«Κυρά Σταυρούλα, δεν το ’χω το παντελόνι σε Large, θα στο φέρω την άλλη βδομάδα. Έλα να δεις όμως και τα ριχτάρια. Ήρθαν σε κάτι χρώματα μούρλια...».
Ο Δημήτρης Φλώρος τριγυρνάει στα χωριά της Λάρισας τριάντα χρόνια τώρα. Ξέρει τους πάντες. Τις γειτονιές, τα χούγια των ανθρώπων, τις λακκούβες των δρόμων. Γνωρίζει πού να σταθεί, πώς να μιλήσει, πότε να φύγει.
«Η εφορία μας ονομάζει περιοδεύοντες έμπορους». Ο κόσμος όμως τους ξέρει ως πραματευτάδες και είναι ένας από τους τελευταίους του κλάδου. Ενός κλάδου που σύμφωνα με τη σημερινή αντίληψη αποτελούσε επί σειρά δεκαετιών κατά κάποιον τρόπο τα... εμπορικά κέντρα μιας άλλης εποχής.
Στα Μύρα, το Σοφό και το Καλό Νερό περνούσε κάποτε ο ψαράς με το αυτοκίνητό του. Στο Κιλελέρ, το Νέο Περιβόλι, τη Μέλισσα κάθε Τρίτη περνούσε ο μανάβης. Τις Τετάρτες στον Λοφίσκο, την Αναγέννηση, το Ευύδριο, το Βασιλί, τη Βαμβακού συνήθιζε να πάει ο κρεοπώλης. Ο φούρναρης περνούσε πάντα νωρίς το πρωί με όχημά του. «Μέχρι και ζαχαροπλαστείο κινητό υπήρχε» λέει, καθώς θυμάται πώς ξεκίνησε αυτό το επάγγελμα.
«Το έκανε ο παππούς μου Δημήτρης με το κάρο και το ζωντανό. Φόρτωνε πράγματα και γύριζε στα χωριά. Στη συνέχεια πήρε τη σκυτάλη ο πατέρας μου Θανάσης με το αυτοκίνητο και τα τελευταία 30 χρόνια το κάνω εγώ με το φορτηγό». Φορτωμένο μέχρι πάνω με ό,τι μπορεί να χρειάζεται μια ελληνική οικογένεια περί ιματισμού. Ο ίδιος δεν γνωρίζει αν θα τα καταφέρει να ολοκληρώσει τον κύκλο για να συνταξιοδοτηθεί μέσα από αυτό το επάγγελμα, καθώς η δουλειά πέφτει ολοένα και περισσότερο όσο περνάει ο καιρός. «Οι νέες νοικοκυρές δεν βγαίνουν πλέον και ο λόγος είναι πως έχουν αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό τα αυτοκίνητα που υπάρχουν σε μια οικογένεια. Οι άνθρωποι μετακινούνται μόνοι τους και εύκολα στην πόλη. Ψωνίζουν και επιστρέφουν κι έτσι σβήνει το επάγγελμα. Εμείς δουλεύουμε περισσότερο με ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν μπορούν να μετακινηθούν εύκολα και εμπιστεύονται και τα πρόσωπά μας δεκαετίες τώρα».
Μα δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα, αλλά και το γεγονός πως χάθηκαν οι δόσεις. «Παλιά όλοι το τιμούσαν αυτό, αφού κι εμείς αγοράζαμε με πίστωση. Τώρα όμως δεν υπάρχουν, καθώς κι εμείς αγοράζουμε μετρητοίς» κι έτσι μοιραία οι περισσότεροι καταλήγουν στα μεγάλα εμπορικά καταστήματα της πόλης.
«Το θέμα με τις δόσεις δεν ήταν μόνο η ευκολία πληρωμής. Ήταν καλό γιατί είχαμε και την επαφή με τον πελάτη. Αν κάτι δεν έβγαινε καλό το έπαιρνες πίσω και το άλλαζες. Δεν μπορούσες να κοροϊδέψεις κανέναν. Μας εμπιστευόταν ο κόσμος».
Μέσα στο φορτηγό κάποτε έβρισκες τα πάντα. Από κουρτίνες μέχρι κάλτσες. Μπουφάν, παντελόνια. Ήταν μια γεμάτη αποθήκη ιματισμού. Τώρα λιγοστεύει η πραμάτεια. Μειώνονται αισθητά και οι πλανόδιοι έμποροι.
«Όταν είχε γάμο να φανταστείς, τα παλιά χρόνια, ήξερε η μάνα πως θα πάρει τόσα σεντόνια, τόσες πετσέτες. Τώρα ποιος φτιάχνει προίκα;» αναρωτιέται χωρίς όμως να περιμένει απάντηση αφού την ξέρει.
Τελειώνει από τη μια γειτονιά και περνάει στην άλλη. Αλλάζει περιοχή κάθε τόσο.
«Το ωραίο σ’ αυτήν τη δουλειά, είναι πως γυρνάς και δεν έχεις σταθερή βάση. Στο κατάστημα περιμένεις αν θα έρθει κάποιος σήμερα για να πουλήσεις και να στέκεσαι συνεχόμενες ώρες. Εγώ αν δεν βγει η Παναγιώτα, δεν βγει η Μαρία φεύγω πάω αλλού. Έχω την ανεξαρτησία μου». Ωστόσο, έχει και μειονεκτήματα το επάγγελμα «είσαι συνέχεια στον δρόμο κι αυτό λέει πολλά. Το καλοκαίρι βράζεις, τον χειμώνα κρυώνεις».
Κι άντε τις ταμειακές τις έβαλαν, τα POS τα ενσωμάτωσαν, την κούραση την πάλεψαν, τις καιρικές συνθήκες τις έχουν συνηθίσει. Ίσως η χαριστική βολή στο επάγγελμα έρθει από την ίδια τη βενζίνη. «Με τέτοια αύξηση...» λένε κι έχουν δίκιο.
Κώστας Γκιάστας Ελευθερία
* Φωτό Βασίλης Ντάμπλης