«Ενώ κάθε μια από τις επιμέρους εταιρείες μας υπηρετεί τον δικό της επιχειρηματικό σκοπό, μοιραζόμαστε μια θεμελιώδη δέσμευση για όλους τους μετόχους μας».
Με αυτή την πρόταση το αμερικανικό Business Roundtable, το οποίο αντιπροσωπεύει τους επικεφαλής 181 από τις μεγαλύτερες εταιρείες του κόσμου, εγκατέλειψε την επί μακρόν θέση ότι «οι επιχειρήσεις υπάρχουν πρωτίστως για να υπηρετούν τους μετόχους τους».
Αυτό είναι σίγουρα μια σημαντική στιγμή. Τι, όμως, σημαίνει και τι θα έπρεπε να σημαίνει; Η απάντηση είναι απαραίτητο να ξεκινά από την αναγνώριση του γεγονότος ότι κάτι έχει πάει πολύ στραβά. Τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, και ειδικά στις ΗΠΑ, την πιο σημαντική χώρα από όλες, έχουμε παρατηρήσει την ανίερη τριάδα χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας, καλπάζουσας ανισότητας και τεράστιων χρηματοπιστωτικών σοκ.
Όπως σημείωναν σε μια έκθεση πέρυσι ο Jason Furman του Harvard University και ο Peter Orszag του Lazard Frères: «Από το 1948 έως το 1973, το πραγματικό εισόδημα της διάμεσης (median) οικογένειας στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά 3% ετησίως. Με αυτό το ρυθμό… υπήρχε 96% πιθανότητα ένα παιδί να έχει υψηλότερο εισόδημα από αυτό των γονιών του. Μετά το 1973 η διάμεση οικογένεια είδε το πραγματικό της εισόδημα να αυξάνεται μόλις 0,4% το χρόνο… ως αποτέλεσμα 28% των παιδιών έχει χαμηλότερο εισόδημα απ’ όσο είχαν οι γονείς του».
Γιατί η οικονομία δεν ανταποκρίνεται; Η απάντηση βρίσκεται, ως επί το πλείστων, στην άνοδο του «στημένου» καπιταλισμού. Σε αυτή την περίπτωση «πρόσοδος» σημαίνει ανταμοιβή επιπλέον όσων απαιτούνται για να δημιουργηθεί η επιθυμητή προσφορά αγαθών, υπηρεσιών, γης ή εργασίας. Ο «ραντιέρικος καπιταλισμός» σημαίνει μια οικονομία στην οποία η αγορά και η πολιτική δύναμη επιτρέπουν προνομιούχα άτομα και εταιρείες που αφαιρούν ένα μεγάλο μέρος από αυτές τις «προσόδους» από όλους τους υπόλοιπους.
Αυτό δεν εξηγεί κάθε απογοήτευση. Όπως υποστηρίζει ο Robert Gordon, καθηγητής κοινωνικών επιστημών στο Northwestern University, η δομική καινοτομία υποχώρησε μετά τα μέσα του 20ου αιώνα. Η τεχνολογία δημιούργησε επίσης μεγαλύτερη εξάρτηση από τους πτυχιούχους και αύξησε τους σχετικούς τους μισθούς, εξηγώντας μέρος της αύξησης της ανισότητας. Το μερίδιο, όμως, του 1% των αμερικανών με το υψηλότερο προ φόρων εισόδημα έκανε άλμα από το 11% το 1980 στο 20% το 2014. Αυτό δεν ήταν σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα αυτής της τεχνολογικής αλλαγής που στηρίζεται στα προσόντα.
Αν κάποιος ακούσει την πολιτική συζήτηση σε πολλές χώρες, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ και τη Μεγάλη Βρετανία, θα μπορούσε να συμπεράνει ότι η απογοήτευση οφείλεται κυρίως στις εισαγωγές από την Κίνα ή τους χαμηλά αμειβόμενους μετανάστες ή και τα δυο. Οι ξένοι είναι τα ιδανικά εξιλαστήρια θύματα. Η ιδέα, όμως, ότι η αυξανόμενη ανισότητα και η χαμηλή αύξηση της παραγωγικότητας οφείλονται στους ξένους είναι απλά λάθος.
Κάθε δυτική χώρα υψηλού εισοδήματος εμπορεύεται περισσότερο με αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες χώρες σήμερα απ’ ότι πριν από τέσσερις δεκαετίες. Κι’ όμως η αύξηση στην ανισότητα έχει παρουσιάσει ουσιαστική διαφοροποίηση. Το αποτέλεσμα εξαρτάται από το πώς οι θεσμοί της οικονομίας της αγοράς συμπεριφέρθηκαν σε ότι αφορά τις εγχώριες πολιτικές επιλογές.
