Πριν από έξι μήνες, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου με πρωτοφανή επιθετικότητα, οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές ετοιμάστηκαν για κρίση. Σήμερα, παρότι συνεχίζονται οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ο αντίκτυπος δασμών είναι μικρότερος από το προσδοκώμενο.
Πριν από έξι μήνες, όταν ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ κήρυξε την έναρξη ενός εμπορικού πολέμου με πρωτοφανή επιθετικότητα, οι επιχειρήσεις και οι επενδυτές ετοιμάστηκαν για κρίση. Οι κινήσεις στις κεφαλαιαγορές προεξοφλούσαν βαθιά ύφεση, το καταναλωτικό κλίμα στις ΗΠΑ έκανε βουτιά, όπως και ορισμένοι οικονομικοί δείκτες που αποτύπωναν το κλίμα εκείνη τη στιγμή. Κι όμως, σήμερα, παρότι συνεχίζονται οι εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, ο αντίκτυπος της «Ημέρας της Απελευθέρωσης», όταν δηλαδή πρωτοανακοινώθηκαν οι δασμοί, είναι μικρότερος από το προσδοκώμενο.
Ο δείκτης της τρέχουσας δραστηριότητας που καταρτίζει η Goldman Sachs διαπιστώνει ότι μετά την επιβράδυνση της άνοιξης, η παγκόσμια οικονομία αναπτύσσεται σχεδόν με τον ίδιο ρυθμό όσο και πριν από την ανάδειξη του Τραμπ. Ο παγκόσμιος δείκτης υπευθύνων προμηθειών της Jpmorgan δείχνει ισχυρή δραστηριότητα, που τον Αύγουστο άγγιξε υψηλό 14 μηνών. Ο δείκτης της Fed της Ατλάντα καταλήγει ότι το τρίτο τρίμηνο, το αμερικανικό ΑΕΠ αναπτύχθηκε κατά 3,9%, αν και σχεδόν όλοι αναμένουν επιβράδυνση το τέταρτο τρίμηνο. Επίσης, μόλις μία χώρα του ΟΟΣΑ βρίσκεται σε ύφεση έναντι οκτώ χωρών στις αρχές του 2023. Και τέλος, τον Απρίλιο, οι οικονομολόγοι υποβάθμισαν τις προβλέψεις τους για παγκόσμια ανάπτυξη στο 2,2% φέτος, ενώ τώρα αναμένουν 2,6%, όσο προέβλεπαν δηλαδή και στην αρχή του έτους.
Σύμφωνα με τον Economist, η διεθνής οικονομία βαίνει καλώς εν μέρει διότι ο δασμολογικός πόλεμος είναι ηπιότερος από το προσδοκώμενο. Οι πολιτικές του Τραμπ τον Απρίλιο έδειχναν δασμούς έως και 28%, ενώ τελικά ο φόρος διαμορφώνεται πέριξ του 10%. Στο μεταξύ, η νομισματική πολιτική τονώνει τη ζήτηση και οι αγορές πιστεύουν ότι η οικονομική δυναμική θα διατηρηθεί.
Επιπλέον, πολλές από τις ανησυχίες για τη διεθνή οικονομία έχουν περιοριστεί. Ενας προβληματισμός είναι ότι οι επενδύσεις σε ΑΙ είναι το μοναδικό στοιχείο που κρατάει την ισορροπία, γεγονός που θα σήμαινε καταστροφή αν οι επενδυτές έχαναν το ενδιαφέρον τους για την τεχνολογία. Αυτό το επιχείρημα είναι ισχυρότερο στις ΗΠΑ, όπου οι επενδύσεις σε εξοπλισμό και λογισμικό επεξεργασίας πληροφοριών (IPES) αντιπροσώπευαν περίπου το 40% της αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ τον τελευταίο χρόνο. Προκύπτει, όμως, τελικά, ότι τα δύο τρίτα του IPES δεν έχουν καμία σχέση με την τεχνητή νοημοσύνη. Δεύτερος προβληματισμός αφορά τις θέσεις εργασίας. Η ανάπτυξη της απασχόλησης στις ΗΠΑ έχει επιβραδυνθεί, αυξάνοντας τις ανησυχίες για ανεργία ως αποτέλεσμα της ευρείας υιοθέτησης του ΑΙ. Ωστόσο, νέα έρευνα του Yale Budget Lab διαπιστώνει ότι «η ευρύτερη αγορά εργασίας δεν έχει βιώσει κάποια ισχυρή αναταραχή μετά το λανσάρισμα του CHATGPT». Εκτός ΗΠΑ δεν υπάρχουν καν ενδείξεις περί επιβράδυνσης της απασχόλησης. Το πρώτο εξάμηνο του έτους οι υπόλοιπες 37 χώρες του ΟΟΣΑ προσέθεσαν 3 εκατ. θέσεις.
Τρίτος προβληματισμός υπάρχει σε ό,τι αφορά την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Μολονότι ο σχετικός δείκτης στις ΗΠΑ βγήκε από τα χαμηλά του Απριλίου και του Μαΐου, παραμένει πολύ χαμηλότερος από την περίοδο πριν από την πανδημία. Η κατάσταση είναι μόνο ελαφρώς καλύτερη στον υπόλοιπο κόσμο. Ο διεθνής δείκτης της αβεβαιότητας για την οικονομική πολιτική παραμένει υψηλός, όπως και οι αναζητήσεις της λέξης «δασμοί» στο Google, επιβεβαιώνοντας ότι τα μέτρα του Τραμπ συνεχίζουν να απασχολούν τον κόσμο. Αλλοι φοβούνται για «φούσκα» της ΑΙ και περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης.
Οι οικονομολόγοι συνήθως υποστηρίζουν ότι η απαισιοδοξία προμηνύει οικονομική επιβράδυνση. Ωστόσο, δεδομένου ότι βρισκόμαστε έξι μήνες μετά την «Ημέρα της Απελευθέρωσης», αν η υψηλή αβεβαιότητα είχε τέτοια επίδραση, σίγουρα θα είχε ήδη φανεί, σύμφωνα με τον Economist. Φαίνεται συνεπώς πως η παγκόσμια οικονομία έχει γίνει εξαιρετικά ανθεκτική στις «κρίσεις».
Καθημερινή










