Το 1/3 των εργοδοτών στην Ελλάδα δήλωσε ότι δεν μπορεί να καλύψει τις κενές θέσεις εργασίας που διαθέτει γιατί οι υποψήφιοι γι’ αυτές τις θέσεις δεν έχουν τις κατάλληλες δεξιότητες. Αυτό είναι ένα από τα πολύ ενδιαφέροντα στοιχεία της έρευνας της συμβουλευτικής εταιρείας McKinsey, που παρουσιάστηκε χθες στις Βρυξέλλες. Αυτή τη στιγμή 25% των νέων Ευρωπαίων είναι άνεργοι. Ο βασικός λόγος για την εκτόξευση της ανεργίας είναι η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ομως η έρευνα της McKinsey, που πραγματοποιήθηκε σε 8 ευρωπαϊκές χώρες, (Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο), δείχνει ότι εξίσου μεγάλο πρόβλημα είναι η εκπαίδευση και οι δεξιότητες που αποκτάνε μέσα από αυτήν οι νέοι Ευρωπαίοι. Μία εκπαίδευση που αποκλίνει πολύ από τις πραγματικές ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα η έρευνα εντοπίζει πέντε βασικά προβλήματα. Πρώτον, ότι το 42% των Ελλήνων δηλώνει ότι δεν συνεχίζει τις σπουδές του σε μεταλυκειακό επίπεδο (γεγονός που θα τους έδινε μεγαλύτερη πιθανότητα εύρεσης εργασίας) γιατί δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα διαβίωσης. Είναι εντυπωσιακό ότι το 68% των Ελλήνων φοιτητών ζει στο πατρικό σπίτι, ενώ ο μέσος όρος των υπόλοιπων χωρών της έρευνας είναι 38%.
Δεύτερον, λίγοι είναι οι Ελληνες μαθητές που λαμβάνουν κάποιου είδους επαγγελματικό προσανατολισμό εκτός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος. Η Ελλάδα σε αυτήν την κατηγορία ήταν η χαμηλότερη σε κατάταξη καθώς μόλις το 13% δηλώνει ότι έχει επαρκείς πληροφορίες πριν επιλέξει πιο επάγγελμα θέλει να ακολουθήσει και τι ικανότητες χρειάζονται γι’ αυτό το επάγγελμα, με αποτέλεσμα οι μεταλυκειακές σπουδές να μην έχουν σχέση με το τι ζητάει η αγορά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το επάγγελμα των αρχιτεκτόνων: ενώ η κατασκευαστική αγορά από το 2005 έχει μειωθεί 50%, οι απόφοιτοι της αρχιτεκτονικής έχουν αυξηθεί κατά 50%.
Τρίτον, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η έκθεση, οι εκπαιδευτικοί και οι εργοδότες «κινούνται σε διαφορετικούς πλανήτες». Πιο συγκεκριμένα, το 79% των εκπαιδευτικών που συμμετείχε στην έρευνα απάντησε ότι οι φοιτητές είναι καλά προετοιμασμένοι για την πρώτη τους δουλειά, ενώ μόνο το 23% των εργοδοτών συμφωνεί σε αυτό, δίνοντας στη χώρα μας την πιο εντυπωσιακή διαφορά μεταξύ αυτών των δύο ομάδων. Αυτή η διαφορά είναι αποτέλεσμα της έλλειψης επικοινωνίας που έχουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα με την πραγματική αγορά εργασίας ενώ στη χώρα μας δεν υπάρχει καμία οργανωμένη δομή που να φέρνει σε επαφή αυτές τις ομάδες.
Τέταρτον, βασικό πρόβλημα είναι ότι η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό της εργατικής δύναμης του ιδιωτικού τομέα να απασχολείται σε μικρές επιχειρήσεις (73%). Οι μικρές επιχειρήσεις έχουν περιορισμένη δυνατότητα να προσλάβουν, ενώ συγχρόνως έχουν δυσκολία να επικοινωνήσουν ότι έχουν κάποια θέση ανοιχτή και γι’ αυτό, σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης, είναι λιγότερο πιθανό να βρουν τους κατάλληλους εργαζόμενους.
Πέμπτον, η έρευνα καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η πρακτική εξάσκηση τουλάχιστον έξι μηνών σε μία θέση που έχει σχέση με τις σπουδές ενός νέου Ελληνα μπορεί να αυξήσει μέχρι και 60% την πιθανότητα να βρει δουλειά.
Eλένη Βαρβιτσιώτη (Καθημερινή)