Όταν ο Δημήτρης Κοσμαδόπουλος πάλευε να τα βγάλει πέρα ως αργυραμοιβός το 1882 στο Βόλο με ένα αυτοσχέδιο τραπεζάκι, σίγουρα δεν είχε φανταστεί πως οι κληρονόμοι του θα δημιουργούσαν μία από τις πιο ζηλευτές εταιρίες εμφιάλωσης, την ΕΨΑ, με παρουσία άνω των 90 ετών στην ελληνική αγορά...
Η ιστορία της ΕΨΑ ξεκινά το 1856 στο Πουρί Ζαγοράς, όπου γεννιέται ο Δημήτρης Κοσμαδόπουλος. Ανήσυχος από μικρός, δεν επαναπαύθηκε ποτέ στα στενά όρια της Ζαγοράς και αναζητώντας την τύχη του, μεταναστεύει στη Σμύρνη, που τότε αποτελούσε το επίκεντρο της καλής ζωής και του εμπορίου. Ωστόσο, η Ζαγορά του έλειπε και μάλιστα πολύ. Έτσι, με την προσάρτηση της Θεσσαλίας στην υπόλοιπη Ελλάδα, επιστρέφει στην πατρίδα του το 1882, προσπαθώντας να κάνει διάφορες δουλειές για να τα βγάλει πέρα.
Το αυτοσχέδιο τραπεζάκι και η δημιουργία Τράπεζας
Η εφευρετικότητα του αναζητεί τρόπους προκειμένου να επιβιώσει και έτσι, στήνει ένα τραπεζάκι σε κεντρική οδό της Θεσσαλίας στον Βόλο με διάφορα ξένα νομίσματα εξασκώντας-έστω και άτυπα-το επάγγελμα του «τραπεζίτη». Στο τραπεζάκι αυτό βάζει όλη του την περιουσία που ήταν 50 λίρες Τουρκίας και ξεκινά τις δοσοληψίες με τους εμπόρους της περιοχής.
Το εμπορικό του πνεύμα φαίνεται νωρίς και έτσι σύντομα όλοι οι έμποροι, εμπιστεύονται «τυφλά» τον Κοσμαδόπουλο που για τρία χρόνια αποτελεί τον καλύτερο αργυραμοιβό της περιοχής. Και έτσι αποφασίζει να κάνει το επόμενο βήμα. Το 1885, το τραπεζάκι γίνεται κανονικό κατάστημα στο κεντρικότερο σημείο του Βόλου. Οι δουλειές εξακολουθούν να μεγαλώνουν και μερικά χρόνια μετά, το 1910, ο Κοσμαδόπουλος, δημιουργεί τη δική του τράπεζα, που έχει καταγραφεί στην οικονομική ιστορία του Βόλου ως η Τράπεζα Κοσμαδόπουλου.
Αλλά γνωρίζοντας πως πλέον δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνος του, αποφασίζει το 1917, να βάλει στη δουλειά και τους δύο γιους του, Γιάννη και Δημήτρη και στη συνέχεια, αφού τους μαθαίνει τα «κατατόπια» αποσύρεται. Το 1921, ο Δημ. Κοσμαδόπουλος πεθαίνει και την ίδια χρονιά η τράπεζα μετατρέπεται σε ανώνυμη εταιρεία.
Το επιχειρηματικό δαιμόνιο και οι λεμονάδες
Οι γιοι Κοσμαδόπουλοι, έχοντας κληρονομήσει το επιχειρηματικό δαιμόνιο του πατέρα τους, δεν αρκούνται στα έτοιμα αλλά παρατηρούν τις τάσεις και αφουγκράζονται τις ανάγκες της αγοράς. Διαπιστώνουν λοιπόν πως σε κάθε εμπορική συνάντηση ή σε κάθε περίπατο, ένα ήταν το κοινό χαρακτηριστικό: η ύπαρξη λεμονάδας! Τόπος ευλογημένος με καρποφόρες λεμονιές το Πήλιο φημιζόταν για τα μυρωδάτα και πλούσια σε χυμούς εσπεριδοειδή του.
