Τα τελευταία χρόνια, ο τουρισμός κράτησε όρθια τη χώρα. Δεν είναι μόνο η πραγματική συνεισφορά του στο ΑΕΠ, άμεση και έμμεση, που πιθανότατα ξεπέρασε πλέον το 25%. Είναι και η αίσθηση –ακόμη και σε όσους δεν έχουν σχέση με τον κλάδο– ότι τουλάχιστον κάτι «πάει καλά» σ’ αυτόν τον τόπο, κάπου παράγεται εισόδημα, δημιουργούνται δουλειές. Κάθε μήνα τα στοιχεία για την τουριστική κίνηση είναι η αφορμή για μια αισιόδοξη σκέψη, σε μια περίοδο που τέτοιες αφορμές σπανίζουν.
Τα ρεκόρ των αφίξεων, τα δισεκατομμύρια των εισπράξεων, τα γκρουπ των τουριστών στο κέντρο της Αθήνας, η 100% πληρότητα των ξενοδοχείων στη Μύκονο, τη Σαντορίνη, την Κρήτη...
Ολα αυτά καλύπτουν, προς το παρόν, τις γκρίζες πτυχές του τουριστικού success story.
Τα ρεκόρ ήρθαν σε μια εποχή που υπήρχε στις βασικές ευρωπαϊκές αγορές του ελληνικού τουρισμού άφθονη και φθηνή ρευστότητα. Επίσης, ο τουρισμός σε ανταγωνίστριες χώρες όπως η Τουρκία, η Αίγυπτος και η Τυνησία υπέστη ισχυρό πλήγμα, λόγω τρομοκρατίας και γεωπολιτικών εξελίξεων.
Η ευνοϊκή συγκυρία καλύπτει, προς το παρόν, τις αδυναμίες: το ελληνικό τουριστικό προϊόν επιβαρύνεται με υψηλή, μη ανταγωνιστική φορολογία. Ο ΦΠΑ στη διαμονή είναι 13% στην Ελλάδα, 10% στην Ισπανία και την Ιταλία, 8% στην Τουρκία, 9% στην Κύπρο. Στην εστίαση, είναι 24% στην Ελλάδα, 10% στην Ισπανία και την Ιταλία, 18% στην Τουρκία και 5% ή 9% στην Κύπρο.
Για κάθε 100 ευρώ που καταβάλλει ένας τουρίστας σε ένα 4στερο ξενοδοχείο με το ίδιο λειτουργικό κόστος σε όλες τις χώρες, στην Ελλάδα για φόρους και τέλη πηγαίνουν 16,6 ευρώ, έναντι 12,7 στην Ιταλία, 10 στην Ισπανία, 9,5 στην Τουρκία και 8,3 ευρώ στην Κύπρο. Δεδομένου και του υψηλού μη μισθολογικού κόστους, για να προσφέρουν ένα ανταγωνιστικό πακέτο, τα ελληνικά ξενοδοχεία συμπιέζουν τους μισθούς και το περιθώριο κέρδους. Με μικρότερα περιθώρια κέρδους, οι ξενοδοχειακές μονάδες, για να βγουν, λειτουργούν λίγους μήνες, όταν μπορούν να επιτύχουν μεγαλύτερες πληρότητες και υψηλότερες τιμές. Ετσι, παρά τα αλλεπάλληλα ρεκόρ αφίξεων, η τουριστική σεζόν στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι βραχείας διάρκειας. Επίσης, τα μικρά περιθώρια κέρδους σημαίνουν λιγότερες επενδύσεις, απαραίτητες για να προσελκύσει η χώρα περισσότερο και κυρίως ποιοτικότερο τουρισμό. Σημαίνουν, ότι τα λειτουργικά κέρδη δεν επαρκούν για να καλύψουν την αποπληρωμή δανείων. Τα δάνεια των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων σε καθυστέρηση είναι 3 δισ. σε σύνολο 7 δισ. ευρώ, με ευθύνη βεβαίως και εκείνων των επιχειρηματιών του κλάδου που πήραν θαλασσοδάνεια τις δεκαετίες του ’80, του ’90 και του 2000, δήθεν για επενδύσεις που δεν υλοποίησαν ποτέ.
Παρά τα ρεκόρ, ο τουρισμός εγκλωβισμένος στο μοντέλο «ήλιος και θάλασσα» εξακολουθεί να αφορά μικρό μέρος της επικράτειας. Το 50% των τουριστικών εσόδων κατευθύνεται σε τρεις περιφέρειες, την Κρήτη, το Νότιο Αιγαίο και τα Ιόνια.
Και φέτος, όπως όλα δείχνουν, θα είναι μια καλή χρονιά. Ομως η Τουρκία, η Αίγυπτος, η Τυνησία, το Μαρόκο επιστρέφουν δυναμικά. Το 2019 το ροζ συννεφάκι στο οποίο βρισκόταν τα τελευταία χρόνια ο ελληνικός τουρισμός κινδυνεύει να διαλυθεί και ν’ αποκαλύψει τις χρόνιες αδυναμίες του.
Βασίλης Ζήρας (Καθημερινή)