Κατακόρυφη αύξηση του κόστους δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα και επιστροφή σε αρνητικές ροές δανείων δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Πότε θα μειωθούν πάλι τα επιτόκια. Ποιος ο ρόλος της Γερμανίας.
Στερεύει και γίνεται ακριβότερη η ρευστότητα στην ελληνική οικονομία, υπό το βάρος των δέκα αυξήσεων στα επιτόκια που ευρώ που τα έχουν οδηγήσει στα υψηλότερα επίπεδα στην ιστορία του κοινού νομίσματος. Στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι το μέσο επιτόκιο δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα έχει αυξηθεί περισσότερο από 2% από τον Ιούνιο του 2022, ενώ οι ροές των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα έχουν γίνει και πάλι αρνητικές, δηλαδή οι τράπεζες δίνουν λιγότερα νέα δάνεια από τα ποσά που εισπράττουν για την εξυπηρέτηση των παλαιών.
Η ελληνική οικονομία, όπως και οι άλλες οικονομίες της ευρωζώνης, έχουν μπει σε μια μακρύ και δύσκολο τεστ αντοχής σε επιτόκια που είναι πρωτόγνωρα για την ευρωζώνη. Η πρόεδρος της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, μιλώντας χθες στην Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άφησε σαφώς να εννοηθεί ότι θα αργήσουμε να δούμε χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής. Όπως τόνισε, «τα επιτόκια πολιτικής θεωρείται από την ΕΚΤ ότι έχουν φθάσει σε επίπεδο όπου, αν διατηρηθούν για επαρκή χρονική διάρκεια, θα έχουν σημαντική συμβολή στην έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον στόχο του 2%. Σε κάθε περίπτωση», υπογράμμισε, «οι μελλοντικές αποφάσεις μας θα διασφαλίσουν ότι τα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ θα καθορισθούν σε επίπεδο επαρκώς περιοριστικό για όσο χρόνο χρειασθεί».
Τα υψηλά επιτόκια, όπως τονίζουν οι κεντρικοί τραπεζίτες, μεταδίδονται γρήγορα και άμεσα στην οικονομία, δηλαδή μειώνεται το χρήμα που κυκλοφορεί και γίνεται ακριβότερο, ώστε να μειωθεί η ζήτηση και να υποχωρήσει ο πληθωρισμός. Η Κρ. Λαγκάρντ, απαντώντας σε σχετική ερώτηση στην τελευταία συνέντευξη Τύπου της ΕΚΤ, δήλωσε ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς των υπηρεσιών της κεντρικής τράπεζας, σε αυτό τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων η μεταφορά της νομισματικής πολιτικής στην οικονομία είναι ταχύτερη από κάθε προηγούμενο κύκλο σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας τόνισε πριν λίγες ημέρες στη γερμανική οικονομική εφημερίδα Börsen Zeitung ότι «τα βασικά επιτόκια έχουν αυξηθεί με πρωτοφανή ένταση και ταχύτητα, με αποτέλεσμα οι συνθήκες χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις να έχουν γίνει σημαντικά πιο περιοριστικές», κάτι που έχει άμεση επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα: «Δείτε π.χ. τις νέες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ για την οικονομική ανάπτυξη στη ζώνη του ευρώ. Προβλέπουν de facto στασιμότητα για το 2023. Όχι χαμηλή ανάπτυξη, αλλά στασιμότητα. Ο προβλεπόμενος ρυθμός ανάπτυξης 0,7% οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά σε θετικές μεταφερόμενες επιδράσεις από το 2022. Η ζήτηση τραπεζικών δανείων έχει επίσης μειωθεί σημαντικά. Η νομισματική πολιτική ήδη μεταδίδεται στην οικονομία και μετριάζει σημαντικά τη ζήτηση».
Πώς επηρεάζεται η Ελλάδα
Η ελληνική οικονομία έμαθε να ζει (δύσκολα...) σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας στα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης, λόγω των γνωστών προβλημάτων που αντιμετώπισε το τραπεζικό σύστημα και οδήγησαν σε διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις και σε ειδικά μέτρα για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων (σχέδιο «Ηρακλής»). Ακόμη και όταν η οικονομία άρχισε να βγαίνει από τη μεγάλη ύφεση που μείωσε περισσότερο από 25% το ΑΕΠ, η ανάκαμψη έγινε χωρίς αντίστοιχη αύξηση των πιστωτικών ροών ("creditless recovery") και μόνο τα τελευταία χρόνια η οικονομία άρχισε να επανέρχεται σε συνθήκες πιστωτικής επέκτασης.
