity), η ζήτηση/προσφορά και η ρευστότητα. Η φυσική ή τεχνητή μείωση διαθεσιμότητας ενός προϊόντος συμβάλλει σε δραστική αύξηση της τιμής του. Η έλλειψη διαρκείας μονιμοποιεί την αύξηση. Η εφήμερη έλλειψη οδηγεί τελικά σε επάνοδο της τιμής στο αρχικό επίπεδο. Η πανδημία COVID-19 έχει δημιουργήσει ένα πρόβλημα τεχνητής έλλειψης σε ένα ευρύ φάσμα προϊόντων. Η επαναλειτουργία των γραμμών παραγωγής, η συσσώρευση αποθεμάτων και η ομαλοποίηση των χρονοδιαγραμμάτων μεταφοράς θα χρειαστούν κάποιο χρόνο για να αποκατασταθούν σε παγκόσμιο, ηπειρωτικό και εθνικό επίπεδο. Αυτό σίγουρα θα συμβεί. Οι παραγωγοί έχουν κατηγορηθεί ότι είναι άπληστοι, αλλά όχι αυτοκτονικοί. Γνωρίζουν το συμφέρον τους καλύτερα απ’ ό,τι γνωρίζουν οι καταναλωτές τις πραγματικές τους ανάγκες.
H COVID-19 οδήγησε σε μείωση της ζήτησης για χιλιάδες προϊόντα (ενώ η ζήτηση αυξήθηκε σε λίγες επιλεγμένες κατηγορίες). Η έκταση και η διάρκεια της μείωσης ήταν οι μεγαλύτερες που έχουμε δει ποτέ εν καιρώ ειρήνης. Μια μεγάλη γκάμα καταναλωτικών προϊόντων, από οικιακές συσκευές μέχρι αυτοκίνητα, καθώς και υπηρεσιών, από ταξίδια αναψυχής μέχρι τους κλάδους εστίασης και φιλοξενίας, παρουσίασαν πτώση έως και 90%. Η πτώση σταμάτησε με την επαναλειτουργία όλων αυτών των αγορών. Οι καταναλωτές, με αυξημένες τις αποταμιεύσεις τους λόγω του lockdown, επέστρεψαν μαζικά στις αγορές δημιουργώντας τη γενεσιουργό προϋπόθεση του πληθωρισμού, που είναι: πολλά χρήματα κυνηγούν λίγα αγαθά. Πόσο καιρό θα επιμείνουν αυτές οι συνθήκες; Μέχρι και έως ότου οι αλυσίδες παραγωγής και εφοδιασμού ανταποκριθούν στην υπάρχουσα ζήτηση. Δύο διαδικασίες θα συμβούν ταυτόχρονα: η παραγωγή θα αυξηθεί, ενώ σταδιακά η ζήτηση θα μειωθεί. Αλλωστε, οι ανθρώπινες ανάγκες μπορεί ενίοτε να είναι υπερβολικές, αλλά όχι ακόρεστες. Η συρρίκνωση των καταθετικών λογαριασμών είναι αρκετή για να προσγειώσει τους καταναλωτές στην πραγματικότητα.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε τη ρευστότητα ως έναν ακόμη παράγοντα πληθωριστικού κινδύνου. Ως απάντηση στην πανδημία, οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. –και όλες οι άλλες χώρες– ενίσχυσαν τις οικονομίες τους παρέχοντας τεράστια δημοσιονομική στήριξη. Οι κεντρικές τράπεζες (ΕΚΤ, Fed) συμπλήρωσαν τη δημοσιονομική απάντηση με ένα ευρύ σύνολο μέτρων επεκτατικής νομισματικής πολιτικής με προγράμματα όπως η αγορά στοιχείων ενεργητικού, η ενίσχυση ρευστότητας και η μακροπρόθεσμη αναχρηματοδότηση. Ειδικά για τις ελληνικές τράπεζες, η ΕΚΤ έκανε αποδεκτά τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου ως ενέχυρα για πράξεις νομισματικής πολιτικής.
Αυτή η κοινή και συντονισμένη αντίδραση ήταν επιτυχής: ο οικονομικός αντίκτυπος της κρίσης στους εργαζομένους και στις επιχειρήσεις ήταν λιγότερο σοβαρός από ό,τι αναμενόταν αρχικά, ενώ η επαρκής ρευστότητα απέτρεψε την κατάρρευση μιας αγοράς που ασφυκτιούσε.
Τα κράτη της Ε.Ε. συμφώνησαν αρχικά να διανείμουν αναλογικά 2 τρισ. ευρώ για να αναχαιτίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις μιας ταχέως συρρικνούμενης οικονομικής δραστηριότητας. Προγράμματα όπως το MAFF και το Next Generation EU είχαν σκοπό να προστατεύσουν πολίτες και επιχειρήσεις από την κατακλυσμιαία μείωση των εσόδων. Επιπλέον, ο Μηχανισμός Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης (RRF) παρέχει 338 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 386 δισ. ευρώ υπό τη μορφή δάνειων για την προώθηση επενδυτικών ευκαιριών, κατανεμημένα έως το 2026.
