Η χώρα πλέον έχει εθισθεί σε κινήσεις περιθωρίου. Προοπτικές να ξεφύγει από τον φαύλο αυτό κύκλο ολοένα ελαχιστοποιούνται. Οι παραλογισμοί της αριστερής ρητορικής μαζί με την νοοτροπία της αυθαιρεσίας, που συνοδεύει συχνά καθεστωτικές μεταβολές επαναστατικής όμως φύσης, αρχίζουν να κυριαρχούν στον τόπο απονεκρώνοντας τα δημοκρατικά αντανακλαστικά της αστικής τάξης. Υφιστάμενοι τις υπερβολές της ρητορικής μέρους της νέας κομματικής εξουσίας, η αγανάκτηση του μετριοπαθούς αστικού πληθυσμού μετατρέπεται σταδιακά σε μούδιασμα, απόγνωση και οργισμένη αποδοχή.
Δεν υπάρχει διέξοδος στην σιωπηλή λαϊκή κατακραυγή. Το υπόλοιπο πολιτικό φάσμα παίζει με τους παραδοσιακούς πολίτικους κανόνες που όμως στον κόσμο δεν προσφέρουν διέξοδο και προοπτική. Πριν από μήνες κυβερνητικό στέλεχος προκάλεσε ανοιχτά την μετριοπαθή αστική τάξη μιλώντας για «τους μένουμε Ευρώπη» και το χαμένο παιχνίδι των προσπαθειών τoυς. Κάνεις όμως από την μετριοπαθή αντιπολίτευση δεν τόλμησε να σηκώσει το γάντι. Και να ζητήσει αναμέτρηση των δυο κόσμων που συγκρούονται. Τι εκφράζει δηλαδή ο ένας και τι εκπροσωπεί ο άλλος. Επαναφέροντας έτσι τη χώρα στο κέντρο του πολιτικού διαλόγου που κυριαρχεί διεθνώς και που χαρακτηρίζει παντού τις δημόσιες εξελίξεις. Στο όνομα μιας ανερμάτιστης φοβίας για την οποία αναμέτρηση με το ιερό εικονοστάσι της Αριστερής λογικής, στην Ελλάδα η αστική τάξη φοβάται την αντιπαράθεση. Κι εμμένει σε λογικές κατευνασμού, στρόγγυλου πολιτικού λόγου κι εξάλειψης κάθε αιχμής από την περιγραφή των αδικιών και της πραγματικής εκμετάλλευσης που πνίγουν σήμερα την ελληνική κοινωνία.
Η κοινωνία χωρίζεται όλο και πιο βαθιά ανάμεσα σε «αυτούς που δίνουν» και σε «αυτούς που παίρνουν». Μέλημα της κυβέρνησης είναι να πείσει πως αυτοί που παίρνουν είναι συντριπτικά περισσότεροι. Και πως οι άλλοι είναι καταδικασμένοι από τις συνθήκες να σκύψουν το κεφάλι και να υποστούν τις συνέπειες. Παθητικά η αντιπολίτευση αποδέχεται αυτή την συλλογιστική. Αφενός μεν αποφεύγοντας να αντισταθεί στη λογική της «κακομοίρης κοινωνίας» που απαιτεί λογής παροχές κι αφετέρου αντιμετωπίζοντας «αυτούς που παίρνουν» σαν ένα αδιαπέραστο τείχος που αποτελεί χάσιμο χρόνου η όποια προσπάθεια εκπόρθησης του. Δεν τολμάει έτσι να μιλήσει για απολύσεις στον δημόσιο τομέα λχ που μηδενίζουν όμως στην ουσία την προσπάθεια να πείσει για μειώσεις φορών. Και να εξηγήσει σε πολλούς δύσπιστους πως έχει προτάσεις με προοπτική που θα τους απελευθερώσουν από τα σημερινά αδιέξοδα.
