Το «όραμα» των «κοινωνιών μισθωτών» δεν είναι καινούργιο. Ξεκίνησε μέσα από την μαρξική κοινωνική προσέγγιση ως προϋπόθεση της «δικτατορίας του προλεταριάτου» και, στην συνέχεια, υιοθετήθηκε και από την σοσιαλδημοκρατία, ως ανάγκη ανάδυσης μίας καπιταλιστικής κοινωνίας με προωθημένο «κοινωνικό πρόσωπο».
Αυτοί είναι και οι ιδεολογικοί λόγοι που οι μαρξίζοντες πολιτικοί και διανοούμενοι, αλλά και κεϋνσιανοί κρατιστές ομοϊδεάτες τους, μιλούσαν πάντα περιφρονητικά για τους αυταπασχολούμενους, χαρακτηρίζοντάς τους «μεταπράτες», «παράσιτα», «οπισθοδρομικούς», κλπ.
Πρέπει να ομολογηθεί, από την άποψη αυτή, ότι κυρίως στην Δυτική Ευρώπη, από τις τάξεις των αυταπασχολουμένων και των μικροεμπόρων ξεπήδησαν κινήματα όπως ο φασισμός στην Ιταλία, ο πουζαντισμός στην Γαλλία και ο φρανκισμός στην Ισπανία. Οι αντιλήψεις αυτές, όμως, άρχισαν να κλονίζονται όταν ξέσπασε η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, η οποία έφερε στο προσκήνιο όλα τα τρωτά σημεία των δυτικών βιομηχανιών και των συναφών με αυτές «κοινωνιών μισθωτών».
Στο μέτρο δε που η ανεργία άρχισε να μονιμοποιείται στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, ενώ παράλληλα άλλαζε και η φύση της μισθωτής εργασίας, το θέμα της αυταπασχόλησης άρχισε να εξετάζεται με εντελώς διαφορετικά κριτήρια.
Το αυτοεπιχειρείν άρχισε να κερδίζει έδαφος σε πολλές χώρες και η ανεργία οδηγούσε πολλούς νέους ανθρώπους σε επαναθεωρήσεις αρχών και ιδεολογικών παραστάσεων. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειωθεί ότι άλλαζαν και οι μορφές της αυταπασχόλησης, στο μέτρο που το τεχνολογικό περιβάλλον μεταβαλλόταν και μεταβάλλεται.
Στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια η κατάσταση διαφέρει αισθητά από τα αντίστοιχα δυτικά πρότυπα και δεδομένα. Η καθυστερημένη εκβιομηχάνιση της χώρας, σε συνδυασμό με τον άκρατο κρατισμό, δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν «κοινωνίες μισθωτών» αντίστοιχες με αυτές που υπήρχαν στον αναπτυγμένο δυτικό βιομηχανικό κόσμο. Έτσι, μεγάλο μέρος του πληθυσμού είτε μετανάστευε, είτε πήγαινε στο Δημόσιο, είτε έβρισκε ευκαιρίες αυταπασχόλησης στις υπηρεσίες και στο εμπόριο. Κατά συνέπεια, προέκυψε ένας τεράστιος αριθμός αυταπασχολούμενων Ελλήνων, κυρίως στο εμπόριο και σε άλλες διαμεσολαβητικές δραστηριότητες.
Αποτέλεσμα, να φυτοζωούν αμέτρητες μονοπροσωπικές επιχειρήσεις οριακού χαρακτήρα, οι οποίες, σε πλείστες όσες περιπτώσεις, αποτελούσαν και σοβαρό εμπόδιο στον οικονομικό εκσυγχρονισμό της χώρας. Παράλληλα, όμως, επιβάρυναν το κόστος διακίνησης και διανομής των αγαθών, υπονόμευαν την συνολική ανταγωνιστικότητα και, βεβαίως, ήσαν ο πιο ισχυρός τροφοδότης της παραοικονομίας και της φοροδιαφυγής.
Παρόλα αυτά, υπό την πίεση της εισόδου μας στην ευρωπαϊκή λέσχη, κάποια πράγματα – έστω και με ρυθμό χελώνας– άρχιζαν να αλλάζουν στο όλο κύκλωμα των αυταπασχολούμενων και οι αλλαγές αυτές επιταχύνθηκαν με αφορμή την κρίση του 2010. Κυρίως για το εισαγωγικό εμπόριο, η κρίση του 2010 υπήρξε πραγματικό τσουνάμι και μπορούμε να πούμε ότι σε μεγάλο βαθμό ξεκαθάρισε αισθητά την κατάσταση, στέλνοντας πολλούς αυταπασχολούμενους στην ανεργία και αρκετούς στην απόγνωση.
Έτσι, μεγάλο κομμάτι των ανέργων είναι αυταπασχολούμενοι και εμποροϋπάλληλοι οριακών μονάδων, χωρίς μεγάλη εξειδίκευση, οι οποίοι δύσκολα θα μπορέσουν να επανέλθουν στην ενεργό δράση. Ιδιαίτερα δε σήμερα, που με την νέα φορολόγηση της αυταπασχόλησης όλος αυτός ο κόσμος δεν έχει κανέναν λόγο να μπει στην επίσημη αγορά εργασίας.
Παράλληλα, εξοντώνονται και οι ελεύθεροι επαγγελματίες εκτός εμπορίου. Γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, συγγραφείς, δημοσιογράφοι κ.α., στην ουσία ωθούνται σε οδυνηρά αδιέξοδα –από τα οποία δεν είναι γνωστόν τί θα προκύψει.
Η κυβέρνηση δεν ανησυχεί καθόλου για το πολιτικό κόστος, πρώτον, γιατί την ενδιαφέρουν περισσότερο οι δημόσιοι υπάλληλοι και, δεύτερον, γιατί στην παρούσα φάση οι περισσότεροι ελεύθεροι επαγγελματίες δεν ανήκουν στο ακροατήριό της. Στο μέτρο δε που ούτε η ΝΔ ενδιαφέρεται γι’ αυτούς, το γεγονός εξυπηρετεί τους μελλοντικούς σχεδιασμούς του κ. Αλέξη Τσίπρα.
Είναι έτσι κατάδηλο ότι στην Ελλάδα των μνημονίων, με την συναίνεση πλέον εταίρων, δανειστών και άλλων τινων, επισυμβαίνει μία σοβαρή κοινωνική καθίζηση που όχι πολύ αργά ενδέχεται να έχει και δυσάρεστες πολιτικές επιπτώσεις.
Αθανάσιος Παπανδρόπουλος (EBR)