Σταθερότητα και αύξηση του βιοτικού επιπέδου συνοψίζουν τα δύο βασικά οφέλη από την κυκλοφορία του ευρώ την 1η Ιανουαρίου 2002, δηλαδή ακριβώς πριν από 20 χρόνια. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει το επετειακό αφιέρωμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία μαζί με τη στατιστική βάση δεδομένων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, διατρέχουν βασικά μεγέθη -όχι μόνο οικονομικά- της Ευρωζώνης και των χωρών-μελών την τελευταία 20ετία.

Πέραν από την ευκολία και τη μείωση του κόστους στις συναλλαγές, η ΕΚΤ αναφέρει ότι το ευρώ συνέβαλε θετικά στη σταθερότητα των τιμών, με τον πληθωρισμό όλα αυτά τα χρόνια να κινείται μέχρι το 2%. Μολονότι ο πληθωρισμός σήμερα έχει ξεπεράσει το όριο αυτό λόγω προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στις τιμές ενέργειας και στο άνοιγμα της οικονομίας από τα περιοριστικά μέτρα λόγω πανδημίας το 2020, εντούτοις επιμένει ότι πρόκειται για παροδικό φαινόμενο. Προβλέπει ότι μέχρι το τέλος του 2022 θα δούμε τον πληθωρισμό κάτω του 2%.

Συνέβαλε, επίσης, στην ανάπτυξη των οικονομιών, όπως αποτυπώνεται από το ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ αλλά και στο βιοτικό επίπεδο, σύμφωνα με δείκτες, όπως το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Μείωσε το κόστος δανεισμού για τις χώρες μέλη αλλά και για τα νοικοκυριά, κυρίως για την απόκτηση στέγης.

Το ευρώ σήμερα είναι το δεύτερο επικρατέστερο νόμισμα στις παγκόσμιες συναλλαγές, μετά το δολάριο, ενώ το 60% των ευρωπαϊκών εξαγωγών τιμολογούνται σε ευρώ.

Στην Ελλάδα

Αντίστοιχα συμπεράσματα προκύπτουν και για την περίπτωση της Ελλάδας. Συγκρατώνται τα διψήφια ποσοστά πληθωρισμού και επιτοκίων από την περίοδο πριν από τη σύγκλιση, ενώ αυξάνεται η ανάπτυξη και το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα, παρά τη 10ετή κρίση που μεσολάβησε. Το κόστος δανεισμού για την Ελλάδα έπεσε κοντά στο μηδέν και το μέσο επιτόκιο στα στεγαστικά δάνεια συγκλίνει προς το μέσο ευρωπαϊκό όρο.

Ωστόσο, από τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της ΕΚΤ και της Τράπεζας της Ελλάδος, προκύπτει ότι στην περίπτωση της Ελλάδας, το ευρώ δεν κατάφερε να συγκρατήσει το γενικό επίπεδο τιμών, δηλαδή την ακρίβεια, παρά το "ξεφούσκωμα” της οικονομίας από το 2010 με τα μνημόνια και τη δημοσιονομική προσαρμογή. Τα επιτόκια στα καταναλωτικά δάνεια και τις κάρτες δεν ακολούθησαν την ίδια ευρωπαϊκή πορεία. Μικρή ήταν η επίπτωση στην απασχόληση, ενώ δεν παρουσιάζει θετική μεταβολή η δημιουργία ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου, δηλαδή επενδύσεων. Σε αυτό το σημείο, ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η 10ετής κρίση έπληξε τις επενδύσεις και δημιούργησε επενδυτικό κενό άνω των 100 δισ. ευρώ, με αντίστοιχες εκροές κεφαλαίων.

Ωστόσο, παρατηρούνται αδυναμίες στην ανταγωνιστικότητα, η οποία μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνη για την ακρίβεια, παρά τη συγκράτηση του πληθωρισμού και του αποπληθωρισμού κατά την κρίση, ίσως, διότι συμβαίνει αυτό που λέγεται: Ό,τι αυξάνεται, μετά δεν μειώνεται η τιμή του. Ίσως και αυτό συνδέεται με την καθυστέρηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που φαίνεται και στα στοιχεία για την αγορά εργασίας, στο έλλειμμα του ισοζυγίου, κλπ.

Έχει ενδιαφέρον να δούμε την εξέλιξη ορισμένων μεγεθών σε επίπεδο Ευρωζώνης και Ελλάδος κατά την τελευταία 20ετία.

