Πρωτοφανής πίεση στη γαλακτοβιομηχανία από την εκτίναξη όλων των στοιχείων κόστους, την ώρα που η κατανάλωση συμπιέζεται διαρκώς. Χαμένοι και οι κτηνοτρόφοι από την τεράστια αύξηση στο κόστος των ζωοτροφών.
«Μείωση της κατανάλωσης, αύξηση των τιμών, πωλήσεις των επιχειρήσεων επί ζημία, είναι το απόλυτο αδιέξοδο. Αυτή την κατάσταση δεν την έχω ξανασυναντήσει ποτέ», έλεγε, μιλώντας προς το BD με απόγνωση, ο πρόεδρος του ΣΕΒΓΑΠ κ. Χρήστος Αποστολόπουλος.
«Το γάλα κινδυνεύει να γίνει φυσικό αέριο», παρατηρούσε κορυφαίος επιχειρηματίας του κλάδου των γαλακτοκομικών προϊόντων, σημειώνοντας ότι ήδη στην Ολλανδία ανακοινώθηκε η τιμή παραγωγού του γάλακτος, θα ανέλθει από αύριο στα 61,2 λεπτά/κιλό από 60 λεπτά που ήταν τον Αύγουστο και συμπλήρωσε «δεν μπορούμε άλλο να επιδοτούμε την κατανάλωση και να απορροφούμε τις κοστολογικές επιβαρύνσεις, αυτό μπορεί να γίνει για ένα μήνα, δύο ή τρεις μήνες, όχι όμως συνέχεια. Ό,τι παράγεται στην Ελλάδα το απορροφούμε».
Φαίνεται, πάντως, πως η τακτική που ακολουθείται από μεγάλες εταιρείες του κλάδου στη διαχείριση της κρίσης, που είναι πρωτοφανής κι όχι μόνο για τα ελληνικά δεδομένα, είναι να διατηρήσουν μία ισορροπία, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη το περιβάλλον, ανάμεσα στις κοστολογικές επιβαρύνσεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς είναι υπερβολικές, στην ανάγκη μιας –συρρικνούμενης– κερδοφόρας λειτουργίας και στη μείωση της κατανάλωσης. Ισορροπία προφανώς δύσκολη, αλλά κάθε τι άλλο το θεωρούν καταστροφικό.
Εν τω μεταξύ, σε αντίστοιχη πορεία με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης κινείται και η ελληνική αγορά. Η τιμή παραγωγού του αγελαδινού γάλακτος έχει υπερβεί κατά πολύ τα 50 λεπτά το κιλό και δεν απέχει πολύ από τις υψηλές τιμές της Γερμανίας ή της Ολλανδίας. Και τούτο συμβαίνει ενώ η κατανάλωση συνεχίζει να συρρικνώνεται.
Παρά το γεγονός ότι στο επτάμηνο, σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, υπάρχει μία μικρή ανακοπή στον ρυθμό μείωσης, πηγές της αγοράς θεωρούν ότι πρόκειται για συγκυριακό φαινόμενο που οφείλεται στο υπερβάλλον τουριστικό κύμα της περιόδου και προσθέτουν πως από τον Σεπτέμβριο θα φανεί το πραγματικό μέγεθος της εγχώριας κατανάλωσης.
Με βάση λοιπόν αυτά τα στοιχεία, η κατανάλωση λευκού αγελαδινού γάλακτος μειώθηκε στο διάστημα Ιανουαρίου – Ιουλίου κατά 5,5%, ενώ η αξία των πωλήσεων αυξήθηκε κατά 0,6% έναντι του αντίστοιχου διαστήματος του 2021. Η κατηγορία που έχει τη μεγαλύτερη πτώση είναι του παστεριωμένου γάλακτος με 6,9% και παράλληλη μείωση της αξίας των πωλήσεων κατά 2,4%, το υψηλής παστερίωσης και το εβαπορέ, αν και έχουν μείωση της κατανάλωσης κατά 4,3% και 4,6% αντίστοιχα, ωστόσο διασώζουν τις πωλήσεις τους με αύξηση 2,2% και 3,3% αντίστοιχα.
