Η Ευρώπη απειλείται περισσότερο εσωτερικά, από τον λαϊκισμό και την ψευδολογία, παρά από τους εξωτερικούς εχθρούς της
του Π. Κ. Μακρή*
Είναι επιδεκτική συζητήσεως η δήλωσις, προ ημερών, του Αντιπροέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Donald Tusk ότι τις 3 πρώτες θέσεις, κατά την ιεράρχηση των απειλών κατά της ΕΕ, καταλαμβάνουν το καθεστώς Putin, η ισλαμιστική τρομοκρατία και η νέα Αμερικανική Προεδρία.
Η εμπειρία των έργων και των λόγων των πρώτων ημερών της Προεδρίας του κ. Trump δεν είναι, βεβαίως, καθησυχαστική. Ούτε πρέπει να υποτιμώνται η ισλαμιστική τρομοκρατία και η γεωστρατηγική απειλή την οποία συνιστά η Ρωσία υπό το παρόν καθεστώς του Κρεμλίνου, κατά την προσπάθειά του ανακτήσεως όσον το δυνατόν μεγαλυτέρου μέρους της απωλεσθείσης σοβιετικής κληρονομίας.
Παρά ταύτα, η κορυφαία απειλή κατά της ΕΕ είναι εσωτερική: τα στίγματα δημαγωγικών, λαϊκιστικών κινημάτων, ποικίλων αποχρώσεων, συνεχώς μεγεθύνονται επί όλων των σημείων του ευρωπαϊκού ορίζοντος. Στην Δύση προεκάλεσαν ήδη την έκλειψη, από τις τάξεις της Ενώσεως, ενός μείζονος και πολυτίμου εταίρου, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, κλονίζουν τους νεοτεύκτους κοινοβουλευτικούς θεσμούς δύο εταίρων σοβιετικού παρελθόντος.
Συγχρόνως, καθυστερούν την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητος μίας μεγάλης χώρας του Νότου, διέκοψαν την ανάρρωση μίας άλλης, μικροτέρας, επίσης του Νότου –επί της οποίας, μάλλον, ρίπτουν την χαριστική βολή– και φθάνουν να ασκούν την νοσηρά επιρροή τους επί της πολιτικής σκηνής των δύο μεγάλων χωρών, ιστορικών κινητηρίων δυνάμεων της ευρωπαϊκής πορείας –της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Δεν είναι του παρόντος ο προσδιορισμός της ιδιοσυστασίας του πολιτικού λαϊκισμού και των διαφόρων συνομοταξιών του. Τoν επιχειρούν, άλλωστε, άλλα κείμενα του φύλλου αυτού. Αρκεί να συγκρατηθεί ότι, πέραν του ταυτοσήμως βαναύσου ήθους και ύφους τους και των δημαγωγικών υπεραπλουστεύσεων, ταυτόσημη είναι και η εχθρότητά τους προς την ουσία της κοινοβουλευτικής και αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, προς την οικονομία της ελευθέρας αγοράς –ειδικώς δε προς την ελευθερία του διεθνούς εμπορίου και των διεθνών οικονομικών σχέσεων– και προς υπερεθνικούς πολιτικούς οργανισμούς. Προ πάντων, προς την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ούτε θα επιχειρηθεί, εδώ, η ανίχνευσις και η υποβολή προτάσεων θεραπείας, των αιτίων της κατακορύφου εκτινάξεως της απηχήσεως την οποίαν είχαν εν μέσω των ευρωπαϊ¬κών εκλογικών σωμάτων, ιδίως μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση των ετών 2008-2010, η λαϊκιστική συνθηματολογία και η καπήλευσις προκαταλήψεων, ευτελών εμπαθειών και συνδρόμων ταξικής μειονεκτικότητος.
Σκοπός των λίγων αυτών γραμμών είναι η επισήμανσις συμπεράσματος πρακτικής υφής: των πραγμάτων ούτως εχόντων, η κυβερνητική αυτοδυναμία είναι πλέον στόχος ο οποίος υπερβαίνει την εμβέλεια των εγγύς και εκατέρωθεν του κέντρου του πολιτικού φάσματος, κειμένων χώρων. Είτε, δηλαδή, της Σοσιαλδημοκρατίας είτε του οικονομικού και πολιτικού Φιλελευθερισμού.