Ανάλογα μέτρα έχουν λάβει και οι ΗΠΑ. Το 2020, διαδοχικά πακέτα συνολικού ύψους 3,1 τρισ. δολ. (15% του ΑΕΠ) εισήχθησαν για τη στήριξη της συρρικνούμενης οικονομίας. Ενα επιπλέον πακέτο 1,9 τρισ. δολ. (8,8% του ΑΕΠ) εισήγαγε η νέα κυβέρνηση Μπάιντεν τον Μάρτιο του 2021.
Στη χώρα μας τα μέτρα στήριξης ήταν ανάλογου μεγέθους. Το 2020 το δημοσιονομικό πακέτο μέτρων ήταν συνολικού ύψους 23,5 δισ. ευρώ (13,7% του ΑΕΠ). Η δαπάνη για το 2021 προβλέπεται κοντά στα 10 δισ. ευρώ και περιλαμβάνει μέτρα όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή, αποζημιώσεις ειδικού σκοπού, αναβολή καταβολής δανείων, εισφορών και φόρων, καθώς και ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Οι Αμερικανοί συχνά χρησιμοποιούν μια έκφραση: η βροχή εύκολα γίνεται καταιγίδα. Στη περίοδο της πανδημίας έβρεξε χρήματα καταιγιστικά, αλλά τελικά έπιασαν τόπο. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η Ε.Ε. αναμένουν ρυθμούς ανάπτυξης για το 2021 6,8% και 4% αντίστοιχα. Η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει ανάπτυξη 6,8% φέτος και 4,2% το 2022.
Οι οικονομικές ισορροπίες αποκαθίστανται σταδιακά, αλλά το ερώτημα παραμένει: έχει μειωθεί ο κίνδυνος πληθωρισμού; Εξαρτάται. Τα καλά νέα για τις κρατικές δαπάνες μπορεί να είναι κακά νέα για τον πληθωρισμό. Η προσδοκία ότι ο πληθωρισμός θα είναι παροδικός προϋποθέτει μια σειρά από μέτρα και συνθήκες. Συγκεκριμένα:
Η στήριξη ρευστότητας σε επιχειρήσεις που έχουν πληγεί σοβαρά μέσω εγγύησης δανείων, επιδοτήσεων ή αναβολής καταβολής φόρων, επιστρεπτέας προκαταβολής, ή μέσω μείωσης ενοικίων και αναβολής πληρωμής φόρων και εισφορών, πρέπει να θεωρηθεί προσωρινό μέτρο. Η παράτασή τους μπορεί να αποβεί καταστροφική. Η αγορά πρέπει να αφεθεί να λειτουργήσει απρόσκοπτα. Η διατήρηση των επιδοτήσεων τέτοιου είδους στρεβλώνει τον υγιή ανταγωνισμό, συγκαλύπτει χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα επιχειρήσεων και διαιωνίζει τον «προβληματικό» χαρακτήρα των ελληνικών, ιδιαίτερα, μικρομεσαίων εταιριών.
Η συνέχιση των οριζόντιων επιδοτήσεων κοινωνικού χαρακτήρα πρέπει επίσης να επαναξιολογηθεί. Προφανώς τα κράτη πρέπει να προσφέρουν μια ευρεία γκάμα προγραμμάτων κοινωνικής αλληλεγγύης επιδοματικού χαρακτήρα. Υπάρχει όμως μια κόκκινη γραμμή. Οι χρόνιες επιδοτήσεις δεν πρέπει να γίνονται τροχοπέδη της προσπάθειας για την αύξηση των θέσεων εργασίας και τη δημιουργία μόνιμων εισοδημάτων, που αυτές διασφαλίζουν.
Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να διασφαλίσουν ότι ο παρατηρούμενος πληθωρισμός δεν θα υποδαυλίσει περαιτέρω πληθωριστικές προσδοκίες. Αυτή η προσέγγιση συντηρεί μια ανοδική τάση στις πραγματικές τιμές, που καθορίζεται από την προσδοκία πως «ό,τι αγοράσω σήμερα μπορεί αύριο να είναι ακριβότερο». Απτό παράδειγμα η αγορά ακινήτων και η κινητικότητα των τελευταίων μηνών.
Ενας άλλος υποβόσκων κίνδυνος σχετίζεται με τη μετακύλιση του πρόσκαιρου πληθωρισμού σε αυξήσεις μισθών. Σε αυτή την περίπτωση ελλοχεύει ο κίνδυνος οι τιμές να σταθεροποιηθούν σε υψηλότερο επίπεδο. Οι προσωρινές πληθωριστικές πιέσεις θα μετατραπούν σε μόνιμες αυξήσεις του κόστους παραγωγής.
Επιστρέφοντας στην αρχική μας ερώτηση σχετικά με την αύξηση των τιμών και του πληθωρισμού, εν κατακλείδι, μπορούμε να ευελπιστούμε ότι αν η πολιτεία και οι πολίτες δείξουν την απαραίτητη υπευθυνότητα, θα υπερισχύσει όχι μόνο μια βασική αρχή της οικονομίας, αλλά και ένας βασικός κανόνας της φυσικής, που διατύπωσε πρώτος ο Νεύτων: «Ο,τι ανεβαίνει αναγκαστικά κατεβαίνει» (Quoquo ascendit necesse est descendere).
* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.