Τα πράγματα είναι δύσκολα, επίσης και στην κατηγορία του γιαουρτιού, όπου η αγορά συρρικνώθηκε κατά 7,3%, ενώ οι πωλήσεις της αυξήθηκαν μόνο κατά 0,2%. Και τούτο παρά το γεγονός ότι πολλές εταιρείες αντί να αυξήσουν την τιμή ή να σταματήσουν την προσφορά «2+1», που θα «χτυπούσε» στον καταναλωτή, προχώρησαν σε μείωση της παρεχόμενης ποσότητας –στα 150 γραμμάρια-, ενώ το μέγεθος της συσκευασίας παραμένει το ίδιο.
Θα περίμενε όμως κανείς πως οι κτηνοτρόφοι με την άνοδο των τιμών θα βρίσκονταν σε κάπως καλύτερη θέση. Δεν υπάρχει ψευδέστερη διαπίστωση. Όπως αναφέρει ο κ. Αποστολόπουλος, υπάρχει τεράστιο πρόβλημα με τις συνεχείς ανατιμήσεις που παρατηρούνται στις ζωοτροφές από τις αρχές του 2021. Όπως εξηγεί, πολύ προ της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι τιμές των ζωοτροφών είχαν αρχίσει να απογειώνονται λόγω της ξηρασίας σε διάφορες περιοχές και της ανάπτυξης της κτηνοτροφίας στην οποία έχει προχωρήσει η Κίνα, η οποία απορρόφησε πέρυσι και συνεχίζει να απορροφά μεγάλες ποσότητες ζωοτροφών. Έτσι λοιπόν έχει μειωθεί κατά 5% η εγχώρια παραγωγή αγελαδινού γάλακτος.
Όμως, η οικονομική καχεξία των νοικοκυριών έχει αλλάξει και τα δεδομένα της αγοράς. Σύμφωνα με έγκυρες πηγές, τα επώνυμα προϊόντα έχουν μείωση του όγκου των πωλήσεων που υπερβαίνει το 10%, εν αντιθέσει με τις υψηλές αντοχές που επιδεικνύουν λόγω τιμής τα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, τα οποία κινούνται στη «μεθόριο» του 1,12 ευρώ το λίτρο –τα επώνυμα και ανάλογα με την κατηγορία και την εταιρεία έχουν διαφορά τιμής μεγαλύτερη από 25 λεπτά το λίτρο.
Παράλληλα, οι βιομηχανίες εκτός από την άμεση επιβάρυνση στο ενεργειακό κόστος που έχουν δεχθεί, έχουν αυξημένο κόστος μεταφοράς –κυρίως λόγω των καυσίμων και όχι μόνο– και αντιμετωπίζουν ένα ακόμη πρόβλημα με τις ανατιμήσεις των υλικών συσκευασίας -η αύξηση των τιμών τους πλησιάζει το 100%!
Κι ενώ αυτή είναι η κατάσταση στην αγορά του αγελαδινού γάλακτος, τα πράγματα δεν είναι καθόλου ρόδινα και στην αγορά του αιγοπρόβειου γάλακτος. Συγκεκριμένα, η τιμή παραγωγού του γίδινου γαλακτος κινείται στα 70 – 80 λεπτά το κιλό, ενώ του πρόβειου κινείται στα 1,35 με ένα 1,40 ευρώ/κιλό. Εδώ και αρκετό καιρό η τιμή της φέτα βρίσκεται στο «όριο» των 10 ευρώ το κιλό και οι προσφορές των αλυσίδων σούπερ μάρκετ είναι περί τα 8 ευρώ το κιλό, όσο ήταν δηλαδή η τιμή της στο πρόσφατο παρελθόν.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η συνολική αγορά των τυροκομικών προϊόντων έχει μειωθεί κατά 5,9%, αλλά αντιθέτως η αξία των πωλήσεων της αυξήθηκε κατά 6,2%, στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου. Βέβαια η κατηγορία του λευκού τυριού, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αφορά στη φέτα έχασε 5,9% σε όγκο, ενώ αντιθέτως οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 7,6%, ενώ η αγορά των κίτρινων τυριών, που στη συντριπτική της πλειοψηφία παράγεται μόνο από αγελαδινό γάλα, έχασε 5,8% -οι τιμές τους είναι χαμηλότερες της φέτας- και οι πωλήσεις της αυξήθηκαν κατά 5,5%.
Δημήτρης Χαροντάκης businessdaily.gr