Έτσι λοιπόν, το παίρνουν απόφαση. Το 1922, αγοράζουν εκτάσεις στην Αγριά Βόλου και ιδρύουν την Εταιρεία Ψυγείων Αγριάς Α.Ε. (ΕΨΑ) για την παραγωγή πάγου και τη διατήρηση φρούτων και λαχανικών. Ωστόσο, η υπερβολική παραγωγή λεμονιού της περιοχής, τους ώθησε και στη χυμοποίησή τους. Αυτό ήταν. Η διάσημη λεμονάδα ΕΨΑ, έχει ήδη γεννηθεί…
Τι να τον κάνεις όμως τόσο χυμό αν δεν μπορείς να τον προωθήσεις στην αγορά; Τα «πεσκέσια» με τις λεμονάδες σε συγγενείς και φίλους είχαν πλέον αυξηθεί και όλοι μιλούσαν για την ασύγκριτη γεύση της λεμονάδας. Αυτό λοιπόν ήταν και το ερέθισμα για τους Κοσμαδόπουλους. Ώρα για διάθεση στην αγορά. Αποφασίζουν λοιπόν, το 1924, να δημιουργήσουν μία πρότυπη μονάδα εμφιάλωσης στην Αγριά, έξω από τον Βόλο, παράλληλα με τα ψυγεία που διέθεταν. Η χυμοποίηση και η εμφιάλωση όμως, δεν θα αφήνονταν στην τύχη. Για τον λόγο αυτόν προσκαλούν ειδικό τεχνικό από τη Γερμανία. Η άφιξη του Γερμανού χημικού μηχανικού Mr Otto, γεννά την περίφημη μυστική συνταγή της περίφημης λεμονάδας-γκαζόζας, μια συνταγή που ακόμη και μέχρι σήμερα παραμένει επτασφράγιστο μυστικό.
Και αρχίζει να διαδίδεται στόμα με στόμα. Φίλοι, συγγενείς και επισκέπτες της περιοχής φεύγουν από την Αγριά με καφάσια λεμονάδας και δεν σταματούν να την επαινούν και στους δικούς τους στην Αθήνα. Όμως, οι εξελίξεις τρέχουν. Το 1936, η τράπεζα Κοσμαδόπουλου χρεοκοπεί και η ΕΨΑ περνά στην ιδιοκτησία της Εθνικής Τράπεζας.
Από την Εθνική στους νέους ιδιοκτήτες
Στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας πλέον, η εταιρεία εκσυγχρονίζεται επενδύοντας σημαντικά κεφάλαια σε νέες εγκαταστάσεις και μηχανήματα. Αλλά πέρα από σημαντικές αλλαγές στο εργοστάσιο παραγωγής, η εταιρία αλλάζει και το μπουκάλι. Η πρώτη συσκευασία, η γυάλινη φιάλη με την μπίλια, αλλάζει και αντικαθίσταται από τη φιάλη με μηχανικό πώμα. Ένα χρόνο αργότερα, το 1937, η λεμονάδα ΕΨΑ κερδίζει το Χρυσό Βραβείο Ποιότητας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Όμως οι πειραματισμοί στη σχεδίαση δεν σταματούν εδώ. Το 1950, ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, ένας απλός υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, σχεδιάζει τη νέα φιάλη. Η νέα πρωτότυπη φιάλη που έχει σχεδιάσει, από μεράκι για τη λεμονάδα, είναι πραγματικά εντυπωσιακή: καινούργια για την εποχή φόρμα, έντονος χαρακτήρας και ένας ανάγλυφος ρόμβος που δηλώνει ότι το προϊόν έχει βραβευθεί. Η σημαντικότερη όμως καινοτομία είναι το νέο πώμα crown, το οποίο καταργεί το μηχανικό πώμα που διέθετε ως τότε.