Ο οικονομολόγος του Harvard Elhanan Helpman τελειώνει την επισκόπησή της τεράστιας ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας με το συμπέρασμα ότι «η παγκοσμιοποίηση με την μορφή του εξωτερικού εμπορίου και της μετεγκατάστασης δεν είχε μεγάλη συνεισφορά στην αυξανόμενη ανισότητα. Πολλές μελέτες διαφορετικών γεγονότων ανά τον κόσμο οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα».
Η μεταφορά πολλών εργοστασίων, κατά κύριο λόγο στην Κίνα, μπορεί να μείωσε λίγο τις επενδύσεις στις χώρες υψηλού εισοδήματος. Αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να υπήρξε αρκετά ισχυρό για να μειώσει σημαντικά την αύξηση της παραγωγικότητας. Αντίθετα, η στροφή στην παγκόσμια κατανομή της εργασίας είχε ως αποτέλεσμα να στραφούν οι χώρες υψηλού εισοδήματος σε τομείς υψηλής εξειδίκευσης, όπου υπάρχει και μεγαλύτερη προοπτική για γρήγορη αύξηση της παραγωγικότητας.
Ο Ντόναλντ Τραμπ, ένας αδαής μερκαντιλιστής, αντίθετα, εστιάζει στις διμερείς εμπορικές ανισορροπίες ως την αιτία για την απώλεια θέσεων εργασίας. Αυτά τα ελλείμματα αντανακλούν κακές εμπορικές συμφωνίες, επιμένει ο αμερικανός πρόεδρος. Είναι αλήθεια ότι οι ΗΠΑ έχουν συνολικό εμπορικό έλλειμμα, ενώ η Ευρωπαϊκή Ενωση πλεόνασμα. Οι εμπορικές πολιτικές τους, όμως, είναι πανομοιότυπες.
Οι εμπορικές πολιτικές δεν εξηγούν τις διμερείς ισορροπίες. Οι τελευταίες, με τη σειρά τους, δεν εξηγούν τις συνολικές ισορροπίες. Τόσο η θεωρία, όσο και οι αποδείξεις συνηγορούν σε αυτό.
Το οικονομικό αντίκτυπο της μετανάστευσης υπήρξε επίσης περιορισμένο, όσο μεγάλο και αν είναι το πολιτικό και πολιτισμικό «σοκ από τους ξένους». Ερευνα δείχνει ότι οι συνέπειες της στο πραγματικό εισόδημα του τοπικού πληθυσμού και στη δημοσιονομική θέση των κρατών υποδοχής υπήρξε μικρό και συχνά θετικό.
Πολύ περισσότερο παραγωγική από αυτή την πολιτικά επιβραβευμένη, αλλά λανθασμένη, εστίαση στη ζημιά που έγινε από το εμπόριο και την μετανάστευση είναι η εξέταση του ίδιου του σύγχρονου «καπιταλισμού της προσόδου».
Η οικονομία παίζει βασικό ρόλο με διάφορες διαστάσεις. Η φιλελευθεροποιημένη οικονομία τείνει να κάνει μετάσταση, όπως ο καρκίνος. Ετσι, η ικανότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα να δημιουργεί πίστωση και χρήμα χρηματοδοτεί τις δικές του δραστηριότητες, εισοδήματα και (συχνά πλασματικά) κέρδη.
Μια μελέτη του 2015 από τους Stephen Cecchetti και Enisse Kharroubi για την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών υποστήριξε ότι «το επίπεδο χρηματοπιστωτικής ανάπτυξης είναι καλό μόνο μέχρι ένα σημείο, μετά το οποίο μετατρέπεται σε οπισθέλκουσα για την ανάπτυξη και ότι ένας γρήγορα αναπτυσσόμενος χρηματοπιστωτικός κλάδος είναι επιβλαβής στη συνολική αύξησης της παραγωγικότητας». Όταν μεγαλώνει γρήγορα, υποστηρίζουν, προσλαμβάνει ταλαντούχους. Αυτοί μετά δανείζονται με εγγύηση περιουσία γιατί παράγει ενέχυρο. Αυτή είναι μια εκτροπή ταλαντούχων ανθρώπινων πόρων σε αντιπαραγωγικές, άχρηστες κατευθύνσεις.
