Η αγαπημένη μάρκα των millennials και της Gen Z έχει ξαναγράψει τον ορισμό της «γρήγορης μόδας». Όμως η εκρηκτική επιτυχία της στηρίζεται σε συστηματικές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, «παραθυράκια» στο διεθνές εμπόριο και ένα δυσανάλογα μεγάλο περιβαλλοντικό κόστος.

Της Ειρήνης Σωτηροπούλου* (Inside Story)

Αν κοιτάξετε γύρω σας σε έναν πολυσύχναστο χώρο, είναι πολύ πιθανό να εντοπίσετε κάποιον, συνήθως νέο, να φοράει ένα ρούχο με την ετικέτα της Shein (που προφέρεται σι-εν). Η ετικέτα μπορεί να σας στοιχειώνει και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τον χώρο όπου η εταιρεία κάνει τις περισσότερες διαφημίσεις της. Εκεί θα δείτε πιθανώς τα λεγόμενα «shein hauls», δηλαδή μια σειρά νεαρών influencers που συνεργάζονται με την εταιρεία να δοκιμάζουν τα καινούρια ρούχα που παρήγγειλαν και να προτρέπουν τους ακολούθους τους να χρησιμοποιήσουν προσωποποιημένους εκπτωτικούς κωδικούς (promo codes) για να τα αγοράσουν και αυτοί. Αν πειστείτε να ανοίξετε την ιστοσελίδα ή να κατεβάσετε την εφαρμογή της Shein, θα βομβαρδιστείτε πρώτα από μια ατελείωτη σειρά προσφορών («Μόνο για νέους χρήστες: έκπτωση 50% σε αγορές πάνω από 10 ευρώ») και μετά από μια συγκλονιστική ποσότητα και ποικιλία ρούχων και αξεσουάρ σε τιμές των 5, 8, 10, 15 ευρώ.

Παραείναι καλό για να είναι αληθινό; Αυτό είναι το μόνο σίγουρο.

Η Shein, που ιδρύθηκε το 2008 στο Νάντζινγκ της Κίνας και πουλούσε αρχικά μόνο νυφικά, εξερράγη προς το τέλος της προηγούμενης δεκαετίας και έφτασε το 2022 να είναι ο μεγαλύτερος λιανοπωλητής μόδας στον πλανήτη, αφήνοντας πολύ πίσω τα μεγαθήρια του κλάδου όπως το H&M και το Zara. Και αυτό αποκλειστικά μέσω του ηλεκτρονικού εμπορίου: διότι η Shein δεν διαθέτει φυσικά καταστήματα, αλλά στέλνει τα προϊόντα απευθείας στους καταναλωτές. 

Πρωτοπόρος στον συγκεκριμένο κλάδο, η Shein καταφέρνει να παρακολουθεί και να αντιδρά αστραπιαία στην άνοδο και την πτώση της μόδας και των διάφορων trends, προσφέροντας μια άνευ προηγουμένου ευρεία γκάμα μοδάτων προϊόντων. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα, 44% των μελών της γενιάς Z στην Αμερική αγοράζουν τουλάχιστον ένα προϊόν τον μήνα από τη Shein. Για να καταλάβουμε τη διαφορά στην τάξη μεγέθους, σύμφωνα με έρευνα του Wired, στο διάστημα ενός έτους το Gap ανέβασε γύρω στα 12.000 προϊόντα στην ιστοσελίδα του, το H&M γύρω στα 25.000 και το Ζάρα 35.000. H Shein, όμως, ανέβασε 1,3 εκατομμύρια.

Πώς όμως κατάφερε η Shein να θεσπίσει τον θεσμό της «υπεργρήγορης μόδας» (ultra-fast fashion) και ποιο είναι το πραγματικό τίμημα της υπεραφθονίας που μας προσφέρει;

Το μοντέλο της «λιανικής σε πραγματικό χρόνο»

Ενώ το Zara έχει έναν κύκλο παραγωγής περίπου 4 εβδομάδων, το Shein μπορεί να παράξει ένα ρούχο, από το σχέδιο μέχρι το πακετάρισμα, σε μία με δύο εβδομάδες. Έπειτα, η εταιρεία ταχυδρομεί τα προϊόντα απευθείας στον αγοραστή, εφαρμόζοντας το μοντέλο «από την επιχείρηση στον καταναλωτή» (business-to-consumer:). Σε κάθε ένα από αυτά τα βήματα, η Shein χρησιμοποιεί παρακάμψεις και παραθυράκια για να ρίξει το κόστος. Το μοντέλο της βασίζεται σε ένα εκλεπτυσμένο λογισμικό, που παρακολουθεί σε πραγματικό χρόνο τις τάσεις της παγκόσμιας μόδας και τις προτιμήσεις των καταναλωτών για τα διάφορα προϊόντα της, προσαρμόζοντας αστραπιαία την παραγωγή στη ζήτηση. 