Πληθωρισμός

Σύμφωνα με την ΕΚΤ, το ευρώ είναι υπεύθυνο για τη συγκράτηση του πληθωρισμού κάτω από το 2% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Το Ευρώ βρήκε την Ευρωζώνη με πληθωρισμό 2,3% και διατηρήθηκε αρκετά χαμηλότερα -ακόμα και του 1% για πολλά χρόνια- μέχρι την πρόσφατη κρίση. Στην Ελλάδα, ήρθε το ευρώ με πληθωρισμό 3,9% και αφού έφτασε στο 4,7% το 2011, έπeσε μέχρι το -1,4 το 2014 και στο 0,9 το 2021.

Τελικά πέτυχε το ευρώ; 

Ανάπτυξη και βιοτικό επίπεδο

Το βιοτικό επίπεδο και η απασχόληση αυξήθηκαν στην Ευρωζώνη μετά την κυκλοφορία του ευρώ. Το μέσο εισόδημα από 20.900 ευρώ το 2019 αυξήθηκε στα 33.230 ευρώ το 2020. Το ποσοστό των εργαζομένων αυξήθηκε από το 63,6% στο 71,8%.

Στην Ελλάδα από οριακούς πραγματικούς ρυθμούς ανάπτυξης κατά τη δεκαετία του ‘80, περνάμε σε μια σημαντική αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά περίπου 40% από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως την κυκλοφορία του ευρώ. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε με συνολικό ρυθμό περίπου 15% μέχρι το 2008 για να διακοπεί απότομα και να επιστρέψει κάτω από τα επίπεδα της εισαγωγής του ευρώ λόγω της δημοσιονομικής κρίσης που ακολούθησε. Ακόμα βρίσκεται χαμηλότερα από το επίπεδο του 2022.

ΑΕΠ

Όμως, το βιοτικό επίπεδο είτε βάσει κατακεφαλήν εθνικού εισοδήματος ή βάσει καθαρού διαθέσιμου εισοδήματος ή αγοραστικής δύναμης με βάση τις αποδοχές (σε όλες τα μεγέθη η ΕΕ λαμβάνει τις ισοδύναμες μονάδες αγοραστικής δύναμης για τις συγκρίσης) έχει αυξηθεί παρά την κρίση.

Ενδεικτικά, το εθνικό διαθέσιμο εισόδημα, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, από το επίπεδο των 100 δισ. ευρώ στα τέλη της δεκαετίας του ‘80 διπλασιάστηκε και έφτασε το επίπεδο των 200 δισ. στην εισαγωγή του ευρώ, αγγίζοντας τα 225 δισ. ευρώ το 2008, πριν μειωθεί κατά την κρίση. Σήμερα έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2007-2008.

Μείωση κόστους δανεισμού

Το κόστος δανεισμού για το ελληνικό Δημόσιο, από το επίπεδο του 17% στη δεκαετία του ‘80 και κοντά στο 25% στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έπεσε με την κυκλοφορία του ευρώ κάτω από το 5%. Μετά την κορύφωση στην κρίση του 2012, σήμερα τείνει προς το μηδέν.

Αλλά και το κόστος δανεισμού των νοικοκυριών για την απόκτηση κατοικίας μειώθηκε σημαντικά. Από το επίπεδο του 6% το 2021 έχει μειωθεί σήμερα κοντά στο 2,98% (μέσο υφιστάμενο επιτόκιο για όλα τα στεγαστικά στην αγορά), σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Αντίστοιχη, αποκλιμάκωση παρατηρήθηκε σε όλη την Ευρωζώνη. Ωστόσο, τα επιτόκια στα καταναλωτικά και κυρίως στις πιστωτικές κάρτες, στην Ελλάδα δεν υπήρξε αντίστοιχη διαφορά.

Ευρωζώνη

-340 εκατ. Ευρωπαίοι μοιράζονται το ευρώ

-60 χώρες, με συνολικό πληθυσμό 175 εκατ. έχουν συνδέσει την ισοτιμία τους με το ευρώ.

-27,4 δισεκ. τραπεζογραμμάτια ευρώ βρίσκονται σε κυκλοφορία, συνολικής αξίας 1,5 τρισεκ. ευρώ

-50εύρα χρησιμοποιούν περισσότερο οι Ευρωπαίοι.

-13 δισεκ. 50εύρα βρίσκονται σε κυκλοφορία.

-140 δισεκ. κέρματα βρίσκονται σε κυκλοφορία, συνολικής αξίας 31 δισ.

-73% των συναλλαγών γίνονται με μετρητά, 24% με κάρτες και 3% με άλλα μέσα στην Ευρωζώνη.

Αξίζει μια επίσκεψη στην ιστοσελίδα της ΕΚΤ για τα 20 χρόνια του ευρώ και στη βάση δεδομένων της Κομισιόν Ameco για περισσότερα συγκριτικά και διαχρονικά στοιχεία και μεγέθη της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας, πριν και μετά το ευρώ.

Λεωνίδας Στεργίου Capital.gr