Δραστική βελτίωση στα οικονομικά αποτελέσματα των μεγάλων Eλλήνων παραγωγών βιομηχανικών μετάλλων και επεξεργασμένων προϊόντων τους διαμορφώνει το διεθνές περιβάλλον σύμφωνα με την Καθημερινή, μια εικόνα που χαρακτηρίζεται από μειωμένη προσφορά παγκοσμίως και αυξημένη ζήτηση.
Σε αυτό το περιβάλλον ο απόλυτα καθετοποιημένος βραχίονας μεταλλουργίας της Mytilineos απολαμβάνει ιστορικά υψηλά περιθώρια κέρδους στο αλουμίνιο, ωφελούμενος περαιτέρω και από τα περιβαλλοντικά φιλικά χαρακτηριστικά της ενέργειας που χρησιμοποιεί στην παραγωγή. Σημαντική ενίσχυση αναμένεται να παρουσιάσουν και τα αποτελέσματα του βραχίονα της χαλυβουργίας της Viohalco του ομίλου Στασινόπουλου, με το συγκρότημα Σιδενόρ / Sovel να εκτιμάται από την αγορά πως σημειώνει πλέον εύρωστη κερδοφορία μετά τις προηγούμενες ζημιογόνες χρήσεις. Ομοίως βελτιωμένες είναι, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, και οι επιδόσεις της «Χαλυβουργίας Ελλάδος» του ομίλου Ν. Μάνεση στο Βόλο, δίδοντας βαθιά ανάσα στα οικονομικά του ομίλου αλλά και αισιοδοξία για τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
• Χάλυβας. Η μεγάλη άνοδος των τιμών του χάλυβα διεθνώς έχει και σε αυτή την περίπτωση βελτιώσει τα περιθώρια κέρδους. Τον Μάρτιο του 2020, πριν από την πανδημία, οι τιμές του χάλυβα διαπραγματεύονταν μεταξύ 500 και 800 δολαρίων ο τόνος και τώρα διαπραγματεύεται στα 1.800 δολάρια. Πολλοί που εμπλέκονται στην αγορά δεν βλέπουν μείωση της τιμής τουλάχιστον μέχρι το 2022. Κατά τους πρώτους μήνες της πανδημίας, πολλά χαλυβουργεία διέκοψαν την παραγωγή με την υπόθεση ότι ο κόσμος οδεύει προς μια βαθιά ύφεση. Ωστόσο, η μείωση της ζήτησης σιδηρομεταλλεύματος και χάλυβα δεν κράτησε πολύ. Αρκετά νωρίς στην πανδημία υπήρξε αλλαγή στα πρότυπα κατανάλωσης, και οι άνθρωποι αντί να πηγαίνουν διακοπές ή να πληρώνουν για εμπειρίες αγόραζαν προϊόντα έντασης χάλυβα, όπως καινούργια αυτοκίνητα, οικιακές συσκευές κ.ο.κ. Αυτό προκάλεσε πολύ μεγαλύτερη ζήτηση από την αναμενόμενη στη βιομηχανία χάλυβα. Σε συνδυασμό με μια πολύ περιορισμένη προσφορά λόγω του κλεισίματος πολλών χαλυβουργείων, οδήγησε στην εκτίναξη της τιμής του.
Ωστόσο η εγχώρια αγορά χάλυβα που αφορά τον παραγόμενο από τις ελληνικές χαλυβουργίες μπετοσίδερο δεν χαρακτηρίζεται ακόμα από ιδιαίτερα ενισχυμένη ζήτηση, λόγω της καθυστέρησης στην έναρξη μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών έργων, ενώ παράλληλα η δυνατότητα εξαγωγών υπονομεύεται έως ένα βαθμό από το ιδιαίτερα αυξημένο μεταφορικό κόστος. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο ελληνικών χαλυβουργιών διατηρεί σχετικά συγκρατημένες τις τελικές τιμές του προϊόντος. Αξίζει να σημειωθεί πως και η τιμή της πρώτης ύλης για την παραγωγή του χάλυβα, το scrap, δηλαδή τα παλιοσίδερα, έχει αυξηθεί στα επίπεδα των 450 δολαρίων ο τόνος (που περιλαμβάνει και φύρα), ενώ οι εγχώριες τιμές του τελικού προϊόντος κινούνται κοντά στα 750 ευρώ ο τόνος. Ομως, ένα σημαντικό μέρος του περιθωρίου διαβρώνεται από τις ιδιαίτερα αυξημένες τιμές ενέργειας, εξηγούν οι ειδικοί. Ηδη, πάντως, οι εξαγωγές προς τις χώρες της Βαλκανικής και όχι μόνο έχουν ενισχυθεί σημαντικά και για τις δύο ελληνικές χαλυβουργίες.