Σε αντίθεση με τις πλέον «παραδοσιακές» μάρκες του fast fashion, που σχεδιάζουν μια κολεξιόν και μετά παραγγέλνουν χιλιάδες κομμάτια από τους προμηθευτές τους, οι σχεδιαστές της Shein είναι εξωτερικοί συνεργάτες που δουλεύουν για τους προμηθευτές, που είναι μικρά εργοστάσια ρούχων στην Κίνα. Αν η Shein εγκρίνει ένα σχέδιο, παραγγέλνει αρχικά γύρω στα 200 κομμάτια, τα οποία στέλνει κατευθείαν στους πελάτες μέσω των κέντρων διανομής. Αν ένα κομμάτι είναι δημοφιλές, το λογισμικό το εντοπίζει και παραγγέλνει αυτόματα περισσότερα κομμάτια από τους προμηθευτές. Επιπλέον, η Shein βασίζεται στην εφαρμογή της, όπου οι χρήστες βομβαρδίζονται με προσφορές και έχουν τη δυνατότητα να κερδίσουν πόντους αφήνοντας σχόλια και κριτικές για τα ρούχα. Δεν είναι τυχαίο το πως ο μυστηριώδης ιδρυτής της εταιρείας, Σου Γιανγκτιέν, γνωστός και ως Κρις Σου, ειδικεύεται στην βελτιστοποίηση μηχανών αναζήτησης και ξεκίνησε την καριέρα του στο ηλεκτρονικό εμπόριο.

Χάρη σε αυτό το ευέλικτο μοντέλο, η Shein προσθέτει κατά μέσο όρο 2.000-6.000 νέα κομμάτια στο σάιτ ημερησίως, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις. Αν και δεν είναι η μόνη εταιρεία που εφαρμόζει αυτό το μοντέλο παραγωγής, ένα επιπλέον πλεονέκτημα είναι πως είναι αμιγώς κινεζική και ελέγχει την παραγωγή από κοντά – παρ’ όλο που, παραδόξως, δεν πουλάει ρούχα στην Κίνα αλλά μόνο στις διεθνείς αγορές. Επιπλέον, το μοντέλο της απευθείας αποστολής παραγγελιών στους πελάτες της επιτρέπει να αποφεύγει τους δασμούς και τη φορολογία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με πρόσφατο ρεπορτάζ του the Sun, το Shein εκμεταλλεύεται ένα νομοθετικό παραθυράκι στο Ηνωμένο Βασίλειο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένα πακέτα αξίας χαμηλότερης των 135 λιρών δεν υπάγονται σε δασμούς κατά την εισαγωγή τους στη χώρα. Αντίστοιχα, από το 2018 η Κίνα δεν φορολογεί τις εξαγωγές που φεύγουν από το έδαφός της απευθείας προς καταναλωτές, ενώ στις ΗΠΑ υπάρχει ένα αντίστοιχο παραθυράκι, με βάση το οποίο κάποια δέματα αξίας 800 δολαρίων και κάτω δεν υπάγονται σε δασμούς. 

Επιπλέον, ένας λόγος που η Shein καταφέρνει να παράξει τόσο γρήγορα τόσα πολλά διαφορετικά σχέδια είναι πως ενδεχομένως κλέβει ιδέες από άλλους σχεδιαστές. Η εταιρεία έχει βομβαρδιστεί με πάνω από 90 μηνύσεις για παραβίαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, από μικρούς ανεξάρτητους σχεδιαστές μέχρι μάρκες πολυτελείας όπως το Chrome Hearts αλλά και γίγαντες της γρήγορης μόδας όπως το H&M, που ξαφνικά βλέπουν τα σχέδιά τους να πωλούνται με την ετικέτα της Shein. Η εταιρία σημειώνει πως καταβάλλει προσπάθειες για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, με προσωπικό που ελέγχει τα σχέδια για τυχόν αντιγραφές. Παραδόξως, και η ίδια η Shein μήνυσε την Temu για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων, αφού ισχυρίζεται πως ο πλέον μεγαλύτερος ανταγωνιστής της κλέβει με τη σειρά του τα σχέδιά της.

