SIMON WREN-LEWIS*

Πριν από λίγες ημέρες προέκυψε μια ενδιαφέρουσα διαφωνία ανάμεσα στον Economist και στον αρθρογράφο των Financial Times Μάρτιν Σάντμπου. Το ακανθώδες θέμα ήταν το εξής: αν το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας, το οποίο ξεκίνησε ως μικρό έλλειμμα το 2000 και έκτοτε αυξάνεται σταθερά, φθάνοντας να γίνει πλεόνασμα ίσο με το 8% του ΑΕΠ, συνιστά πρόβλημα ή, πιο συγκεκριμένα, τροχοπέδη στην παγκόσμια οικονομία. Για να συζητήσουμε αυτό το θέμα, θα πρέπει να προσεγγίσουμε τον βασικό λόγο της διόγκωσής του, ο οποίος είναι η περιορισμένη αύξηση των μισθών στη Γερμανία. Εχω αναφερθεί λεπτομερέστατα στο ζήτημα, ενώ κάτι ανάλογο έχει κάνει και ο Πέτερ Μπόφινγκερ, μέλος της επιτροπής ανεξάρτητων οικονομικών συμβούλων της γερμανικής κυβέρνησης.

Με απλά λόγια, από τη γέννηση της Ευρωζώνης η Γερμανία επέτρεψε στους μισθούς των εργαζομένων της να αυξηθούν σε επίπεδα ασύμβατα με τον επίσημο στόχο της Ευρωζώνης του σχεδόν 2%. Διατηρώντας η χώρα τον πληθωρισμό των μισθών σε χαμηλά επίπεδα από το 2000 έως το 2009, κατόρθωσε να εξασφαλίσει ανταγωνιστικό προβάδισμα σε σύγκριση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωζώνης.

Εκείνη την περίοδο, οι περισσότεροι άνθρωποι είχαν επικεντρωθεί στον υψηλό πληθωρισμό των χωρών της περιφέρειας. Αυτό, όμως, είναι το ένα μέρος της ιστορίας, επειδή στη Γερμανία ο πληθωρισμός από τους μισθούς ήταν πολύ χαμηλός έναντι όλων των άλλων χωρών.

Η επίταση αυτού του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος ήταν αναμενόμενο να οδηγήσει σε διόγκωση των πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί από μόνο του για να στοιχειοθετήσει την ύπαρξη προβλήματος για δύο λόγους που σχετίζονται μεταξύ τους. Ο πρώτος είναι ότι πιθανώς η Γερμανία εισήλθε στην Ευρωζώνη με μη ανταγωνιστική ισοτιμία, οπότε η πορεία των μισθολογικών αυξήσεων λειτούργησε διορθωτικά. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι ενδεχομένως η Γερμανία χρειάζεται να είναι τόσο ανταγωνιστική, επειδή ο ιδιωτικός της τομέας επιδιώκει να αποταμιεύει περισσότερα απ’ όσα επενδύει και έτσι να μπορεί να αγοράζει περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό. Και δεδομένης της γήρανσης του πληθυσμού στη Γερμανία, ίσως ισχύει το ότι οι επιχειρήσεις θέλουν να αποταμιεύουν περισσότερο. Για δημογραφικούς λόγους, δηλαδή, η χώρα πρέπει να εμφανίζει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.

Το καίριο ερώτημα αφορά το μέγεθός του: το να ξεπερνά το 8% του ΑΕΠ σημαίνει ότι είναι τεράστιο. Και πάντοτε πίστευα ότι είναι πολύ μεγάλο για να αποτυπώνει απλώς και μόνο τις επιλογές των Γερμανών που αποταμιεύουν. Είμαι χαρούμενος που συμφωνεί μαζί μου το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Επισημαίνει ότι ένα πλεόνασμα μεταξύ 2,5% και 5,5% του ΑΕΠ εκφράζει μια ισόρροπη κατάσταση σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. Οπότε η αποκατάσταση των πραγμάτων είτε απαιτεί μεγαλύτερη αύξηση μισθών στη Γερμανία και περιορισμένη αύξηση μισθών στην υπόλοιπη Ευρωζώνη είτε και τα δύο. Με το δεδομένο ότι, κατά μέσον όρο, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είναι πολύ χαμηλός, το να υπάρξει πληθωρισμός μισθών χαμηλότερος από τον μέσο όρο εκτός Γερμανίας είναι πολύ δύσκολο. Οι εταιρείες είναι απρόθυμες να μειώσουν μισθούς και οι εργαζόμενοι να δεχθούν κάτι τέτοιο. Οπότε η άμβλυνση των ανισορροπιών σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας στην Ευρωζώνη πάντοτε θα γίνεται με αργούς ρυθμούς. Στον βαθμό που η Γερμανία μπορεί να επανορθώσει έναντι του παρελθόντος, επιτρέποντας υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις, είτε άμεσα είτε έμμεσα με αύξηση δαπανών, καλό θα ήταν να το κάνει. Αν οι υψηλότεροι μισθοί συνέβαλαν σε τόνωση της ζήτησης και της παραγωγής στη Γερμανία, αυτό θα βοηθούσε και την παγκόσμια οικονομία.

* Καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στον ιστότοπο Mainly Macro του Simon Wren-Lewis και εν συνεχεία στον ιστότοπο www.socialeurope.eu.