Τρεις βασικούς λόγους που εξηγούν τη µειωµένη χρηµατοδότηση της πραγµατικής οικονοµίας από τις τράπεζες καταγράφει το Ελεγκτικό Συνέδριο στην εκτενή έκθεση που δηµοσίευσε χθες για το τραπεζικό σύστηµα, µε τίτλο «Χρηµατοδότηση από τις τράπεζες της πραγµατικής οικονοµίας: Συνέβαλε η δηµοσιονοµική παρέµβαση του κράτους στην αποκατάσταση της χρηµατοπιστωτικής κανονικότητας;». Οι λόγοι αυτοί είναι οι εξής:
• Τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια.
• Η αναβαλλόµενη φορολογική απαίτηση.
• Η ηθική χαλάρωση λόγω καθυστερήσεων στη ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων των κόκκινων δανείων.
Ο έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου διενεργήθηκε έπειτα από αίτηµα της Επιτροπής Θεσµών και ∆ιαφάνειας της Βουλής και στην πολυσέλιδη έκθεσή του συµπεραίνει ότι «η επάνοδος στη χρηµατοπιστωτική κανονικότητα, που αυτή θα σηµάνει την τακτική χρηµατοδότηση της πραγµατικής οικονοµίας από τις τράπεζες, προϋποθέτει την απαλλαγή του ισολογισµού των τραπεζών από τα µη εξυπηρετούµενα δάνεια, τη διευθέτηση της τυχόν στρέβλωσης στη συµπεριφορά των τραπεζών από την αναβαλλόµενη φορολογική απαίτηση, που βαρύνει επίσης την εικόνα του ισολογισµού τους, την τακτική συνέχιση της διαδικασίας ρευστοποιήσεων µε κοινωνικώς αποδεκτό τρόπο και το πέρας των έκτακτων µέτρων και καταστάσεων λόγω της πανδηµίας, που δηµιουργεί ανασφάλεια σε γενικότερο επίπεδο».
Τα µέτρα
Στην έκθεσή του το Ελεγκτικό Συνέδριο κάνει αναλυτική περιγραφή των µέτρων που έχει λάβει η πολιτεία για την εξασφάλιση της χρηµατοπιστωτικής σταθερότητας µέσω και του ΤΧΣ, µεταξύ των οποίων η παροχή κρατικών εγγυήσεων ύψους 24 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του «Ηρακλή» για τη µείωση των κόκκινων δανείων, αλλά και του µηχανισµού της αναβαλλόµενης φορολογίας, που επιτρέπει στις τράπεζες να αποσβέσουν σε βάθος 30ετίας τις ζηµίες από το PSI, αλλά και αυτές –σε βάθος 20ετίας– από την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους.
Το Ελεγκτικό Συνέδριο κάνει εκτενή αναφορά στην πρόταση που έχει κάνει η ΤΤΕ για την αντιµετώπιση του προβλήµατος των κόκκινων δανείων µε παράλληλη επίλυση του θέµατος της αναβαλλόµενης φορολογίας (σχέδιο «Αργώ»). Οπως σηµειώνει, το σχέδιο «πρέπει, εφόσον ακόµη διατηρεί την επικαιρότητά του, να αποτελέσει αντικείµενο δηµόσιας συζήτησης». Σε διαφορετική περίπτωση πρέπει να εξηγηθούν οι λόγοι που δεν προκρίνεται έστω ως συµπλήρωµα του προγράµµατος «Ηρακλής».
Με δεδοµένο ότι «η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών είναι προς το παρόν δεδοµένη, ενώ η ρευστότητα που διαθέτουν είναι αν µη τι άλλο ικανοποιητική», το Ελεγκτικό Συνέδριο παρατηρεί ότι «οι καθαρές ροές χρηµατοδότησης ήταν το 2021 σε αρνητικό έδαφος και άρα τα ποσά των δανείων που χορηγήθηκαν εντός του 2021 τελούν σε δυσαρµονία µε τα µεγέθη της ελληνικής οικονοµίας, στα οποία πρέπει να συµπεριληφθούν και οι επενδυτικές ανάγκες της χώρας».
