Προτιμούν να αναλάβουν μια ζημιά της τάξης του 40-50% στα κόκκινα στεγαστικά δάνεια οι τράπεζες, παρά να εκχωρήσουν τις απαιτήσεις τους σε ιδιωτικές εταιρείες, όταν πρόκειται για οφειλέτες που θέλουν να πληρώσουν αλλά δεν μπορούν.
Όπως αποκαλύπτουν στο insider.gr πηγές του τραπεζικού κλάδου, μεταξύ των επιλογών που εξετάζουν οι τράπεζες για τη διαχείριση των κόκκινων δανείων που έχουν «κοκκινίσει», επικρατέστερη είναι η διατήρηση του δανείου στο όνομα του οφειλέτη με μείωση των τοκοχρεολυσίων που καλείται να πληρώσει στο μισό.
«Είναι προτιμότερο να δοθεί ένα γενναίο κούρεμα σε όσους πραγματικά δεν μπορούν να πληρώσουν, παρά να γίνονται μικρορυθμίσεις», αναφέρουν τραπεζικά στελέχη και τονίζουν ότι η στεγαστική πίστη είναι το μεγαλύτερο «αγκάθι» στη διαχείριση των NPLs.
Συγκεκριμένα, τρεις είναι προτάσεις έχουν πέσει στο τραπέζι των τραπεζών:
Πρώτον, η ανάθεση των προσημειωμένων κατοικιών σε ιδιωτικές εταιρείες ακινήτων, με τη συγκατάθεση των ιδιοκτητών, ούτως ώστε να πωληθούν σε καλή τιμή και να μπορέσουν οι οφειλέτες να αποπληρώσουν το δάνειό τους. Η λύση αυτή εξετάζεται για τις πρώτες κατοικίες που έχουν χάσει σημαντικό μέρος της εμπορικής αξίας τους σε σύγκριση με την τιμή αγοράς τους.
Αυτή, όμως, η λύση εμπεριέχει σημαντικά προβλήματα, καθώς προϋποθέτει ότι τα χαρτοφυλάκια θα πρέπει να παραδοθούν στις εταιρείες οργανωμένα και ανά συγκεκριμένες περιοχές. Η αγορά ακινήτων, όμως, στην Ελλάδα είναι ανομοιογενής αυτό δημιουργεί προβλήματα στη διαχείριση των δανείων. Επιπλέον, η μαζική διάθεση ακινήτων στην αγορά απειλεί να ρίξει δραστικά τις τιμές –κάτι που όλες οι πλευρές απεύχονται.
Ως δεύτερη λύση εξετάζεται η μεταβίβαση των κατοικιών στις τράπεζες και η καταβολή ενός μισθώματος εκ μέρους των οφειλετών που θα αντιστοιχεί στην αγοραία αξία του ακινήτου. Αν για παράδειγμα ο οφειλέτης καλείται σήμερα να πληρώνει 1000 ευρώ μηνιαία δόση, θα παραμείνει στο σπίτι πληρώνοντας 400 ευρώ -όσο ένα νοίκι- και η τράπεζα θα δεσμευτεί ότι δεν πρόκειται ποτέ να του κάνει έξωση.
Εδώ, βέβαια, προκύπτουν δύο προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η ιδιοκτησία περνά στην τράπεζα –κάτι που δύσκολα θα δεχθούν οι δανειολήπτες ώστε να υπάρχει αγαστή συνεργασία μεταξύ των δύο πλευρών. Δεύτερον, τίθενται ζητήματα διαχείρισης των ακινήτων, καθώς η τράπεζα θα πρέπει να φροντίζει πλέον για τη συντήρηση/επιδιώρθωση των ακινήτων, την καταβολή των κοινοχρήστων κ.λπ.
Ως τρίτη και επικρατέστερη λύση παρουσιάζεται το γενναίο κούρεμα της ονομαστικής αξίας, υπό όρους. Για παράδειγμα, έστω ότι ένας οφειλέτες χρωστά 100.000 ευρώ στην τράπεζα για το σπίτι του –το οποίο σήμερα αξίζει 60.000 ευρώ. Η τράπεζα του προτείνει να καταβάλλει τοκοχρεολύσια επί των 60.000 ευρώ –π.χ. 400 ευρώ μηνιαία δόση, από 1000 ευρώ που ήταν– και «παγώνει» τα υπόλοιπα 40.000 ευρώ. Εφόσον ο οφειλέτης τηρήσει τη συμφωνία, μετά από 15 χρόνια η τράπεζα θα διαγράψει το «παγωμένο» ποσό των 40.000.
Με αυτόν τον τρόπο, ο οφειλέτης θα κρατήσει το σπίτι του και θα πληρώσει στην τράπεζα το κεφάλαιο των 60.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις τραπεζικές πηγές, πρόκειται για μια κατάσταση «win-win» που όμως προϋποθέτει εξονυχιστική διερεύνηση του οφειλέτη και της ικανότητάς του να τηρήσει τη συμφωνία. Επιπλέον, η συνολική διαχείριση θα γίνει απευθείας από τις τράπεζες, χωρίς την εμπλοκή τρίτων εταιρειών.
Για να γίνει αυτό, θα πρέπει πρώτα να γίνει αποφασιστικό ξεκαθάρισμα των στρατηγικών από τους «ειλικρινείς» κακοπληρωτές με μεταβίβαση των απαιτήσεων της πρώτης κατηγορίας στις ιδιωτικές εταιρείες διαχείρισης κόκκινων δανείων. Έτσι, οι τράπεζες δεν θα βρεθούν υπόλογες για «σκληρά μέτρα», όπως εξώσεις των οφειλετών.
Όπως αναφέρουν πηγές του κλάδου, οι τράπεζες ποντάρουν στις ιδιωτικές εταιρείες κόκκινων δανείων για να δείξουν το «μαστίγιο» στους στρατηγικούς κακοπληρωτές που αντιστοιχούν στο 30% των συνολικών κακοπληρωτών. «Οι τράπεζες δεν θέλουμε για λόγους φήμης και δημοσιότητας να παίξουμε εμείς αυτόν τον ρόλο», αναφέρουν χαρακτηριστικά.
Ήδη, ορισμένα χαρτοφυλάκια είναι έτοιμα να «φύγουν» προς τις εταιρείες αυτές, παρά το γεγονός ότι πωλούνται με τεράστια έκπτωση (discount) ως προς την ονομαστική τους αξία, αφού οι προβλέψεις είναι τόσο υψηλές που οι τράπεζες δεν έχουν πολλά να περιμένουν από αυτές τις απαιτήσεις.
Βάσω Αγγελέτου