Και πάλι η υπερβολική αύξηση της πίστωσης σχεδόν πάντα οδηγεί σε κρίσεις, όπως έδειξαν οι Carmen Reinhart και Kenneth Rogoff. Αυτός είναι ο λόγος που καμία μοντέρνα κυβέρνηση δεν τολμά να αφήσει τον υποτιθέμενα οδηγούμενο από την αγορά χρηματοπιστωτικό κλάδο αβοήθητο και χωρίς καθοδήγηση. Αυτό με τη σειρά του, όμως, δημιουργεί τεράστιες ευκαιρίες για να κερδίσεις από την ανευθυνότητα: κορώνα, κερδίζουν. Γράμματα, εμείς οι υπόλοιποι χάνουμε. Οι περαιτέρω κρίσεις είναι εγγυημένες.
Η χρηματοπιστωτική δημιουργεί επίσης αυξανόμενη ανισότητα. Οι Thomas Philippon του Stern School of Business και Ariell Reshef του Paris School of Economics έδειξαν ότι τα σχετικά κέρδη των χρηματοπιστωτικών επαγγελμάτων «εξερράγησαν» ανοδικά τη δεκαετία του 1980 με την απορρύθμιση των οικονομικών. Υπολογίζουν ότι οι «πρόσοδοι», κέρδη άνω αυτών που χρειάζονταν για να προσελκύσουν ανθρώπους στον κλάδο, αντιστοιχούσαν σε 30-50% των διαφορών στις αμοιβές μεταξύ επαγγελμάτων στον χρηματοπιστωτικό κλάδο και τον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα.
Αυτή η έκρηξη στην χρηματοπιστωτική δραστηριότητα μετά το 1980 δεν έχει βελτιώσει την αύξηση της παραγωγικότητας. Αν μη τι άλλο, την έχει μειώσει, ειδικά μετά την κρίση. Το ίδιο ισχύει με την έκρηξη στις αμοιβές στελεχών, άλλη μια μορφή εξαγωγής «προσόδου». Όπως σημειώνει ο Deborah Hargreaves, ιδρυτής του High Pay Centre, στη Μεγάλη Βρετανία η αναλογία της μέσης αμοιβής ενός διευθύνοντος συμβούλου έναντι ενός μέσου εργάτη αυξήθηκε από το 48 προς 1 το 1998 σε 129 προς 1 το 2016. Στις ΗΠΑ η αναλογία αυτή αυξήθηκε από 42 προς 1 το 1980 σε 347 προς 1 το 2017.
Όπως έγγραψε ο αμερικανός δοκιμιογράφος HL Mencken: «για κάθε σύνθετο πρόβλημα υπάρχει μια απάντηση που είναι καθαρή, απλή και λάθος». Η σύνδεση της αμοιβής με την τιμή της μετοχής έδωσε στο μάνατζμεντ ένα τεράστιο κίνητρο να αυξήσει αυτή την τιμή χειραγωγώντας κέρδη ή δανειζόμενο χρήματα για να αγοράσει μετοχές. Τίποτα εκ των δυο δεν προσθέτει αξία στην εταιρεία. Μπορούν όμως να προσφέρουν μεγάλα πλούτη στο μάνατζμεντ. Ένα συναφές πρόβλημα με την εταιρική διακυβέρνηση είναι η σύγκρουση συμφερόντων, ειδικά σε ότι αφορά την ανεξαρτησία των ελεγκτών.
Συνοψίζοντας, προσωπικά οικονομικά θέματα παρεισφρέουν στην διαδικασία λήξης εταιρικών αποφάσεων. Όπως υποστηρίζει ο ανεξάρτητος οικονομολόγος Andrew Smithers στο «Productivity and the Bonus Culture», αυτό γίνεται σε βάρος των εταιρικών επενδύσεων και κατά συνέπεια της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της παραγωγικότητας.
Ένα πιθανά πιο θεμελιώδες θέμα είναι η μείωση του ανταγωνισμού. Οι Furman και Orszag λένε ότι υπάρχουν αποδείξεις της αυξανόμενης συγκέντρωσης της αγοράς στις ΗΠΑ, ένας χαμηλότερος ρυθμός εισόδου νέων εταιρειών και μικρότερο μερίδιο νέων εταιρειών στην οικονομία απ’ ότι πριν τρεις ή τέσσερις δεκαετίες. Ερευνα από τον ΟΟΣΑ και το Oxford Martin School καταγράφει επίσης διευρυνόμενες αποκλίσεις σε παραγωγικότητα και κέρδη μεταξύ των ηγετικών επιχειρήσεων και των υπόλοιπων. Αυτό υπονοεί μειούμενο ανταγωνισμό και αυξανόμενη πρόσοδο μονοπωλίου. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος της αύξησης της ανισότητας ανακύπτει από την ριζικά διαφορετικές ανταμοιβές για εργαζόμενους με παρόμοια προσόντα σε διαφορετικές επιχειρήσεις: αυτό, επίσης είναι μια μορφή διαχωρισμού προσόδου.
