Θετικό καταλύτη για τους επενδυτές της Ελλάδας χαρακτηρίζει η Axia Ventures το μέγεθος της νίκης της Νέας Δημοκρατίας, το οποίο οδηγεί σε προσδοκίες ότι στις δεύτερες εκλογές θα μπορέσει να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία. Και αυτό λόγω των προσδοκιών πλέον για συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και πολιτικών από μια φιλική προς την αγορά κυβέρνηση, τη στιγμή που οι οικονομικές προοπτικές της Ελλάδας είναι ήδη ισχυρές και οι αποτιμήσεις των ελληνικών μετοχών χαμηλές.

Οι εξελίξεις «δείχνουν ξεκάθαρα όχι μόνο ότι ο πολιτικός κίνδυνος στην Ελλάδα είναι πολύ χαμηλός (χαμηλότερος από τις περισσότερες χώρες παγκοσμίως), αλλά ότι η χώρα θα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις της, μια πορεία που έχει ήδη επιτρέψει στην Ελλάδα να αυξήσει την ανταγωνιστικότητα και να διεκδικήσει οικονομική ανάπτυξη με ρυθμούς πολύ ισχυρότερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης», τονίζει η Axia.

Η Ελλάδα έχει εισέλθει σε έναν αναπτυξιακό κύκλο και η αγορά δεν το έχει τιμολογήσει αυτό, επισημαίνει χαρακτηριστικά, προσθέτοντας πως είναι πιθανό η Ελλάδα να μπορέσει να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα νωρίτερα παρά αργότερα.

Οι εκλογές είχαν οδηγήσει αρκετούς οίκους να τηρήσουν στάση αναμονής απέναντι στα ελληνικά ομόλογα, έπειτα και από τις ισχυρές επιδόσεις του τελευταίου διαστήματος, καθώς εκτιμούσαν πως, με βάση τις δημοσκοπήσεις, θα υπάρξει μια περίοδος αστάθειας στην αγορά, με πιθανό το σενάριο καθυστέρησης της περαιτέρω αναβάθμισης της Ελλάδας από τους οίκους.

Επιπλέον, τα hedge funds είχαν αυξήσει κατακόρυφα τα στοιχήματά τους κατά των ελληνικών ομολόγων την περασμένη εβδομάδα ενόψει των εκλογών – και στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014, λόγω των ανησυχιών για την πιθανότητα μετεκλογικής «πολιτικής παράλυσης».

Το αποτέλεσμα των εκλογών της Κυριακής οδήγησε ωστόσο σε ταχύτατη αλλαγή τόσο των τοποθετήσεων των funds –όπως φάνηκε και από το χθεσινό ράλι– όσο και της στάσης των αναλυτών. Η Citigroup, ειδικότερα, σημείωσε πως αυτό στηρίζει απόλυτα την περαιτέρω υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων.

«Η Νέα Δημοκρατία νίκησε τις δημοσκοπήσεις και βελτίωσε το ποσοστό της από τις εκλογές του 2019. Αν και αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποκτήσει αυτοδυναμία, μια επανάληψη αυτής της επίδοσης θα εξασφάλιζε τη νίκη στις δεύτερες εκλογές, καθώς επανεισάγονται οι μπόνους έδρες», σημείωσε o Αμάν Μπανσάλ, αναλυτής της αμερικανικής τράπεζας. «Η Ελλάδα είναι πλέον πιθανό να δει τη συνέχιση της πολιτικής που υποστηρίζει την ισχυρή αύξηση του ΑΕΠ, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τη μείωση του χρέους/αεπ.

Αυτό ενισχύει τα επιχειρήματα για αναβάθμιση της αξιολόγησής της σε επενδυτική βαθμίδα, που στη συνέχεια θα ανοίξει την πόρτα για συμπερίληψη των ελληνικών ομολόγων στους βασικούς διεθνείς δείκτες και θα διευκολύνει το “κούρεμα” των εγγυήσεων από την ΕΚΤ. Επομένως, αλλάζουμε την άποψή μας και παρά την ήδη απότομη μείωση του ελληνικού spread, αναμένουμε περαιτέρω σημαντική συρρίκνωση βραχυπρόθεσμα», καταλήγει η Citi.

Περαιτέρω βελτίωση «βλέπει» και η Société Générale. Ο στρατηγικός αναλυτής της γαλλικής τράπεζας, Σον Κου, μιλώντας στην «Κ» σημειώνει πως θεωρητικά, καθώς η αξιολόγηση της Ελλάδας είναι χαμηλότερη από αυτήν της Ιταλίας, η απόδοση των ελληνικών 10ετών θα έπρεπε να είναι υψηλότερη.

Ωστόσο οι αγορές τείνουν να κινούνται πιο γρήγορα από τους οίκους και αποτιμούν την αναβάθμιση της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα, για αυτό και το spread μεταξύ Ελλάδας - Ιταλίας είναι αρνητικό και το μεγαλύτερο που έχει σημειωθεί ποτέ (44 μ.β.). Κατά τον Κου, δεν αναμένεται σημαντική βελτίωση πλέον της Ελλάδας έναντι της Ιταλίας, όμως αναμένεται βελτίωση των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών. Σε περίπτωση που η Ελλάδα ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα, το ελληνικό spread θα συρρικνωθεί περαιτέρω και κατά 35 μ.β. περίπου.

Από την πλευρά της η JP Morgan, η οποία τηρούσε ουδέτερη στάση βραχυπρόθεσμα για τα ελληνικά ομόλογα λόγω του κινδύνου των εκλογών, χθες σε σύντομο σημείωμά της τόνισε πως «μια δεύτερη εντολή για τη Ν.Δ. είναι η ισχυρότερη εγγύηση ότι η Ελλάδα θα παραμείνει σε πορεία προς τις δημοσιονομικές και τις μεταρρυθμιστικές δεσμεύσεις της. Συνεπώς συνεχίζουμε να αναμένουμε μια παρατεταμένη και ισχυρή επέκταση της ελληνικής οικονομίας».

Καθημερινή