Ο όγκος των δυνάμεών τους έχει υποστεί φθορά. Διολίσθησε προς τα άκρα. Μόνον αν συνοδοιπορήσουν θα διατηρήσουν μάζα επαρκή να αποφράξει τις γραμμές προελάσεως, εκ δεξιών και εξ αριστερών, των δημαγωγών και καταστροφέων όχι μόνον του συστήματος αρχών, αξιών και θεσμών του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αλλά και των βάσεων της ιδίας της Αντιπροσωπευτικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας –η νόθευσις της οποίας δια δημοψηφισμάτων έχει, ήδη επιτυχώς δοκιμασθεί.
Όποια, λοιπόν, και αν θα είναι η τελική επιλογή στρατηγικής των ευρωπαϊκών θεσμών και των βαρυνόντων εταίρων –«περισσότερη Ευρώπη», Ευρώπη δύο ταχυτήτων, ανάπαυλα και περισυλλογή, εκτεταμένη θεσμική μεταρρύθμισις και όσα άλλα αναμασσώνται σχετικώς–, η εσωτερική συσπείρωσις των ευρωφίλων δυνάμεων εκάστης χώρας-μέλους της ΕΕ συνιστά conditio sina que non όχι μόνον της δικής τους επιβιώσεως και της πραγματώσεως των ιδρυτικών προσδοκιών της ΕΕ, αλλά και της διασώσεως της ουσίας, της πολυμερείας και της πολυφωνίας του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος.
Σοσιαλδημοκράται και Φιλελεύθεροι πρέπει παντού να αποκρούσουν καιροσκοπικούς πειρασμούς προσκαίρων και αυτοκαταστροφικών συμμαχιών, εντός των οποίων θα μετεβάλλοντο εις ουραγούς λαϊκιστών, οι μεν της Αριστεράς, οι δε της Δεξιάς. Το παράδειγμα της συμπράξεως του Λαϊκού Κόμματος και μικροτέρων κομμάτων ευρωσκεπτικιστών προς εκλογή του νέου Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου δικαιολογείται να εμβάλλει, αν όχι εις ανησυχία, τουλάχιστον εις σκέψεις. Απορεί, επίσης, κανείς, όταν διαπιστώνει ότι, ενίοτε, εκπρόσωποι του σοσιαλδημοκρατικού χώρου αναγνωρίζουν την ανάγκη περαιτέρω εκφιλελευθερισμού των οικονομιών και δραστικής περιστολής του Κράτους ευκολότερα και συχνότερα απ’ ό,τι εκείνοι της λεγομένης «Λαϊκής Δεξιάς».
Η εχθρότητα προς την ΕΕ, εννοείται, δεν τεκμαίρεται μόνον από τις δεδηλωμένες θέσεις ενός πολιτικού χώρου. Πραγματική λυδία λίθος είναι η ιδεολογία του και ο βαθμός συμβατότητός της προς την πολιτική και οικονομική δεοντολογία η οποία διέπει τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Σαφής αντι-ευρωπαϊκή θέσις λαμβάνεται από τα λαϊκιστικά εκείνα κινήματα ευρώστων οικονομικώς χωρών, τα οποία αισθάνονται ισχυρά. Να μην παροράται, όμως, η ύπαρξις των περιφερειακών και ανασφαλών οι οποίοι δεν εμφανίζονται μεν ευθέως ως πολέμιοι της ευρωπαϊκής ιδέας –αν και δεν αποκρύπτονται εύκολα τα αισθήματά τους–, αλλά καταβάλλουν προσπάθεια διαβρώσεως και δυσφημήσεώς της προς τους συμπολίτες τους, προετοιμάζοντες την επομένη φάση…
Ας ελπισθεί ότι η συμμαχία των συμβατικών πολιτικών δυνάμεων κατά την διεξαγωγή του δεύτερου γύρου των γαλλικών προεδρικών εκλογών θα λειτουργήσει επαρκώς και ότι το αποτέλεσμα δεν θα προστεθεί στην σειρά των δυσαρέστων εκπλήξεων του παρελθόντος έτους –διότι τότε, βεβαίως, θα ευρισκόμεθα σχεδόν προ του τέλους και τα προλεγόμενα ελάχιστη, πλέον, θα είχαν σημασία.
*Αρχισυντάκτης του μηνιαίου περιοδικού «Διπλωματικός Ταχυδρόμος»