Μέσα στο 2023, όμως, η αύξηση του κόστους δανεισμού, ακολουθώντας τις αυξήσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ, ήταν αλματώδης και άρχισε να αποθαρρύνει τη λήψη νέων χρηματοδοτήσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Είναι χαρακτηριστικό (βλ. πίνακα) ότι τον Ιούνιο του 2022, πριν αρχίσει να «σφίγγει» η νομισματική πολιτική στην ευρωζώνη, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο δανείων στην Ελλάδα ήταν 3,98%, ενώ τον Ιούλιο του 2023 είχε εκτιναχθεί στο 6,21%, μια αύξηση κατά 2,23%. Οι καταθέτες δεν ευνοήθηκαν ανάλογα, αφού το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο καταθέσεων αυξήθηκε από 0,03% τον Ιούνιο του 2022 σε 0,35% τον Ιούλιο του 2023. Έτσι, το περιθώριο επιτοκίου αυξήθηκε από το 3,95% στο 5,86%.
Ακριβότερο χρήμα, σημαίνει και λιγότερο χρήμα στην οικονομία. Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (βλ. πίνακα) δείχνουν ότι φέτος οι ροές δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα έχουν αναστραφεί: ενώ την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου 2022 ήταν θετικές κατά 4,075 δισ. ευρώ, κατά την ίδια περίοδο του τρέχοντος έτους έχουν «γυρίσει» σε αρνητικό πρόσημο, σχεδόν στα -1,5 δισ. ευρώ. Οι ροές των δανείων προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, που πέρυσι ήταν θετικές και πλησίαζαν τα 4,2 δισ. ευρώ, φέτος έχουν καταστεί αρνητικές κατά -779 εκατ. ευρώ. Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η εικόνα δεν έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά, αφού πέρυσι, όπως και φέτος, οι ροές είναι αρνητικές κατά περισσότερα από 700 εκατ. ευρώ.
Ο κίνδυνος της ύφεσης
Το μεγάλο ερώτημα, που είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί, είναι πόσο θα αντέξουν οι οικονομίες στην περιοριστική πολιτική της ΕΚΤ και αν η κεντρική τράπεζα διακινδυνεύει μια σοβαρή ύφεση για να «υποτάξει» τον πληθωρισμό, ή αν μπορεί να τεθεί σε κίνδυνο ακόμη και η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, εάν τα κράτη, οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά αρχίσουν να λυγίζουν υπό το βάρος του ακριβού χρήματος.
Όπως ανέφερε σε πρόσφατη ανάλυσή του ο οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπρεζίσκι, «τα υψηλότερα επιτόκια χρησιμοποιούνται συχνά για να "ηρεμήσει" η οικονομία. Εάν πρέπει να πληρώσετε περισσότερα χρήματα σε πληρωμές τόκων για ένα δάνειο ή υποθήκη, έχετε λιγότερα μετρητά για να ξοδέψετε αλλού, γεγονός που θα βοηθήσει στη μείωση των τιμών. Και αυτό ισχύει για άτομα, εταιρείες και κυβερνήσεις. Αλλά είναι δύσκολο για πολλούς ανθρώπους που ήδη αγωνίζονται να πληρώσουν τους αυξανόμενους λογαριασμούς τροφίμων και καυσίμων. Και για όλες τις κεντρικές τράπεζες, είναι μια δύσκολη πράξη εξισορρόπησης, διότι αν κρυώσεις την οικονομία πάρα πολύ, μπορείς πραγματικά να την βάλεις κατευθείαν στο βαθύ πάγωμα, και επιστρέφουμε στην επίφοβη λέξη που αρχίζει από Υ: ύφεση».
