Η προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς του Βόλου ήταν θέμα αρχής για το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, που ιδρύθηκε το 1984 και τέσσερα χρόνια αργότερα υποδέχτηκε τους πρώτους φοιτητές του.
Η διοικούσα επιτροπή, χάρη στην καθοριστική παρουσία του Παντελή Λαζαρίδη, αξιοποίησε τα «νεκρά» από χρόνια βιομηχανικά κουφάρια με βάση ένα ρυθμιστικό σχέδιο που προέβλεπε τη σταδιακή ανακαίνισή τους για την κάλυψη των συνεχώς αυξανόμενων διδακτικών αναγκών, συμβάλλοντας παράλληλα στην αναζωογόνηση του οικιστικού ιστού της νύμφης του Παγασητικού.
Χωριό με μόλις 5.000 κατοίκους, κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής ο Βόλος βρισκόταν κάτω από την ασφυκτική παρουσία των πλούσιων οικισμών του Πηλίου, οι οποίοι γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη χάρη στα προνόμια που είχαν αποσπάσει από τον σουλτάνο.
Από το 1881, με την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, η πόλη άρχισε να αλλάζει πρόσωπο με ραγδαίους ρυθμούς, κυρίως χάρη στο λιμάνι της.
Οι πρώτες μικρές βιοτεχνίες είχαν κάνει την εμφάνισή τους λίγο πριν, αλλά το 1883 καταγράφεται η πρώτη παραγωγική μονάδα και μάλιστα σιδηροβιομηχανίας.
Η καπνοβιομηχανία
Τα τσιγαράδικα γνώρισαν ιδιαίτερη ανάπτυξη και ήδη λειτουργούσαν περίπου 30 μικρές μονάδες κατεργασίας καπνού και παραγωγής τσιγάρων.
Το μεγαλύτερο μέρος της διαδικασίας γινόταν με τα χέρια και με τα «χαβάνια», τις πρωτόγονες μηχανές κοπής των φύλλων. Η μεγάλη αλλαγή ήρθε το 1890, με την ίδρυση του πρώτου εργοστάσιου από τον Νικόλαο Ματσάγγο (1853-1927), γόνο εύπορης οικογένειας από το Κατηχώρι. Λίγα χρόνια αργότερα παρέδωσε τη σκυτάλη στα παιδιά του, Γιάννη και Κώστα, που έβαλαν τα θεμέλια της βιομηχανίας των αδελφών Ματσάγγου. Προχώρησαν στην επέκταση των εγκαταστάσεων και το 1910 έφεραν από την Αμερική την πρώτη στην Ελλάδα μηχανή για την παραγωγή τσιγάρων. Γρήγορα έφεραν και δεύτερη, ενώ επεκτάθηκαν και σε μονάδες κουτιών και εκτύπωσης.
Το 1930 η παραγωγή έφτανε τα 60.000 προϊόντα τον μήνα, που εκτοξεύτηκε στα 160.000 κιλά λίγο πριν από την κήρυξη του πολέμου.
Στην Κατοχή, παρά τις ζημιές από τους βομβαρδισμούς, συνέχισε την παραγωγή και το 1948 ήταν η μεγαλύτερη καπνοβιομηχανία της χώρας, με 1.850 εργαζόμενους, κυρίως γυναίκες.
Η αντίστροφη μέτρηση όμως είχε ήδη ξεκινήσει με τον θάνατο των δύο αδελφών και οι σεισμοί του 1955 έδωσαν τη χαριστική βολή στην επιχείρηση.
Για ένα μικρό διάστημα οι εγκαταστάσεις νοικιάστηκαν στη Συνεταιριστική Ενωση Καπνοπαραγωγών Ελλάδας (ΣΕΚΕ), αλλά πάλι δεν κατάφερε να ορθοποδήσει και βγήκε σε πλειστηριασμό, για να καταλήξει στο δημόσιο.
Δεν απέδωσαν ούτε οι προσπάθειες της ΕΤΒΑ, που ανέλαβε την επιχείρηση το 1965 και επτά χρόνια αργότερα μπήκε το οριστικό λουκέτο.
Το συγκρότημα καλύπτει δύο οικοδομικά τετράγωνα, που ορίζονται από τις οδούς Παύλου Μελά, 28ης Οκτωβρίου, Μακεδονομάχων και Ερμού. Αποτελείται από πέντε κτίρια, που κατασκευάστηκαν διαφορετικές εποχές, με διαφορετικές γραμμές και κυρίως τεχνικές, γι' αυτό θεωρείται «εγκυκλοπαίδεια» για τη βιομηχανική αρχιτεκτονική και έχει κηρυχτεί διατηρητέο σύνολο με απόφαση του 2003.