Τμήμα της εξήγησης του αποδυναμωμένου ανταγωνισμού είναι οι τύπου «ο νικητής παίρνει σχεδόν τα πάντα» αγορές: σούπερσταρ και οι εταιρείες τους κερδίζουν μονοπωλιακές προσόδους γιατί μπορούν τώρα να εξυπηρετήσουν πολύ φθηνά παγκόσμιες αγορές. Η «εξωτερικότητα» (externality) του δικτύου (κέρδη από την χρήση ενός δικτύου που χρησιμοποιούν άλλοι) και μηδενικά οριακά κόστη για μονοπωλιακές πλατφόρμες (Facebook, Google, Amazon, Alibaba και Tencent) είναι κυρίαρχα παραδείγματα.
Μια ακόμα τέτοια φυσική δύναμη είναι το δίκτυο «εξωτερικότητας» της συσσώρευσης, στο οποίο έδωσε έμφαση ο Paul Collier στο «The Future of Capitalism». Επιτυχημένες μητροπόλεις, (Λονδίνο, Νέα Υόρκη) δημιουργούν ισχυρά κυκλώματα, προσελκύοντας και ανταμείβοντας ανθρώπους με ταλέντο. Αυτό δημιουργεί μειονέκτημα σε επιχειρήσεις και ανθρώπους που παγιδεύτηκαν σε πόλεις που έμειναν πίσω. Η συσσώρευση επίσης δημιουργεί προσόδους, όχι μόνο στις τιμές περιουσιακών στοιχείων αλλά και στα κέρδη.
Κι όμως η μονοπωλιακή πρόσοδος δεν είναι απλά προϊόν τόσο φυσικών -αν και ανησυχητικών- οικονομικών δυνάμεων. Είναι επίσης και αποτέλεσμα πολιτικών. Στις ΗΠΑ ο καθηγητής του πανεπιστημίου Yale, Robert Bork, υποστήριζε τη δεκαετία του 1970 ότι η «ευημερία του καταναλωτή» θα πρέπει να είναι ο μοναδικός στόχος της αντιμονοπωλιακής πολιτικής. Όπως με την μεγιστοποίηση της αξίας του μετόχου, αυτή είναι υπεραπλούστευση πολύ πολύπλοκων θεμάτων. Σε αυτή την περίπτωση οδήγησε σε εφησυχασμό σε ότι αφορά την μονοπωλιακή δύναμη, υπό την προϋπόθεση ότι οι τιμές έμεναν χαμηλά. Ωστόσο τα ψηλά δέντρα στερούν από τα φυτά το φως που χρειάζονται για να μεγαλώσουν. Το ίδιο ισχύει με πολλές γιγαντιαίες εταιρείες.
Κάποιοι ίσως υποστηρίξουν, αυτάρεσκα, ότι η «μονοπωλιακή πρόσοδος» που βλέπουμε τώρα στις ηγέτιδες οικονομίες είναι εν πολλοίς σημάδι της «δημιουργικής καταστροφής» που επαίνεσε ο αυστριακός οικονομολόγος Joseph Schumpeter. Στην πραγματικότητα, δεν βλέπουμε αρκετή δημιουργία, καταστροφή ή παραγωγικότητα που να στηρίξει πειστικά αυτή την άποψη.
Μια επαίσχυντη πλευρά της αναζήτησης προσόδου είναι η ριζική φοροαποφυγή. Επιχειρήσεις (και έτσι και οι μέτοχοι) επωφελούνται από τα δημόσια αγαθά (ασφάλεια, νομικό σύστημα, υποδομές, μορφωμένο εργατικό δυναμικό και κοινωνικοπολιτική σταθερότητα) που προσφέρουν οι ισχυρότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες του κόσμου. Κι’ όμως είναι στην τέλεια θέση για να εκμεταλλευτούν φορολογικά παράθυρα, ειδικά στις περιπτώσεις εταιρειών στις οποίες η τοποθεσία παραγωγής ή καινοτομίας είναι δύσκολο να καθοριστεί.