Στην ίδια συνέντευξη στη γερμανική εφημερίδα, ο Γιάννης Στουρνάρας προειδοποίησε: «Δεν πρέπει να το παρακάνουμε με την περιοριστική νομισματική πολιτική. Διαφορετικά, υπάρχουν κίνδυνοι και για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Ανησυχώ πολύ για το "φαινόμενο χιονοστιβάδας"». Δηλαδή, για την κατάσταση όπου το κόστος δανεισμού ξεπερνά τον ρυθμό ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να αυξάνεται ο λόγος του χρέους. Αυτό δεν αφορά μόνο τα κράτη και τα δημόσια οικονομικά, όπως εξηγεί ο κ. Στουρνάρας. «Ισχύει και για τον ιδιωτικό τομέα, νοικοκυριά και επιχειρήσεις, όπου είναι δυνατόν σύντομα να εμφανιστούν μεγάλα προβλήματα. Μέχρι τώρα είχαμε την τύχη να καταγράφουμε ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης πολύ υψηλότερο από το επιτοκιακό κόστος. Αλλά αυτή η ευνοϊκή διαφορά μπορεί να αντιστραφεί στο μέλλον».
Η μείωση επιτοκίων και ο ρόλος της Γερμανίας
Τα επιτόκια της ΕΚΤ φαίνεται ότι, μετά την τελευταία αύξηση, θα σταθεροποιηθούν στα επίπεδα του 4% (επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων) και 4,5% (επιτόκιο αναχρηματοδότησης). Οι αγορές προεξοφλούν ότι η επόμενη μείωση θα γίνει, το νωρίτερο, την άνοιξη, χωρίς να αποκλείεται να περιμένουμε ως το δεύτερο εξάμηνο του 2024 για να αρχίσει η αποκλιμάκωση. Άλλωστε, οι τελευταίες προβλέψεις της ΕΚΤ αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός θα αργήσει να πλησιάσει στον στόχο του 2% -αυτό αναμένεται το 2025.
«Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να πούμε πότε μπορούν να μειωθούν ξανά τα βασικά επιτόκια», τόνισε ο Γ. Στουρνάρας στην Börsen Zeitung. «Πρώτα πρέπει να τα διατηρήσουμε στο σημερινό επίπεδο για κάποιο χρονικό διάστημα. Αυτό το έχουμε καταστήσει σαφές στο πλαίσιο της επικοινωνίας μας», συμπλήρωσε. Σε ερώτηση για το τι σημαίνει το «επαρκώς μακρό χρονικό διάστημα», για το οποίο μιλάει η ΕΚΤ, απάντησε: «Δεν είναι εύκολο να το προσδιορίσουμε. Πάντως μιλάμε για κάποιους μήνες. Πόσοι θα είναι αυτοί οι μήνες, αυτό θα το αποφασίσουμε ανάλογα με τα διαθέσιμα δεδομένα».
Στην πραγματικότητα, αυτό που παρακολουθούν με πολύ μεγάλη προσοχή οι αναλυτές για να βγάλουν συμπεράσματα για τον χρόνο της επόμενης μείωσης των επιτοκίων είναι η κατάσταση της γερμανικής οικονομίας, της μεγαλύτερης στην ευρωζώνη, που δέχεται τεράστια πίεση από τις εξελίξεις που ακολούθησαν τον πόλεμο στην Ουκρανία, καθώς είχε διαμορφώσει ένα μοντέλο βιομηχανικής ανάπτυξης, το οποίο στηριζόταν στη φθηνή και άφθονη ενέργεια από τη Ρωσία. Οι Γερμανοί ήταν πάντα οι πιο πιστοί υποστηρικτές της αυστηρής νομισματικής πολιτικής στην ευρωζώνη, σήμερα όμως η γερμανική οικονομία είναι εξαιρετικά εύθραυστη και πιέζεται έντονα από τα υψηλά επιτόκια, καθώς απειλείται από ύφεση. Η ΕΚΤ, όπως θεωρούν πολλοί αναλυτές, θα επισπεύσει τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, εάν λυγίσει η Γερμανία.
«Ανησυχούμε ιδιαίτερα για τη Γερμανία, που συχνά αποκαλείται η ατμομηχανή της Ευρώπης», τονίζει ο Μπρεζίσκι της ING. «Οι βιομηχανίες της παράγουν 7% λιγότερο από ό, τι πριν από την πανδημία Covid. Οι πωλήσεις στα καταστήματα καθώς και οι εξαγωγές μειώνονται. Ο κίνδυνος ύφεσης εκεί, που θα εξαπλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και πέραν αυτής, είναι και πάλι υψηλός. Και αν τα πράγματα γίνουν πραγματικά άσχημα και ο πληθωρισμός μειωθεί ταχύτερα από το αναμενόμενο, μπορεί να δούμε τα επιτόκια να μειώνονται νωρίτερα παρά αργότερα», υπογραμμίζει.
Νώντας Χαλδούπης, businessdily.gr