JED KOLKO* / THE NEW YORK TIMES
H πρόσφατη έκθεση του αμερικανικού υπουργείου Εργασίας για τον Μάιο φάνηκε πως παρουσίαζε μια θετική εικόνα: περισσότερες θέσεις εργασίας και χαμηλότερη ανεργία. Ωστόσο, οφείλουμε να ρίξουμε μια προσεκτικότερη ματιά στα νούμερα. Η μείωση της ανεργίας οφείλεται στην πραγματικότητα στη μείωση των προσωρινών απολύσεων. Εάν τις αφαιρέσουμε, αυτό που μένει είναι ο βασικός δείκτης ανεργίας, ο οποίος ενισχύθηκε τον Μάιο.
Αυτός ο βασικός δείκτης, που περιλαμβάνει μόνον όσους έχουν χάσει οριστικά τη δουλειά τους, ανήλθε στο 5% τον Μάιο από το 4,6% του Απριλίου, πολύ υψηλότερα σε σχέση με το 3,7 του Δεκεμβρίου του 2019. Ανήλθε δηλαδή στο υψηλότερο επίπεδο από τον Φεβρουάριο του 2017. Βρίσκεται βέβαια πολύ χαμηλότερα από το 10,5% του Απριλίου του 2010. Επομένως, μολονότι το συνολικό ποσοστό ανεργίας υποχωρεί από το υψηλότατο επίπεδο, που συγκρίνεται με τη Μεγάλη Υφεση, και παρότι πρόκειται να μειωθεί περαιτέρω, ο βασικός δείκτης αυξάνεται.
Το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας παρουσιάζει ήδη έξι δείκτες. Γιατί λοιπόν απαιτείται κι άλλος; Ο βασικός δείκτης ανεργίας αφαιρεί τους προσωρινά ανέργους και περιλαμβάνει τους υπολοίπους: όσους έχουν χάσει μόνιμα τη δουλειά τους, όσους έχουν παραιτηθεί και όσους επιστρέφουν ή μπαίνουν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας. Επίσης, περιλαμβάνει όσους είναι διαθέσιμοι και θέλουν να εργαστούν, αλλά δεν έχουν αναζητήσει εργασία τον τελευταίο μήνα.
Αυτή η ύφεση ξεκίνησε με έναν ευρύ, αλλά προσωρινό περιορισμό στις μεταφορές, στα εστιατόρια και σε πολλούς ακόμα τομείς. Τον Μάιο, 73% των ανέργων δήλωσαν ότι απολύθηκαν προσωρινά, που σημαίνει ότι γνώριζαν την ημερομηνία επιστροφής στη δουλειά ή ανέμεναν να επιστρέψουν μέσα στους επόμενους έξι μήνες. Πριν από την επέλαση της πανδημίας, η προσωρινή ανεργία δεν είχε ξεπεράσει ποτέ το ένα τέταρτο της συνολικής ανεργίας.
Στους κλάδους που επλήγησαν περισσότερο, το ποσοστό προσωρινής εργασίας ήταν εξαιρετικά υψηλό. Περισσότεροι από 80% των ανέργων στην εκπαίδευση, στη διατήρηση και καθαριότητα κτιρίων, στον κλάδο της αισθητικής και στη μεταποίηση δήλωναν προσωρινά άνεργοι. Αντιθέτως, στους κλάδους της τεχνολογίας, των επιστημών και των κοινωνικών υπηρεσιών περίπου το 50% θεωρούνταν προσωρινά άνεργοι. Δηλαδή στις επιχειρήσεις που έκλεισαν προσωρινά λόγω κορωνοϊού υπήρχαν περισσότεροι προσωρινά άνεργοι.
Οσο τρομακτική και αν είναι η προσωρινή απόλυση, υπάρχει ακόμα η ελπίδα ότι ο εργοδότης θα συνεχίσει να εργάζεται και θα επαναπροσλάβει τους υπαλλήλους του. Οι αρχικές προσπάθειες στήριξης ανέργων εστίαζαν στη συντήρηση των ανθρώπων που έχουν χάσει προσωρινά τις αποδοχές τους και στη συντήρηση των επιχειρήσεων, μέχρι να μπορέσουν να επαναπροσλάβουν τους υπαλλήλους τους. Ο στόχος ήταν η επιστροφή των προσωρινά ανέργων στα πόστα τους και όχι η εύρεση νέας θέσης εργασίας.
Στους έξι δείκτες που παρουσιάζει το υπουργείο Εργασίας, οι προσωρινές και οι μόνιμες απολύσεις προσμετρούνται μαζί, το οποίο μπορεί να είναι αρκετό υπό φυσιολογικές συνθήκες. Εν μέσω της πανδημίας όμως, είναι απαραίτητο να καταγράφεται εάν η προσωρινή ανεργία μειώνεται εξαιτίας της επιστροφής στη δουλειά ή εξαιτίας μιας οριστικής απόλυσης.
Αφαιρώντας τους προσωρινά ανέργους, φαίνεται ο αριθμός των ανθρώπων που πλησιάζουν σε μια μόνιμη κατάσταση ανεργίας. Πρόκειται για μια ομάδα που δεν θα μπορέσει να αποκτήσει αμέσως δουλειά ενόσω ανοίγει ξανά η οικονομία. Θα καταστρέψει τη δικτύωση ορισμένων και θα οδηγήσει σε απώλεια των δεξιοτήτων τους. Οι άνεργοι αυτοί ενδέχεται να χάσουν παράλληλα την ιατροφαρμακευτική τους ασφάλεια. Ο βασικός δείκτης ανεργίας δείχνει εάν οδεύουμε προς μια παρατεταμένη συρρίκνωση της οικονομίας, όπως είχε συμβεί σε προηγούμενες υφέσεις.
* Ο κ. Jed Kolko είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Indeed.com.