Οι μεγαλύτερες προκλήσεις εντός του εταιρικού φορολογικού συστήματος είναι ο φορολογικός ανταγωνισμός, η διάβρωση της βάσης και η μεταφορά κερδών. Βλέπουμε το πρώτο στους μειούμενους φορολογικούς συντελεστές. Βλέπουμε το τελευταίο στην μεταφορά πνευματικής ιδιοκτησίας σε φορολογικούς παραδείσους, στην χρέωση εκπιπτώμενου από τη φορολογία χρέους έναντι κερδών που αποκτήθηκαν σε δικαιοδοσίες με υψηλότερους φόρους και στο μαγείρεμα του «transfer pricing» εντός των ομίλων.
Μια μελέτη του 2015 από το ΔΝΤ υπολόγισε ότι η διάβρωση της βάσης και η μεταφορά κερδών μείωσε τα μακροπρόθεσμα ετήσια έσοδα των χωρών του ΟΟΣΑ κατά περίπου 450 δισ. δολάρια (1% του ΑΕΠ). Αυτά είναι σημαντικά μεγέθη στο πλαίσιο μιας φορολογίας που άντλησε κατά μέσο όρο 2,9% του ΑΕΠ το 2016 στις χώρες του ΟΟΣΑ και μόλις 2% στις ΗΠΑ.
Ο Brad Setser του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων έδειξε ότι οι αμερικανικές εταιρείες δηλώνουν επτά φορές περισσότερα φορολογικά κέρδη σε μικρούς φορολογικούς παραδείσους (Βερμούδες, Βρετανική Καραϊβική, Ιρλανδία, Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Σιγκαπούρη και Ελβετία) απ’ όσα στις έξι μεγαλύτερες οικονομίες (Κίνα, Γαλλία, Γερμανία, Ινδία, Ιταλία και Ιαπωνία). Αυτό είναι γελοίο. Η φορολογική μεταρρύθμιση του Ντόναλντ Τραμπ ουσιαστικά δεν άλλαξε τίποτα. Δεν χρειάζεται να πούμε ότι δεν είναι μόνο οι αμερικανικές εταιρείες που εκμεταλλεύονται τέτοια παράθυρα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις οι πρόσοδοι δεν περιορίζονται στην εκμετάλλευση. Δημιουργούνται μέσω λόμπινγκ για στρεβλά και άδικα φορολογικά παράθυρα και κατά της αναγκαίας ρύθμισης των συγχωνεύσεων, των αντιανταγωνιστικών πρακτικών, της απρεπούς χρηματοοικονομικής συμπεριφοράς, του περιβάλλοντος και των αγορών εργασίας. Το εταιρικό λόμπινγκ υπερισχύει των συμφερόντων των πολιτών. Πράγματι, κάποιες μελέτες υπονοούν ότι οι επιθυμίες των πολιτών υπολογίζονται ελάχιστα κατά την χάραξη πολιτικής.
Καθώς κάποιες από τις δυτικές οικονομίες έχουν γίνει περισσότερο «λατινοαμερικανικές» στην διανομή των εισοδημάτων, οι πολιτικές τους επίσης γίνονται πιο λατινοαμερικανικές. Κάποιοι από τους νέους λαϊκιστές εξετάζουν ριζοσπαστικές, αλλά αναγκαίες, αλλαγές στον ανταγωνισμό, τις ρυθμίσεις και τις φορολογικές πολιτικές. Αλλοι, όμως, στηρίζονται σε ξενοφοβικές κραυγές ενώ συνεχίζουν να προωθούν ένα καπιταλισμό υπέρ μιας μικρής ελίτ. Τέτοιες δραστηριότητες μπορεί να οδηγήσουν στο τέλος της ίδιας της φιλελεύθερης δημοκρατίας.
Τα μέλη του Business Roundtable και οι ομότιμοί τους πρέπει να κάνουν σκληρές ερωτήσεις στους εαυτούς τους. Εχουν δίκιο: η αναζήτηση της μεγιστοποίησης της αξίας του μετόχου έχει αποδεχτεί αμφίβολος οδηγός για την διοίκηση επιχειρήσεων. Αυτή η συνειδητοποίηση, όμως, είναι η αρχή, όχι το τέλος. Πρέπει να αναρωτηθούν τι σημαίνει αυτή η κατανόηση για το πως θα καθορίσουν τις αμοιβές τους και πως εκμεταλλεύονται -στην πραγματικότητα δημιουργούν- φορολογικά και ρυθμιστικά κενά.
Martin Wolf Financial Times