Το εμπόριο είναι ένας ζωντανός οργανισμός που αλλάζει χέρια και εξελίσσεται. Από αυτό τον άγραφο κανόνα δεν θα μπορούσε να εξαιρεθεί και η ΕΨΑ που λίγο πριν από τη δεκαετία του ’70, σταματά την παραγωγή πάγου και περνά στα χέρια νέων ιδιοκτητών αφού η Εθνική Τράπεζα αποδέχεται την πρόταση εξαγοράς των αδελφών Μοσκαχλαΐδη και του Νίκου Τσαούτου και μεταβιβάζει τις μετοχές της ΕΨΑ σε αυτούς.
Οι νέοι ιδιοκτήτες, επενδύουν σε νέα μηχανήματα και εγκαταστάσεις και η παραγωγή βαθμηδόν περνά από 1.500 μπουκάλια την ώρα -που ήταν μέχρι τότε- στα 7.500, το 1982 η παραγωγή φτάνει τα 20.000 μπουκάλια την ώρα, ενώ στις μέρες ξεπερνά τις 30.000 φιάλες και τα κουτιά αλουμινίου φτάνουν τα 18.000 κουτιά την ώρα.
Νέα προϊόντα, καινοτομίες και ένα πηλιορείτικο εργοστάσιο
Στη γκάμα της ΕΨΑ, προστίθενται νέες γεύσεις και περισσότερες συσκευασίες. Με τη διεύρυνση της επικοινωνίας πανελλαδικά τη δεκαετία του ’90 και την τοποθέτηση στα σούπερ μάρκετ Α-Β Βασιλόπουλος και Σκλαβενίτης, ενισχύθηκε η εικόνα του «ανώτερου» ποιοτικά προϊόντος και δημιουργήθηκε η βάση για την εξάπλωση εκτός Θεσσαλίας.
Το 1987, εγκαινιάζεται η παραγωγή της πρώτης ελληνικής κόλα και το 1996 της πρώτης lemon cola. Το 2003, η ΕΨΑ δημιουργεί τη βυσσινάδα σε γυάλινη φιάλη με θερμοσυρρικνούμενη ετικέτα ενώ το 2011, δημιουργεί τα πρώτα ελληνικά βιολογικά αναψυκτικά. Τέλος, το 2012, δημιουργεί τα πρώτα ελληνικά αναψυκτικά με χρήση του φυσικού γλυκαντικού στέβια.
Σήμερα, η Εταιρία Ψυγείων Αγριάς, η ΕΨΑ, όπως είναι γνωστή στο ευρύ κοινό, παραμένει εγκατεστημένη στον ίδιο χώρο στην Αγριά του Βόλου, διαθέτοντας σύγχρονες γραμμές παραγωγής αναψυκτικών. Το κτίριο που τη στεγάζει είναι φτιαγμένο σε παραδοσιακό πηλιορείτικο ρυθμό και χάνεται ανάμεσα στα υπόλοιπα σπίτια της περιοχής. Το νερό που χρησιμοποιεί είναι πάντα το νερό της Αγριάς. Εφαρμόζει συστήματα ελέγχου ποιότητας ISO 9001:2008 και ISO 22000 για να είναι απόλυτα σίγουρη για την ποιότητα των προϊόντων της.
Στις εγκαταστάσεις της υπάρχει και ένα μουσείο, όπου εκτός του ενδιαφέροντος υλικού που αναφέρεται στην ιστορία της εταιρείας, περιλαμβάνει και μια συγκλονιστική συλλογή με τις γυάλινες φιάλες όλων των τοπικών εταιρειών της χώρας (περί τις 300), που πριν έρθουν τα δύο διεθνή μονοπώλια των αναψυκτικών, δρόσιζαν τους Έλληνες. Μια ζωντανή αφήγηση της ιστορίας του ελληνικού αναψυκτικού, που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει και πάλι «μόδα» κερδίζοντας ολοένα και μεγαλύτερα μερίδια στην εγχώρια αγορά. Ενός αναψυκτικού που ενώ μετρά ήδη 90 χρόνια ζωής, ξεκίνησε από την ταπεινή λεμονάδα που έπινε ο Δημήτρης Κοσμαδόπουλος για να δροσιστεί από το λιοπύρι που τον έκαιγε στον πάγκο του στους δρόμους του Βόλου το 1882…
Λιλή Καρακώστα (Businessnews.gr)