Οπως χαρακτηριστικά συµπεραίνει, «για µια οικονοµία στην οποία και το ΑΕΠ και οι καταθέσεις στις τράπεζες προσεγγίζουν τα 200 δισ. ευρώ, τα ποσά χορηγηθέντων νέων δανείων ύψους 3,8 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις και 1,1 δισ. για στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια είναι µικρά» και οι λόγοι «συνδέονται αµέσως ή εµµέσως µε κρατική ευθύνη ή συµπεριφορά», γι’ αυτό «στοιχειοθετούν επιτακτική ανάγκη ικανή να δικαιολογήσει την επέµβαση του κράτους για την άρση τους».
Η έκθεση διαπιστώνει ως βασικό αίτιο της επιφυλακτικότητας των τραπεζών την αβεβαιότητα τόσο ως προς την εξέλιξη όσο και ως προς το ύψος των µη εξυπηρετούµενων δανείων, τα οποία παρά την προσαρµογή που έχει γίνει παραµένουν σε πολλαπλάσιο επίπεδο από τον µέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Η παρουσία σηµαντικών όγκων µη εξυπηρετούµενων δανείων στους ισολογισµούς των τραπεζών µειώνει την ικανότητά τους να εκπληρώνουν τη λειτουργία τους ως φορείς χορήγησης πιστώσεων στην πραγµατική οικονοµία και εµποδίζει την επιχειρησιακή ευελιξία και εν γένει την κερδοφορία», επισηµαίνει το Ελεγκτικό Συνέδριο, υπονοµεύοντας παράλληλα και την εµπιστοσύνη των επενδυτών.
Σε ό,τι αφορά το θέµα της αναβαλλόµενης φορολογίας που προκύπτει από την απαλλαγή των τραπεζών από τον φόρο για τη ζηµία που έχουν από τις πωλήσεις κόκκινων δανείων, το Ελεγκτικό Συνέδριο σηµειώνει ότι αποτελεί ένα ακόµη λόγο για τις τράπεζες ώστε να είναι απρόθυµες στην ανάληψη πιστωτικού ρίσκου. «Οι τράπεζες πρέπει να ακολουθούν µια πολιτική που θα περιορίζει στο ελάχιστο το ενδεχόµενο ζηµιών». Γι’ αυτό «πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικές στην ανάληψη δανειοδοτικών κινδύνων» και άρα «επιδιώκουν κέρδη από βέβαιες πηγές κερδοφορίας». Ετσι, την όποια ρευστότητα διαθέτουν οδηγούνται να την επενδύουν ώστε να επωφελούνται µε βεβαιότητα από την αναβαλλόµενη φορολογική απαίτηση», επισηµαίνει χαρακτηριστικά.
Στρατηγικοί κακοπληρωτές
Βασική αδυναµία µέχρι σήµερα αποτέλεσε επίσης η έγκαιρη διάκριση των «στρατηγικών κακοπληρωτών» από τους πράγµατι αδυνατούντες να εξυπηρετούν το δάνειό τους. Οπως συµπεραίνεται στην έκθεση, «το κενό αυτό σε συνδυασµό µε την ανάγκη προστασίας της κύριας κατοικίας επιτείνει την επιφυλακτικότητα των τραπεζών να χορηγήσουν νέα δάνεια».
Επιπλέον, στην εκτίµηση των κινδύνων που εγκυµονεί η χορήγηση νέων δανείων εισήλθε πλέον ο κίνδυνος της αδυναµίας ρευστοποίησης των εξασφαλίσεων µη αποπληρωµής των δανείων, µε συνέπεια οι τράπεζες να αντιµετωπίσουν άλλη µια δυσχέρεια που τις εµποδίζει να χορηγήσουν δάνεια χωρίς συνεκτίµηση και του ιδιαίτερου αυτού κινδύνου. «Η πτυχή αυτή του προβλήµατος βρίσκεται στο κέντρο του συνολικού ζητήµατος της χρηµατοδότησης της πραγµατικής οικονοµίας από τις τράπεζες, γι’ αυτό και πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στην αντιµετώπισή του», καταλήγει το Ελεγκτικό Συνέδριο.
Ευγενία Τζώρτζη Καθημερινή