Το πρώτο είναι πετρόκτιστο και διώροφο. Το 1918 προστέθηκαν τα μεγάλα κτίρια προς την οδό Π. Μελά, που χαρακτηρίζεται από τη «γρηπίδα», την οριζόντια προεξοχή στην πλάκα του δευτέρου ορόφου, όπως αναφέρει ο αρχιτέκτων και καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας Κώστας Αδαμάκης στο βιβλίο του «Τα βιομηχανικά κτίρια του Βόλου».
Δίνει έμφαση στην νεότερη κατασκευή (1925) προς την οδό Ερμού, με την κυκλική απόληξη, με πολλά στοιχεία νεοκλασικού στιλ, που το κάνει να ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα κτίρια.
Η τελευταία προσθήκη ολοκληρώθηκε το 1937 και βρίσκεται στην πλευρά της 28ης Οκτωβρίου. Είναι τριώροφο, αλλά στη συνέχεια αποκτά τέταρτο όροφο, χάρη στο οποίο περνά πάνω από την οδό Σωκράτους για να ενωθεί με το απέναντι κτίριο, δημιουργώντας μια στοά. Αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα της βιομηχανικής, εξ ορισμού λιτής αρχιτεκτονικής του Μεσοπόλεμου και χαρακτηρίζεται από το μεγάλο ύψος και τα εσωτερικά ανοίγματα.
Καλύπτει 3.700 τετραγωνικά και επιλέχτηκε για να στεγάσει το Τμήμα Οικονομικών Σπουδών του πανεπιστημίου που χρησιμοποιούσε νοικιασμένους χώρους.
Η μελέτη διέπεται από την αρχή των ήπιων παρεμβάσεων που αρμόζει σε διατηρητέα κτίρια. Οι εξωτερικές όψεις αποκαταστάθηκαν στην αρχική τους μορφή, ενώ προς την πλευρά του ακάλυπτου χώρου στήθηκε μια μεταλλική κατασκευή που έχει διπλή αποστολή: ενσωματώνει τα κλιμακοστάσια ασφαλείας και προστατεύει τη δυτική πλευρά από τον ήλιο.
Στο εσωτερικό διαθέτει τρία αίθρια που εξασφαλίζουν άπλετο φυσικό φωτισμό και αερισμό. Διαθέτει 13 αίθουσες διδασκαλίας, με συνολική επιφάνεια 990 τετραγωνικά και ένα αμφιθέατρο με 140 θέσεις.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη μείωση των ενεργειακών αναγκών και τη φύτευση που δεν έχει μόνον διακοσμητικό ρόλο.
Λίγο μετά τη λειτουργία του, τον περασμένο Οκτώβριο, το κτίριο διακρίθηκε στον διαγωνισμό αρχιτεκτονικού έργου που οργανώνει κάθε δύο χρόνια ο Πανελλήνιος Σύλλογος Αρχιτεκτόνων. (ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ)
1. Στοά Ματσάγγου
Η οδός Σωκράτους που χώριζε αλλά και ένωνε το βιομηχανικό συγκρότημα έχει πολιτογραφηθεί ως στοά Ματσάγγου. Η εικόνα της εγκατάλειψης ανήκει οριστικά στο παρελθόν. Εχει πεζοδρομηθεί από χρόνια και από τον περασμένο Σεπτέμβριο, μαζί με τους χώρους του Οικονομικού Τμήματος, έγινε το εναλλακτικό στέκι για φοιτητές και διδάσκοντες. Πρόκειται για το φοιτητικό κυλικείο που έβγαλε τα τραπεζάκια του έξω...
2. Χάθηκε για πάντα
Δίπλα στο βιομηχανικό συγκρότημα, που βρίσκεται στο κέντρο του Βόλου, υπήρχε η κατοικία της οικογένειας Ματσάγγου. Το τριώροφο αρχοντικό βρισκόταν προς την πλευρά της Παύλου Μελά. Στους σεισμούς του 1955 έμεινε αλώβητος μόνον ο πρώτος όροφος. Ανήκει στον δήμο, που το κατεδάφισε το 2007, πριν προλάβει να χαρακτηριστεί διατηρητέο.
3. Πρόνοια
Το 1927 οι αδελφοί Ματσάγγου είχαν κάνει τη διαφορά δημιουργώντας το ταμείο πρόνοιας προσωπικού, το οποίο με μικρή παρακράτηση από τους μισθούς παρείχε ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για μια δεκαετία έως την ίδρυση του ΙΚΑ. Μέσα στην επιχείρηση λειτουργούσε ιατρείο, εστιατόριο και χώρος για γυμναστική.
Χαρά Τζαναβάρα (Εφημερίδα των Συντακτών)