To αφήγημα της καθαρής εξόδου φθίνει. Οπως παραδέχονται αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, «οι συζητήσεις για τη μεταμνημονιακή περίοδο έχουν αρχίσει, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπάρχει τίποτα στο τραπέζι που να μη θυμίζει πρόγραμμα», γεγονός που καθιστά δύσκολη την πολιτική διαχείρισή τους από την ελληνική πλευρά.
Ολα δείχνουν πως οι πιστωτές, μετά τη λήξη του προγράμματος, θα επιβάλουν ένα σύστημα ενισχυμένης επιτήρησης, διαφορετικό από αυτό που ισχύει στα άλλα κράτη-μέλη που πέρασαν από μνημόνιο. Η κυβέρνηση ή τουλάχιστον κάποιο τμήμα αυτής δείχνει να το έχει αποδεχθεί. Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, την περασμένη Πέμπτη, είπε μεν ότι θα υπάρχει ένας μηχανισμός εποπτείας στο πλαίσιο των ευρωπαϊκών εξαμήνων και της εποπτείας που είχαν η Κύπρος και η Πορτογαλία αφού βγήκαν από τα μνημόνια, σημείωσε όμως ταυτόχρονα πως αυτές οι χώρες δεν έχουν προβλήματα χρέους. Δηλαδή, από τη μια παρέπεμψε στους θεσμοθετημένους μηχανισμούς εποπτείας που τέθηκαν σε εφαρμογή στα άλλα κράτη-μέλη κι από την άλλη υπονόησε πως η Ελλάδα θα έχει αυστηρότερη επιτήρηση, επειδή η ελάφρυνση χρέους δεν θα είναι δωρεάν. Προφανώς, η ελάφρυνση χρέους και ο όγκος των δανείων που έχουν δώσει οι Ευρωπαίοι στη χώρα μας δεν είναι οι μόνες διαφορές με την Κύπρο ή την Πορτογαλία. Για παράδειγμα, και οι δύο πριν από τη λήξη των μνημονίων τους είχαν κατορθώσει να αντλήσουν από τις αγορές επαρκή κεφάλαια για να καλύψουν τις χρηματοδοτικές τους ανάγκες σε βάθος χρόνου.
Η Ελλάδα θα χρειαστεί να πάρει από τους πιστωτές ένα ποσό 9 δισ. ευρώ ως ταμειακό απόθεμα. Επίσης, σε καμία από τις δύο άλλες χώρες ο πρωθυπουργός δεν είπε ότι μετά το τέλος του προγράμματος θα ανακτήσει τα κλειδιά του χρηματοκιβωτίου (προφανώς για να κάνει ό,τι θέλει με τα χρήματα που υπάρχουν μέσα). Σε καμία από τις άλλες χώρες οι υπουργοί δεν υπόσχονταν ότι την επομένη της λήξης του προγράμματος θα ξηλώσουν τις μεταρρυθμίσεις που «υποχρεώθηκαν» από την τρόικα να υλοποιήσουν. Η αυστηρή επιτήρηση θα υπάρχει και μετά τις 21 Αυγούστου. Η βασική διαφορά σε σχέση με σήμερα είναι πως δεν θα έχει δάνεια, φθηνή χρηματοδότηση.
Η κυβέρνηση έχει δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να αναλωθεί όπως στις αρχές του 2015 σε συζητήσεις για το περιτύλιγμα –τότε που η τρόικα μετονομάστηκε σε »«θεσμούς» και άλλαξε ο τόπος διεξαγωγής των διαπραγματεύσεων, από το υπουργείο Οικονομικών στο Χίλτον– για να υποχωρήσει άτακτα στη συνέχεια, αποδεχόμενη τα πάντα. Ισως δεν υπάρχει χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της αναποτελεσματικής στρατηγικής από την πώληση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ. Η κυβέρνηση εγκλωβισμένη στις ιδεοληψίες της, αφού προσπάθησε με εμβαλωματικές λύσεις (ΝΟΜΕ κ.λπ.) να εμποδίσει την πώληση, φέρνοντας την εταιρεία σε οριακό σημείο βιωσιμότητας, στο τέλος την αποδέχθηκε, εκχωρώντας πλήρως τον έλεγχο της διαδικασίας στην Κομισιόν. Στα χρόνια του μνημονίου, καμία συμφωνία με τους θεσμούς δεν είχε τέτοια αποικιοκρατικά χαρακτηριστικά.
Η άλλη επιλογή είναι να προσέλθει στις διαβουλεύσεις με ένα δικό της πακέτο μεταρρυθμίσεων, για να περιληφθεί στο μεταμνημονιακό πλαίσιο επιτήρησης, που καταρτίζουν ήδη οι πιστωτές και προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι δεν θα ανατραπούν οι σοβαρότερες μεταρρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν τα προηγούμενα χρόνια. Να παρουσιάσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο, όχι σαν αυτά που «εκπονούνται» στις τριήμερες εκδρομές κυβερνητικών κλιμακίων ανά την επικράτεια, αλλά ένα σοβαρό με συγκεκριμένα μέτρα και καθορισμένους στόχους για ύψος επενδύσεων, αριθμό θέσεων εργασίας κ.λπ. Να αξιοποιήσει τέλος την ενισχυμένη επιτήρηση και τους όρους που έτσι κι αλλιώς θα επιβάλουν οι πιστωτές προκειμένου να εξασφαλίσει ότι τα ελληνικά ομόλογα θα είναι αποδεκτά για χορήγηση φθηνής ρευστότητας στις τράπεζες και για ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Μπορεί να μην είναι μια καθαρή έξοδος από τα μνημόνια, αλλά θα είναι τουλάχιστον μια έξυπνη έξοδος από την προστασία που προσέφερε η χρηματοδότηση των εταίρων.
Bασίλης Ζήρας (Καθημερινή)