Το πρόβλημα δεν είναι θεωρητικό. Είναι απόλυτης ουσίας. Ο αστικός κόσμος «που δίνει» αποκαρδιώνεται και το αποτέλεσμα το δείχνει η στασιμότητα στις δημοσκοπήσεις. Σε ένα οικονομικό αλλά και πολιτικό περιβάλλον στο οποίο η κυβέρνηση θα έπρεπε να έχει ήδη συντριβεί, διαπιστώνουμε ακατανόητες αντοχές και κάποιες εκλάμψεις ανάκαμψης. Η αντιπολίτευση οφείλει να διαβάσει σωστότερα την ελληνική κοινωνία. Ξεπερνώντας τις συμβουλές των απολογητών της λεγόμενης «κοινωνικής ευαισθησίας». Προερχόμενες κατά βάση είτε από απολογητές της λεγόμενης λαϊκής Δεξιάς (βλ. επιβίωση μέσω ρουσφετολογίας) είτε από βετεράνους της Αριστεράς (απόφοιτους των σχολείων ζωής της ΚΝΕ). Η νέα κοινωνική ανάγνωση οφείλει να λάβει υπόψιν τα άγχη και τις απογοητεύσεις της καταπιεσμένης μεσαίας τάξης στην οποία πλέον ανήκουν και οι περιθωριοποιημένοι μισθοσυντήρητοι των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων και οι βεβαρημένοι με εξοντωτικούς φόρους αγρότες.
Σε τελευταία ανάλυση, ποιοι είναι «αυτοί που δίνουν»; Οι οποίοι και αποτελούν την κοινωνική δεξαμενή που θα έπρεπε σύσσωμη να σιχαίνεται την κυβέρνηση; Κατ' αρχήν όσοι έχουν στην κατοχή τους κάποιας σημασίας περιουσιακά στοιχεία. Μικρή η μεγάλη ιδιοκτησία, χωράφια, κτήματα, αστικά ή αγροτικά ακίνητα, αυτοκίνητο ή κάθε άλλου είδους μέσο μεταφοράς που πληρώνει τέλη και φόρους για να κινείται η και να μην μετακινείται. Όλοι εκείνοι επίσης που κατέχουν την οποία μικρή ή μεγάλη εμπορική επιχείρηση και μεταποιητική μονάδα που είτε είναι οικογενειακή επιχείρηση είτε κατορθώνει να απασχολήσει από δυο ανθρώπους και πάνω. Όλοι αυτοί είναι καταδικασμένοι να καταβάλουν ουσιαστικά λύτρα στο κράτος, δίχως την προσδοκία κάποιας ανταποδοτικής βασικά υπηρεσίας ή παροχής από αυτό.
Δεν είναι όμως μόνο αυτοί. Κι όσοι προσφέρουν μισθωτές υπηρεσίες σε έναν ή περισσοτέρους εργοδότες - είτε με μπλοκάκι είτε μέσω μισθολογίου - βρίσκονται όμηροι ενός συστήματος που τους επιβαρύνει συνεχώς όχι για να καλυτερεύσει την καθημερινότητά τους, αλλά για να συντηρήσει δημόσιους φορείς και διορισμένους υπάλληλους. Το ίδιο και οι συνταξιούχοι της πραγματικής εργασίας, που πληρώνουν φόρους από αποδεκατισμένες απολαβές για τις οποίες θυσίασαν μια ζωή πάνω στη λογική ενός πλάνου εξασφαλισμένης αποστρατείας. Κι όλα αυτά γιατί; Ώστε μέσω εξωφρενικών αδικιών και παράλογων ρυθμίσεων κάποιοι να τρυπώσουν στο συνταξιοδοτικό σύστημα και να το οδηγήσουν ακόμα και στα προ κρίσης αδιέξοδά του.
