Παράδεισος για τους εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας έχει καταστεί η ελληνική αγορά τους τελευταίους μήνες με την αποκλιμάκωση της τιμής του φυσικού αερίου στον ευρωπαϊκό κόμβο TTF. Η χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού στην Ελλάδα, από τις ακριβότερες παραδοσιακά της Ευρώπης, ακολουθεί με απόσταση την αποκλιμάκωση των τιμών ενέργειας στις ευρωπαϊκές αγορές. Αιτία οι ρυθμιστικές αποφάσεις που ελήφθησαν την περίοδο της ενεργειακής κρίσης και παραμένουν σε ισχύ, έχοντας προσθέσει κόστος στο φυσικό αέριο και ως εκ τούτου και στην ηλεκτροπαραγωγή από φυσικό αέριο.

Μόνο από το τέλος 5% επί της τιμής του φυσικού αερίου που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, που επιβλήθηκε μέσα στην ενεργειακή κρίση, το κόστος του φυσικού αερίου για τις εγχώριες μονάδες ηλεκτροπαραγωγής αυξήθηκε κατά 2 ευρώ/mwh και πρόσθεσε στην τιμή της παραγόμενης ηλεκτρικής μεγαβατώρας 4 ευρώ.

Η τιμή του φυσικού αερίου στην εγχώρια αγορά και μάλιστα για όλες τις χρήσεις (όχι μόνο στην ηλεκτροπαραγωγή) από τις αρχές του έτους επιβαρύνθηκε με επιπλέον 2,5 ευρώ/mwh, ποσό που αντιστοιχεί στο τέλος ασφάλειας εφοδιασμού που επιβλήθηκε για να καλύψει το κόστος των έκτακτων μέτρων που ελήφθησαν πέρυσι για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Τα 2,5 ευρώ/mwh στην τιμή του φυσικού αερίου, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, προσθέτουν 5 ευρώ κόστος στην παραγόμενη ηλεκτρική μεγαβατώρα. Εν συνόλω τα δύο αυτά τέλη έχουν επιβαρύνει την τιμή του φυσικού αερίου για ηλεκτροπαραγωγή κατά 4,5 ευρώ/ MWH και τη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος από τις αρχές του έτους κατά 9 ευρώ/mwh.

Πρόκειται για μέτρα που προκαλούν ευρύτατες στρεβλώσεις στην αγορά ενέργειας καθώς αφενός αυξάνουν τις τιμές ρεύματος και αφετέρου πριμοδοτούν τις εισαγωγές εις βάρος της λειτουργίας και της βιωσιμότητας των εγχώριων μονάδων φυσικού αερίου που είναι απαραίτητες για την ομαλή λειτουργία και ευστάθεια του συστήματος. Μένοντας εκτός λειτουργίας οι μονάδες φυσικού αερίου επιβαρύνονται και με κόστη είτε από ακυρώσεις προγραμματισμένων φορτίων LNG είτε με κόστη από ρήτρες take or pay στα μακροπρόθεσμα συμβόλαια με τους προμηθευτές τους.

Η συμμετοχή των εισαγωγών στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής από 8% το 2022, τον Ιανουάριο του 2023 εκτοξεύθηκε στο 29%, τον Φεβρουάριο στο 20%, τον Μάρτιο στο 24% και τον Απρίλιο στο 23%. Αντιστοίχως το μερίδιο του φυσικού αερίου από 39% το 2022, τον Ιανουάριο του 2023 μειώθηκε στο 20%, τον Φεβρουάριο στο 24% και τον Μάρτιο όπως και τον Απρίλιο στο 23%. Και βέβαια η υποχώρηση του μεριδίου του φυσικού αερίου στο μείγμα ηλεκτροπαραγωγής θα αποτελούσε ευχάριστη εξέλιξη εάν υποκαθίστατο από ΑΠΕ και όχι από εισαγωγές ενέργειας που παράγεται σε γειτονικές χώρες από μονάδες παλαιότερης τεχνολογίας με μεγαλύτερες εκπομπές ρύπων. Αντιθέτως οι αυξημένες εισαγωγές σε περιόδους χαμηλής ζήτησης όπως η τρέχουσα θέτουν εκτός συστήματος και σημαντική παραγωγή ΑΠΕ καθώς οι απότομες αυξομειώσεις τους μπορεί να προκαλέσουν σοβαρές ανισορροπίες στην ευστάθεια του συστήματος και στην ομαλή λειτουργία του.

Την περασμένη Κυριακή για παράδειγμα, σύμφωνα με τα όσα μεταφέρουν στην «Κ» αρμόδια στελέχη του ΑΔΜΗΕ, από σχεδόν μηδενικές εισαγωγές κάποια στιγμή το απόγευμα μπήκαν απότομα στο σύστημα 1600 MWH προκαλώντας μεγάλη ανισορροπία. Η ευστάθεια του συστήματος διασφαλίστηκε με περικοπές φορτίων ΑΠΕ κυρίως παραγωγής από αιολικά που λόγω των ανέμων συνέχισαν να έχουν υψηλή απόδοση. Μικρότερης εμβέλειας περικοπές «πράσινων» κιλοβατωρών είχαν πραγματοποιηθεί και νωρίτερα την Κυριακή γύρω στις 12 το μεσημέρι, καθώς τα φορτία ήταν χαμηλά και οι ΑΠΕ συμμετείχαν στο μείγμα το Σαββατοκύριακο με ποσοστό άνω του 62%. Ωστόσο το Σάββατο οι εισαγωγές ήταν περιορισμένες και έτσι δεν χρειάστηκε να γίνουν περικοπές στην παραγωγή των ΑΠΕ.

Με την αύξηση της ζήτησης από τον Ιούνιο που ανεβαίνει η θερμοκρασία εκτιμάται ότι τα προβλήματα ευστάθειας από τον συνδυασμό υπερπαραγωγής ΑΠΕ και εισαγωγών θα περιοριστούν. Το ζήτημα των τιμών ωστόσο δεν αντιμετωπίζεται χωρίς ρυθμιστικές παρεμβάσεις, σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς.

Η τιμή στη χονδρεμπορική αγορά ρεύματος από τα 146 ευρώ/mwh χθες υποχώρησε σήμερα στα 138,72 ευρώ/mwh, που είναι μαζί με την Ιταλία τα υψηλότερα στην ευρωπαϊκή αγορά. Στις αγορές, βόρεια των συνόρων της χώρας, οι τιμές διαμορφώνονται από 99 έως 101 ευρώ/mwh και στη Γαλλία στα 100,44 ευρώ, στο Βέλγιο στα 104,24 και στη Γερμανία στα 94,64 ευρώ/mwh.

Χρύσα Λιάγγου, Καθημερινή