Ενώπιον μιας νέας γενιάς ζημιογόνων δημοσίων έργων, πτωχευμένων εταιρειών και εγκαταλελειμμένων εργοταξίων βρίσκεται ο κατασκευαστικός κλάδος, εξαιτίας της απότομης αύξησης των τιμών των υλικών κατασκευής.
Ενώπιον μιας νέας γενιάς ζημιογόνων δημοσίων έργων, πτωχευμένων εταιρειών και εγκαταλελειμμένων εργοταξίων βρίσκεται ο κατασκευαστικός κλάδος, εξαιτίας της απότομης αύξησης των τιμών των υλικών κατασκευής. Πρόκειται για ένα ζήτημα, το οποίο φορείς του κλάδου ζητούν να αντιμετωπιστεί από το υπουργείο Υποδομών με τη διαδικασία του κατεπείγοντος, ήδη από τις αρχές του έτους, ωστόσο μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει κάποια σχετική πρωτοβουλία.
Οπως εξηγούν στην «Καθημερινή» στελέχη του κλάδου, μόνο τους τελευταίους έξι μήνες, η τιμή του σιδήρου αυξήθηκε κατά 50%. Αντίστοιχα ποσοστά μεγάλων αυξήσεων, που κυμαίνονται από 15% και μέχρι 75%, παρατηρούνται και σε άλλα κρίσιμα υλικά, όπως ο χαλκός, τα αλουμίνια, τα χαλύβδινα στηθαία ασφαλείας, τα ηλεκτρολογικά καλώδια και το τσιμέντο. Επίσης, οι τιμές του πετρελαίου έχουν αυξηθεί κατά περίπου 20%, εξέλιξη που έχει συμπαρασύρει προς τα πάνω και σειρά υλικών που συνδέονται με αυτό, όπως οι πλαστικοί σωλήνες και ασφαλώς τα ασφαλτικά προϊόντα.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό έγκειται στα «απόνερα» της πανδημίας, καθώς η διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας έχει οδηγήσει σε έλλειψη υλικών, τη στιγμή ακριβώς που αυξάνεται η ζήτηση λόγω της επανεκκίνησης της παγκόσμιας οικονομίας. Ετσι, οι τιμές των υλικών παρουσιάζουν αυτήν την έντονα ανοδική πορεία.
Απόρροια της εξέλιξης αυτής είναι να έχει αυξηθεί κατακόρυφα το κόστος εκτέλεσης πολλών έργων υποδομής, καθώς οι προϋπολογισμοί και οι προσφορές που έχουν δοθεί δεν έχουν υπολογίσει τέτοιες διακυμάνσεις στο κόστος των υλικών και, παράλληλα, δεν επιτρέπουν την εκ των υστέρων αναθεώρησή τους. Ταυτόχρονα, μια αναδρομική αναθεώρηση κρίνεται προβληματική, με δεδομένο ότι ουσιαστικά αλλάζουν οι όροι του διαγωνισμού κι επομένως επιτρέπουν και σε ανταγωνιστές μειοδότες να προσφύγουν στη Δικαιοσύνη.
Ως εκ τούτου, στελέχη του κλάδου εισηγούνται στην κυβέρνηση να προχωρήσει σε αναθεώρηση του τιμοκαταλόγου των υλικών, ο οποίος δεν έχει ανανεωθεί από το 2015. Με τον τρόπο αυτό, θα διασφαλιστεί ότι τουλάχιστον τα έργα που θα προκηρυχθούν στο άμεσο μέλλον θα είναι τιμολογημένα σωστά. Εν τω μεταξύ, είναι τέτοιες οι διαφορές στις τιμές, ώστε να απειλείται και η ευόδωση διαγωνισμών που «τρέχουν» ήδη. Οπως τονίζει στην «Κ», ο πρόεδρος του ΣΑΤΕ, Γιώργος Βλάχος, «υπάρχουν εταιρείες που έχουν δώσει προσφορές το 2018 και το 2019 χωρίς να έχουν ολοκληρωθεί ακόμη οι διαδικασίες υπογραφής των συμβάσεων. Στο πλαίσιο αυτό, ορισμένοι συνάδελφοι σκέφτονται σοβαρά να αποσύρουν τις προσφορές τους, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα υποστούν σοβαρή ζημία». Ταυτόχρονα, πολλοί διαγωνισμοί που βρίσκονται στο στάδιο της εκδήλωσης ενδιαφέροντος, δεν πρόκειται να προσελκύσουν προσφορές και θα κηρυχθούν άγονοι, επειδή οι τιμές των υλικών είναι με βάση τα τιμολόγια του 2015, που δεν έχουν καμία σχέση με το σήμερα.
Το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο σε δημόσια έργα, είτε του υπουργείου Υποδομών είτε των δήμων και των περιφερειών. Αντιθέτως, σε έργα ΣΔΙΤ και έργα παραχώρησης, υπάρχουν σχετικές προβλέψεις, με αποτέλεσμα να είναι ευκολότερη η διαχείριση του σημερινού προβλήματος. Παράλληλα, οι μεγαλύτερες εταιρείες έχουν τη δυνατότητα, έστω και αν υφίστανται και αυτές οικονομική πίεση, να διαχειριστούν την κατάσταση, δεδομένων και των οικονομιών κλίμακας. Στον αντίποδα, οι μικρότερες εταιρείες αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας, καθώς το ζήτημα αυτό έρχεται σε συνέχεια μιας από τις πιο δύσκολες περιόδους για τον κλάδο.
Η επανεκκίνηση της οικονομίας έχει εκτινάξει τη ζήτηση για οικοδομικά υλικά, με αποτέλεσμα να καταγράφονται ελλείψεις και οι τιμές να ανεβαίνουν.
Νίκος Χ. Ρουσάνογλου Καθημερινή