Όμως, υπάρχει ένας βασικός παράγοντας που επιτρέπει στην Shein να ανταποκριθεί τόσο γρήγορα στις παγκόσμιες τάσεις της μόδας: οι εργαζόμενοι στα εργοστάσια που προμηθεύουν την εταιρεία με ρούχα δουλεύουν ασταμάτητα και υπό απάνθρωπες συνθήκες.

Το χωριό Shein

Η Γκουανγκτζόου, γνωστή και ως Καντόνα, είναι μια γιγαντιαία μητρόπολη των 18 εκατομμυρίων βορειοδυτικά του Χονγκ Κονγκ και μια από τις οικονομικές καρδιές της Κίνας. Στη συνοικία Ναντσούν, που είναι πλέον γνωστή ως «το χωριό Shein», χιλιάδες εξειδικευμένοι εργαζόμενοι σε εκατοντάδες μικρά εργοστάσια-προμηθευτές ετοιμάζουν ακατάπαυστα καινούρια ρούχα για τον γίγαντα της μόδας. Σύμφωνα με τη μεγάλη έρευνα που πραγματοποίησε μυστικά η ελβετική ΜΚΟ Public Eye, εργάζονται από τις 8 π.μ. μέχρι τις 10 μ.μ. με δυο ενενηντάλεπτα διαλείμματα και μία μέρα ρεπό τον μήνα. Επιπλέον, για μία ημέρα την εβδομάδα οι εργαζόμενοι σχολάνε στις 6 μ.μ. αντί για τις 10. Δεν είναι ασφαλισμένοι, δεν διαθέτουν συμβόλαια εργασίας και πληρώνονται με το κομμάτι – όσο πιο σύνθετο είναι, τόσα περισσότερα χρήματα παίρνουν. Αν όμως κάνουν κάποιο λάθος, οφείλουν να το διορθώσουν σε απλήρωτες ώρες εργασίας, ενώ δεν πληρώνονται φυσικά για υπερωρίες.

Σύμφωνα με την Public Eye, για ένα φόρεμα το οποίο πωλείται στην ιστοσελίδα της Shein προς 11-12 ευρώ, μια εργάτρια ανταμείβεται με περίπου 50 λεπτά. Επιπλέον, οι χώροι εργασίας είναι συχνά επικίνδυνοι, καθώς δεν διαθέτουν παράθυρα, πυρασφάλεια και εξόδους κινδύνου. Σύμφωνα με τον κώδικα δεοντολογίας της ίδιας της Shein, οι εργαζόμενοι στους προμηθευτές δεν επιτρέπεται να εργάζονται παραπάνω από 60 ώρες την εβδομάδα συμπεριλαμβανομένων των υπερωριών, ενώ δικαιούνται μια μέρα ρεπό την εβδομάδα.

Οι περισσότεροι εργαζόμενοι είναι μετανάστες από την κινεζική επαρχία, που έχουν πάει στην πόλη με μοναδικό σκοπό να βγάλουν όσα περισσότερα χρήματα γίνεται, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Οι αποθήκες από τις οποίες ταχυδρομούνται τα ρούχα λειτουργούν 24 ώρες το 24ωρο, 365 μέρες το χρόνο, με παρόμοιες συνθήκες εργασίας, δηλαδή 12ωρα και ακόμα και 14ωρα όταν υπάρχει υψηλή ζήτηση. Εκεί, οι εργαζόμενοι πληρώνονται διπλάσια για κάθε κομμάτι μετά την 23η μέρα εργασίας, ώστε να μην έχουν κίνητρο να πάρουν ρεπό.