• Αλουμίνιο. Εκεί που είναι ιδιαίτερα ορατή η χρυσή στιγμή του «σούπερ κύκλου» στα εμπορεύματα, είναι στο αλουμίνιο της Mytilineos. Με τις διεθνείς τιμές να έχουν φτάσει στις 2.700 δολάρια ο τόνος από 2.000 τον Ιανουάριο του 2020, η «Αλουμίνιον της Ελλάδος» βρίσκεται σε προνομιακή θέση: όντας καθετοποιημένη, λειτουργώντας σε περιβάλλον Ευρωζώνης και έχοντας «κλειδώσει» το κόστος ενέργειας (με ένα μεγάλο μέρος της, δε, να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές), προσδίδοντας περαιτέρω ανταγωνιστικά χαρακτηριστικά στο τελικό προϊόν (πολλοί αγοραστές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω για αλουμίνιο που έχει «πράσινο» προφίλ παραγωγής καθώς το ενσωματώνουν στους δικούς τους δείκτες ESG), απολαμβάνει εξαιρετικά υψηλά premium για τις μπιγιέτες αλουμινίου που παράγει. Οι μπιγιέτες είναι το προϊόν που έχει το μεγαλύτερο περιθώριο σε σχέση με άλλα τελικά προϊόντα αλουμινίου και πωλείται έως και 1.200 δολάρια ο τόνος ακριβότερα από τη διεθνή χρηματιστηριακή τιμή.
Τι συμβαίνει όμως και «τρέχουν» έτσι οι τιμές του αλουμινίου; Κατ’ αρχάς η ενεργειακή μετάβαση φέρνει σε πρώτο πλάνο το αλουμίνιο που είναι ένα μέταλλο με σημαντικό ρόλο στην απανθρακοποίηση αφού –αν και η παραγωγή του απαιτεί μεγάλες ποσότητες ενέργειας– είναι επίσης πολύ ελαφρύ και πλήρως ανακυκλώσιμο και χρησιμοποιείται ευρέως, όπως για παράδειγμα στην κατασκευή ηλεκτρικών αυτοκίνητων και φωτοβολταϊκών. Επιπλέον, οι κλιμακούμενες διεθνώς πληθωριστικές πιέσεις οδηγούν επενδυτικά κεφάλαια σε τοποθετήσεις σε μέταλλα και άλλα εμπορεύματα που παραδοσιακά αντιμετωπίζονται ως τρόπος προστασίας της αξίας των κεφαλαίων έναντι του πληθωρισμού. Η ζήτηση για τα βασικά μέταλλα και το αλουμίνιο ενισχύεται και από τα μέτρα τόνωσης των οικονομιών λόγω της πανδημίας σε συνδυασμό με τη χαλαρή νομισματική πολιτική. Χαρακτηριστικό του κλίματος είναι ότι η Goldman Sachs προβλέπει πως οι τιμές του αλουμινίου θα φτάσουν το 2023 στις 3.000 δολάρια.
• Χαλκός. Δεν είναι όμως μόνο ο χάλυβας και το αλουμίνιο τα μόνα μέταλλα των οποίων οι τιμές έχουν αυξηθεί. Σε υψηλότερα επίπεδα από το πρόσφατο παρελθόν κινούνται και οι τιμές του χαλκού. Ωστόσο το όφελος για τη Χαλκόρ του ομίλου Στασινόπουλου αν και σαφές περιορίζεται από το γεγονός ότι παραδοσιακά το συγκρότημα αγοράζει συμβόλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedging) προκειμένου να προστατευθεί από μεγάλες μειώσεις των τιμών. Ετσι, όμως, περιορίζεται και το όφελος από τις ανόδους. Ακόμα και έτσι όμως, η διεθνής και εγχώρια ζήτηση και η περιορισμένη προσφορά βελτιώνουν τις συνθήκες λειτουργίας της Χαλκόρ, εξηγούν οι αναλυτές. Το ίδιο συμβαίνει και για την ΕΛΒΑΛ που ευνοείται όμως από την πολύ μεγάλη ζήτηση για τα προϊόντα της, τα φύλλα αλουμινίου, που χρησιμοποιούνται από την αυτοκινητοβιομηχανία και τα φωτοβολταϊκά έως την κατασκευή πλοίων και αεροπλάνων.
Λ.Ε. thessalieconomy.gr ( με πληροφορίες από Ηλία Γ. Μπέλλο Καθημερινή)