Στόχος όλων αυτών είναι η μακροημέρευση του πλέγματος κρατικών ελέγχων και παρεμβάσεων που κάνει την ζωή όλων αυτών που πληρώνουν ουσιαστικά αφόρητη και το μέλλον αυτών που απαρτίζουν το δημόσιο πλέγμα εξασφαλισμένο. Κοινοτικός αξιωματούχος πρόσφατα ομολόγησε πως όλες οι φορολογικές επιβαρύνσεις υπήρξαν επιλογές της κυβέρνησης, προκειμένου να μην πειράξει τους φορείς του δημοσίου και να μην μειώσει δαπάνες που θα πείραζαν τους βολεμένους τροπαιούχους. Και είναι έωλο το επιχείρημα πως πολλοί κι απ’ αυτούς «δίνουν» μέσω φορών συνεισφέροντας στα βάρη. Δίνουν κατ’ αρχήν από αυτά που ούτως η άλλως παίρνουν από την κοινωνία. Δεν παράγουν πλούτο τον οποίο αποστερούνται - όπως όλοι οι υπόλοιποι. Πρόσφατη μελέτη εξάλλου έδειξε πως κάθε μια θέση απασχόλησης στο Δημόσιο στοιχίζει περίπου όσο τρεις στον ιδιωτικό τομέα. Δηλαδή, χάνονται τρεις θέσεις εργασίας στην υπόλοιπη κοινωνία για κάθε (κομματικό ουσιαστικά) διορισμό στο κράτος.
Ας αναλογισθεί κάνεις πως θα σαν τα πράγματα αν «αυτοί που παίρνουν» έμπαιναν επιτέλους στο στόχαστρο με αντικειμενικό σκοπό την ανακούφιση της υπόλοιπης κοινωνίας από τα βάρη που της συσσωρεύουν. Η οικονομική ανακούφιση από την απαλλαγή της κοινωνίας από υποχρεώσεις που δεν της ανήκουν - όπως η εξασφάλιση απασχόλησης στον δημόσιο τομέα προσωπικού που θα ‘πρεπε να αναζητήσει εργασία στην ιδιωτική οικονομία, παροχές με μοναδικό στόχο την ψηφοθηρία κι όχι την κάλυψη πραγματικών κοινωνικών αναγκών, άχρηστη γραφειοκρατία για δικαιολόγηση απλά διορισμών κι αμοιβών - θα ήταν θεαματική. Πιθανότατα θα οδηγούσε σε κατάργηση της οικονομικής επιτροπείας (μνημόνια) που υφίσταται η χώρα από Ευρωπαίους δανειστές και ΔΝΤ. Και θα οδηγούσε σε ένα μέλλον απαλλαγμένο από τον οποίο κίνδυνο παλινδρόμησης σε οικονομικά αδιέξοδα.
Οφείλει η Αντιπολίτευση να συνειδητοποιήσει πως η κοινωνία δεν έχει άλλα περιθώρια υπομονής. Η οργή με τον υποαπασχολούμενο αλλά τεράστιο δημόσιο τομέα ξεχειλίζει. Ο κόσμος βαρέθηκε να υπομένει την ψευδεπίγραφη ρητορική της φροντίδας δήθεν των αδυνάτων που σηματοδοτεί στην πράξη διαφθορά, ακινησία και κατρακύλα σε αποτελμάτωση. Κοιτάξτε τον κόσμο που υποφέρει στα μάτια. Και πες τε του επιτέλους αυτά που θέλει να ακούσει. Ξεπεράστε τις αλυσίδες της πολιτικής ορθότητας κι απευθυνθείτε σ’ αυτούς που αποτελούν την κινητήριο δύναμη της κοινωνίας - σ' αυτούς δηλαδή που δίνουν. Κάντε τους να αισθανθούν πως εκφράζετε τις αγωνίες τους.
Μια καινούργια ημέρα τότε θα ξημερώσει...
Ανδρέας Ανδριανόπουλος (Το άρθρο γράφτηκε για το liberal.gr)