Επιπλέον, υπάρχει πρόβλημα και με την παιδική εργασία: οι ερευνητές της Public Eye είδαν πολλά παιδιά στους χώρους των εργοστασίων, τα οποία οι μητέρες τους πρόσεχαν όσο δούλευαν, ενώ έφηβοι 14-15 ετών εκτελούσαν απλές εργασίες όπως το πακετάρισμα ή μάθαιναν από τους γονείς τους πώς να χρησιμοποιούν τις ραπτομηχανές. Σε εσωτερικό έλεγχο των προμηθευτών που διεξήγαγε η ίδια η εταιρεία, ανακάλυψε δύο περιπτώσεις παιδικής εργασίας, και υποτίθεται πως διέκοψε τη συνεργασία της με τους συγκεκριμένους προμηθευτές μέχρι να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα.

Μετά την κατακραυγή που πυροδότησε η αρχική έρευνα του Public Eye, που δημοσιεύτηκε το 2021, αλλά ιδίως μετά το σχετικό ντοκιμαντέρ του Channel 4, η εταιρεία δεσμεύτηκε να αυστηροποιήσει τους ελέγχους των συνθηκών εργασίας των προμηθευτών της και υποτίθεται ότι προέβη σε μια σειρά προγραμματισμένων και τυχαίων ελέγχων στα εργοστάσια. Παρ’ όλα αυτά, τον Μάιο του 2024 η Public Eye αποκαλύπτει ξανά σε δεύτερη έρευνα πως με βάση μια σειρά συνεντεύξεων με εργαζόμενους στα εργοστάσια, δεν έχει αλλάξει κάτι στις συνθήκες, αφού εξακολουθούν να εργάζονται γύρω στις 75 ώρες την εβδομάδα, με περίπου μια μέρα το μήνα ρεπό.

Η Shein δεν κατονομάζει τους προμηθευτές της, καθιστώντας εκ των πραγμάτων την αλυσίδα εφοδιασμού της ιδιαίτερα αδιαφανή. Επιπλέον, οι προμηθευτές που απασχoλούν εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης στη ραπτική έχουν κι αυτοί με τη σειρά τους μικρότερους προμηθευτές, με εργαζόμενους που εκτελούν πιο απλές εργασίες, όπως το κόψιμο των υφασμάτων.

Η ανεξιχνίαστη εφοδιαστική αλυσίδα

Στην πραγματικότητα, λόγω του συστήματος απευθείας αποστολής μέσω του ταχυδρομείου, δεν γνωρίζουμε ούτε ακριβώς από πού προέρχονται τα προϊόντα του Shein, ούτε τι και πόσα είναι. Και σίγουρα δεν γνωρίζουμε πού παράγονται τα φτηνά υφάσματα που χρησιμοποιούν οι προμηθευτές του. Αυτό δημιουργεί άλλο ένα πρόβλημα αδιαφάνειας: περίπου 80% του βαμβακιού στην Κίνα παράγεται στην επαρχία Σίντζιανγκ, όπου είναι γνωστό πως η καταπιεσμένη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων υποβάλλεται συχνά σε καταναγκαστική εργασία για την παραγωγή του. Ήδη το 2021 ο πρόεδρος Μπάιντεν είχε υπογράψει νόμο από άλλους 26 κινεζικούς παραγωγούς υφασμάτων που υπάρχουν υποψίες ότι χρησιμοποιούν βαμβάκι από την περιοχή. Όμως, δεν υπάρχει τρόπος να ελεγχθούν εξωτερικά τα ρούχα της Shein για το αν περιέχουν βαμβάκι που είναι προϊόν καταναγκαστικής εργασίας.

Η Shein με αριθμούς

Το 2023, η Shein ήταν η πιο «πολυκατεβασμένη» εφαρμογή στον κόσμο

Με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, το 2023 είχε 88,8 εκατ. ενεργούς χρήστες, εκ των οποίων 17,3 εκατ. στις ΗΠΑ

Τα έσοδα της Shein το 2023 άγγιξαν τα 32,5 δισ., αύξηση 43% από την προηγούμενη χρονιά

Εν όψει της πιθανής της εισόδου στο χρηματιστήριο, η αξία της εκτιμήθηκε στα 68 δισ. δολάρια

Οι περισσότεροι χρήστες της Shein (30,29%) είναι γυναίκες (63,27%) ηλικίας 25-34, ενώ ακολουθούν οι ηλικίες 35-44 (21,10%) και 18-24 (16,99%).

