Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το ενήμερο χαρτοφυλάκιο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να φτάσει τα 160 ή ακόμα και τα 180 δισ. ευρώ από τα 112 δισ. ευρώ όπου βρίσκεται σήμερα, προκειμένου οι τράπεζες να επιτελέσουν τον ρόλο τους στην ανάπτυξη της οικονομίας.
Μπορεί οι χορηγήσεις νέων επιχειρηματικών δανείων να διαμορφώθηκαν στο ποσό-ρεκόρ των 4,2 δισ. το α΄ εξάμηνο, αλλά η πιστωτική επέκταση δεν συμβαδίζει με παράλληλη διεύρυνση των αξιόχρεων επιχειρήσεων. Η πλειονότητα –υπολογίζεται στο 80%– παραμένει εκτός τραπεζικού συστήματος και οι επιχειρήσεις που έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό, σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, δεν ξεπερνούν τις περίπου 50.000.
Αυτές είναι το έπαθλο των τραπεζών στην προσπάθειά τους να αυξήσουν τις χρηματοδοτήσεις και να βγουν στο ξέφωτο της κερδοφορίας και, όπως δηλώνουν αρμόδια τραπεζικά στελέχη, «ο ανταγωνισμός μεταξύ των τραπεζών για μια θέση στην υγιή επιχειρηματικότητα το τελευταίο εξάμηνο έχει ξεφύγει από κάθε έλεγχο και έχει γίνει αδυσώπητος». Δεν είναι τυχαίο ότι σε περιβάλλον ανόδου των επιτοκίων, τα spreads των ελληνικών τραπεζών για νέα δάνεια –και όχι για τα υφιστάμενα υπόλοιπα που αυξάνονται λόγω των κλειδωμένων spreads και της ανόδου του euribor– μειώνονται και παρά την άνοδο στο κόστος χρήματος, οι τράπεζες διαγκωνίζονται για το ποιος θα πάρει τον καλό πελάτη.
Πρόκειται για επιχειρήσεις που εμφανίζουν υγιή στοιχεία και μπορούν να στηρίξουν επιχειρηματικά σχέδια και πρωτοβουλίες και να σταθούν έτσι αξιόπιστα μπροστά στον τραπεζικό γκισέ για να διεκδικήσουν δάνειο. Κάτω από αυτές τις περίπου 50.000 υπάρχουν άλλες 200.000 επιχειρήσεις που λόγω δυσμενών οικονομικών στοιχείων είτε αποφεύγουν να δανειστούν είτε απορρίπτονται από τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να διεκδικήσουν τραπεζικό δάνειο.
«Δυστυχώς οι τράπεζες είναι το μοναδικό κανάλι δανεισμού και σε λίγο καιρό με την παρουσία των fintech θα κυνηγάνε τον πελάτη με το ντουφέκι», επεσήμανε με έμφαση ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης την προηγούμενη εβδομάδα, θέλοντας να τονίσει την ανάγκη διεύρυνσης της δεξαμενής των αξιόχρεων (bankable) επιχειρήσεων. Σε ειδική παρουσίαση του έργου της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και των νέων χρηματοδοτικών εργαλείων που σχεδιάζει, ο κ. Τσακίρης υπεραμύνθηκε της ανάγκης παρέμβασης της πολιτείας με νέα εργαλεία εκεί που η τραπεζική αγορά «αποτυγχάνει» (market failure), υπογραμμίζοντας ότι στόχος «είναι να αυξήσουμε την περίμετρο των αξιόχρεων επιχειρήσεων από τις 40.00050.000 που είναι σήμερα στις 80.000 ή τις 100.000». «Αν το καταφέρουμε θα έχουμε κάνει ένα σημαντικό βήμα στην προσπάθειά μας να ενισχύσουμε την επιχειρηματικότητα», συμπλήρωσε, εντοπίζοντας το πρόβλημα στον κατακερματισμό του ελληνικού επιχειρείν σε πολύ μικρές επιχειρήσεις.
Η σημασία του να αυξηθεί η δεξαμενή των προς χρηματοδότηση επιχειρήσεων είναι επιτακτική και για τις ίδιες τις τράπεζες στην προσπάθειά τους να επιτύχουν τους επιχειρησιακούς στόχους που έχουν δεσμευθεί έναντι των μετόχων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της ΤτΕ, όπως διατυπώθηκαν πρόσφατα από τον γενικό διευθυντή Προληπτικής Εποπτείας και Εξυγίανσης Σπύρος Παντελιά, το ενήμερο χαρτοφυλάκιο του ελληνικού τραπεζικού συστήματος θα πρέπει να φτάσει τα 160 ή ακόμα και τα 180 δισ. ευρώ από τα 112 δισ. ευρώ όπου βρίσκεται σήμερα, προκειμένου να επιτελέσουν τον ρόλο τους στην ανάπτυξη της οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2009 και πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης τα δάνεια του ιδιωτικού τομέα είχαν φτάσει τα 250 δισ. ευρώ –από τα οποία τα 130 δισ. ευρώ σε επιχειρήσεις έναντι μόλις 68 δισ. ευρώ σήμερα– και παρά το γεγονός ότι υπήρχαν θύλακοι υπερχρέωσης, η ελληνική οικονομία δεν εμφάνιζε υψηλά ποσοστά μόχλευσης όπως άλλες αγορές που κατέρρευσαν την περίοδο εκείνη.
Το πρόβλημα στη διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας που μετράει 850.000 ΑΦΜ, αλλά που μόλις οι 50.000 θεωρούνται αξιόχρεοι, είναι γνωστό και έχει επισημανθεί πολλές φορές στον δημόσιο διάλογο. Πρόκειται για περίπου 500 μεγάλες επιχειρήσεις με βάση τον κοινοτικό ορισμό, άλλες 4.500 μεσαίες και άλλες 45.000 μικρές. Από εκεί και κάτω υπάρχει το χάος των πολύ μικρών και των ελεύθερων επαγγελματιών με περίπου 1,7 μέσο όρο αριθμού εργαζομένων, που σύμφωνα με τις τράπεζες, έχουν φτωχά οικονομικά στοιχεία και βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος, ενώ άλλοι 150.000 ΑΦΜ θεωρούνται ανενεργοί.
Ευγενία Τζώρτζη Καθημερινή