Εν τω μεταξύ, το τελευταίο σκάνδαλο που σείει τη Shein είναι ο εντοπισμός επικίνδυνα υψηλών επιπέδων σε τοξικές ουσίες όπως φθαλάτες, φορμαλδεΰδη και μόλυβδο, εκατοντάδες φορές υψηλότερων από το επιτρεπόμενο, σε προϊόντα όπως παιδικά παπούτσια, τσάντες και ζώνες (αντίστοιχο πρόβλημα εντοπίστηκε και σε προϊόντα της Temu).

Μια εταιρεία ρούχων, ή τέσσερα εργοστάσια λιγνίτη;

Σε μια αξιολόγηση βιωσιμότητας που έκανε η μη κερδοσκοπική εταιρεία Remake, η Shein κατάφερε να κερδίσει 0 από τους 150 πόντους, λόγω της απόλυτης αδιαφάνειας που επικρατεί γύρω από την αλυσίδα παραγωγής της. Μεσούσης της –τουλάχιστον ονομαστικής– παγκόσμιας προσπάθειας για τη δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, η Shein θεωρείται πλέον ο νούμερο ένα ρυπαίνων στη βιομηχανία της μόδας, με ετήσιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα που ξεπερνούν τις εκπομπές τεσσάρων εργοστασίων παραγωγής ενέργειας με λιγνίτη.

Οι εκπομπές της Shein αυξήθηκαν από τους 9,17 εκατομμύρια τόνους το 2022 στους 16,7 εκατομμύρια τόνους το 2023 – δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκαν και αυξήθηκαν με διπλάσιο ρυθμό από ότι ο τζίρος της εταιρείας. Έτσι, ακολουθεί αντίθετη πορεία από ό,τι άλλοι γίγαντες της βιομηχανίας μόδας, όπως το H&M και η Nike, των οποίων οι εκπομπές φαίνεται να πέφτουν παρά την αύξηση του τζίρου τους. Το 38% των εκπομπών σχετίζεται με την αποστολή των προϊόντων, που γίνεται σε όλον τον κόσμο με αεροπλάνα: μόνο τον Ιούλιο του 2024, η Shein έστελνε κάθε μέρα 900.000 δέματα στις ΗΠΑ. Βέβαια, η ίδια η εταιρεία έχει δεσμευτεί να μειώσει τις εκπομπές τις κατά 25% μέχρι το 2030 και να φτάσει τις καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050. Όμως δεν είναι μόνο οι ρύποι που βαραίνουν το περιβαλλοντικό αποτύπωμά της: κατηγορείται επίσης πως παράγει τεράστιες ποσότητες κλωστοϋφαντουργικών αποβλήτων και μικροπλαστικών.

Και σε αυτή την ήδη σύνθετη εξίσωση έρχεται να προστεθεί άλλος ένας παράγοντας: η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία συμβάλλει στη βελτιστοποίηση και επιτάχυνση του λογισμικού που χρησιμοποιεί η Shein για να υπολογίσει τι ποσότητες από κάθε ρούχο να παράξει. Κατακριτές της Shein λένε πως η επιτάχυνση της διαδικασίας παραγωγής που επιφέρει η ΑΙ μπορεί να οδηγήσει μόνο στην αύξηση των ρύπων. Στον αντίποδα, ο Πίτερ Περνό-Ντέι, επικεφαλής παγκόσμιας στρατηγικής και εταιρικών υποθέσεων της Shein, ισχυρίζεται πως η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να συμβάλει στη μείωση των αποβλήτων της εταιρείας, καθώς οδηγεί στο να παράγονται με όλο και μεγαλύτερη ακρίβεια μόνο οι ποσότητες ρούχων που πρόκειται να πωληθούν.

Και τα σκάνδαλα συνεχίζονται

Είναι γνωστό πως η Shein προσπαθεί εδώ και παραπάνω από έναν χρόνο να εξασφαλίσει τον ρόλο του μεγάλου παίκτη στις δυτικές αγορές, με το να εισαχθεί στα δυτικά χρηματιστήρια: μάλλον γι' αυτόν το σκοπό μετέφερε τα κεντρικά της στη Σιγκαπούρη, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από το αυστηρό κανονιστικό πλαίσιο της Κίνας όσον αφορά τις ξένες επιχειρήσεις. Στην προσπάθειά της να βελτιώσει την εικόνα της, ξεκίνησε μια ασυνήθιστη διαδικτυακή καμπάνια: κάλεσε μια σειρά από influencers και δημιουργούς περιεχομένου να περιηγηθούν στα εργοστάσιά της στην Κίνα, με σκοπό να δείξουν πως οι συνθήκες εργασίας είναι καλές. Πράγματι, οι influencers τράβηξαν μια σειρά από βίντεο όπου υποτίθεται ότι φαίνονται οι καλές συνθήκες παραγωγής των ρούχων, σε κατάλληλους χώρους από ευχαριστημένους εργαζόμενους. «Δεν ίδρωναν καν, εμείς ιδρώναμε!», ισχυρίστηκε η Ντεστίν Σαντάθ, μια influencer με 4 εκατομμύρια ακόλουθους στο Tiktok (το αρχικό βίντεο δεν είναι πια διαθέσιμο). Όμως, η καμπάνια κατάφερε μάλλον το αντίθετο: υπήρξε δημόσια κατακραυγή στο TikTok και οι συμμετέχοντες κατηγορήθηκαν για προπαγάνδα και έχασαν μεγάλο μέρος της δημοφιλίας τους.

Έτσι, οι προσπάθειες για εισαγωγή στο χρηματιστήριο έχουν μέχρι στιγμής υπάρξει αποτυχημένες: όσα ζητήματα φαίνεται να απασχολούν τους καταναλωτές, όπως οι αδιαφανείς πρακτικές της εταιρείας, τα «κόλπα» για την προσπέραση δασμών και φόρων, αλλά και ανησυχίες για τα προσωπικά δεδομένα των καταναλωτών και τη σχέση της εταιρείας με την κινεζική κυβέρνηση, απασχόλησαν και την πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ, η οποία μπλόκαρε τη Shein από το να εκδώσει μετοχές στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Μάλιστα, η αμερικανική κυβέρνηση ήδη από τον Σεπτέμβριο σχεδιάζει νομοθεσία για να κλείσει το «παραθυράκι» των κατακερματισμένων εισαγωγών που χρησιμοποιούν οι κινεζικές εταιρείες ηλεκτρονικού εμπορίου όπως η Shein και η Temu για να αποφύγουν τους δασμούς. Τώρα, η Shein προσπαθεί να μπει στο χρηματιστήριο του Λονδίνου, το οποίο έχει προβεί σε μια σειρά από χαλαρώσεις των κριτηρίων που πρέπει να πληρούν οι επιχειρήσεις, ως μέρος μιας προσπάθειας να αποτραπεί η φυγή κεφαλαίων από το Ηνωμένο Βασίλειο. Όμως, η πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ έχει προειδοποιήσει το Ηνωμένο Βασίλειο να μην προβεί σε μια τέτοια κίνηση, με τον ρεπουμπλικανό γερουσιαστή Μάρκο Ρούμπιο να απευθύνει προσωπική έκκλησηστον σκιώδη υπουργό Οικονομικών της Αγγλίας Τζέρεμι Χαντ, εφιστώντας την προσοχή του στα προβλήματα της Shein.

Ακόμα και αν δεν εισαχθεί στο χρηματιστήριο, η Shein θα συνεχίσει να είναι τόσο ένας καθοριστικός παίκτης στον τομέα της μόδας, όσο και ένα σύμβολο για τα μη βιώσιμα καταναλωτικά μοντέλα που κυριαρχούν σε κάθε πτυχή της ζωής μας. Κι αυτό, χάρη στις καθημερινές επιλογές εκατομμυρίων καταναλωτών.

*Ειρήνη Σωτηροπούλου

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Έχει ζήσει σε Ελλάδα, Αγγλία και Γερμανία. Άρχισε να σπουδάζει οικονομικά στο Βερολίνο αλλά το γύρισε σε φιλοσοφία και κινεζικές σπουδές. Έχει γράψει άρθρα στα dimart και Huffington Post. Ψάχνει σε απροσδόκητα μέρη μικρές και μεγάλες ιστορίες.

thessaliaeconomy.gr. Αναδημοσίευση από το συνδρομητικό Inside Story