Από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση και μετά, η ανεργία απέκτησε σχεδόν μόνιμο χαρακτήρα στην Ευρώπη, όμως τα τελευταία χρόνια παρουσιάζει και παγκόσμιο χαρακτήρα. Στην δε χώρα μας, ενώ στις αρχές της δεκαετίας τού 1980 ήταν μόλις 2,5%, εκτινάχθηκε στο 10% το 1995 και με αφορμή την κρίση χρέους του 2010 σήμερα βρίσκεται στο επίπεδο του 22% –από το οποίο, όπως θα δούμε, δύσκολα θα ξεφύγει προς τα κάτω.
Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται είναι το γιατί η ανεργία παραμένει σε διψήφια επίπεδα ακόμα και σε χώρες που έχουν καλούς ρυθμούς ανάπτυξης και άρα άνοδο της παραγωγικής τους δραστηριότητας. Μία άλλη διάσταση του φαινομένου είναι αυτή της ταχύτητας με την οποία η αγορά εργασίας παρακολουθεί τις αλλαγές στις παραγωγικές συνθήκες και ποιον ρόλο παίζουν στην περίπτωση αυτή οι θεσμικές αγκυλώσεις στις εργασιακές σχέσεις. Σημαντικός επίσης, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, είναι και ο ρόλος του κράτους στην αγορά εργασίας και των συντεχνιών που λειτουργούν στους κόλπους του.
Σύμφωνα με μελέτες-έρευνες που κατά καιρούς έχουν γίνει στην Ελλάδα κυρίως (Δεμέκας, Κοντολαίμης, Τζεκίνης, Φακιολάς), μία βασική αιτία της ανόδου της ανεργίας σε Ευρώπη και Ελλάδα είναι οι βαθιές αλλαγές που συνέβησαν στην αγορά εργασίας τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και στο επίπεδο της προσφοράς.
Οι σημαντικότερες από τις αλλαγές αυτές ήταν η αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών, η μείωση του αριθμού των απασχολουμένων στον αγροτικό τομέα και η απελευθέρωση από αυτό ενός μεγάλου αριθμού εργαζομένων με χαμηλή κατάρτιση.
Την ίδια περίοδο, όμως, η κάμψη του ρυθμού ανάπτυξης και η σημαντική βελτίωση του μορφωτικού επιπέδου του εργατικού δυναμικού αύξησε την αναντιστοιχία μεταξύ προσόντων των αναζητούντων εργασία και των απαιτούμενων δεξιοτήτων για τις προσφερόμενες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, μία αγορά εργασίας που θα λειτουργούσε αποτελεσματικά θα έπρεπε να είχε την δυνατότητα να προσαρμοστεί στις μεταβολές αυτές. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη. Αντίθετα, η ανεργία αυξήθηκε και πήρε τον χαρακτήρα μακροχρόνιας ανεργίας (ιδίως για τους νεότερους, τις γυναίκες και τους καλύτερα μορφωμένους).
Οι Δημ. Δεμέκας και Ζήνων Κοντολαίμης, συνεργάτες του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, επισημαίνουν σε παλαιότερη μελέτη τους ότι, περισσότερο στην Ελλάδα και λιγότερο στην Ευρώπη, την περίοδο 1981-1993 αυξήθηκε σημαντικά η σχέση μεταξύ κενών θέσεων εργασίας και αριθμού ανέργων, γεγονός που μπορεί να ερμηνευθεί από:
α) Την αναντιστοιχία μεταξύ προσφερομένων προϊόντων, του πολύ περισσότερο εκπαιδευμένου σήμερα εργατικού δυναμικού και ζητουμένων δεξιοτήτων. Στο ελληνικό εργατικό δυναμικό, το ποσοστό των ανδρών αποφοίτων δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αυξήθηκε από 24% το 1981 σε 56% το 2009, των δε γυναικών από 29% σε 50%,
β) Την μικρότερη αποτελεσματικότητα στην αναζήτηση εργασίας των μακροχρόνιων ανέργων. Και στο επίπεδο αυτό το πρόβλημα είναι σήμερα πολύ σοβαρό.
Μετά την πρώτη πετρελαϊκή κρίση το 1973, η Ελλάδα, για πολιτικούς λόγους, αντί να παρακολουθήσει τις διεθνείς οικονομικές ανακατατάξεις και τις αλλαγές που επέφεραν στον διεθνή καταμερισμό της εργασίας, ακολούθησε ένα ξεπερασμένο κεϋνσιανό μοντέλο που είχε υιοθετήσει από το 1949 και το ενίσχυσε δίνοντας έμφαση στο κράτος. Παράλληλα, επεδίωξε την για πολιτικούς λόγους ένταξή της στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες χωρίς να κάνει την παραμικρή προσπάθεια προσαρμογής στο κοινοτικό θεσμικό και παραγωγικό πλαίσιο.
Έτσι, αντί στην οικονομία να ενισχυθεί η εξωστρέφεια με την παραγωγή «διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών», συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Διογκώθηκε ο τομέας της εσωτερικής κατανάλωσης, ήτοι αυτός των «διεθνώς μη εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών», με εφαλτήριο την οικοδομή και τον δημόσιο τομέα.
Ακόμα χειρότερα, από το 1981 και μετά η κατανάλωση και η διόγκωση του δημόσιου τομέα άρχισε να γίνεται με δανεικά και με την ενίσχυση της «δυναμικής των εντός» (insider dynamics) που είναι τα κρατικοδίαιτα συνδικάτα. Οι παράλογες μισθολογικές απαιτήσεις των τελευταίων και η προστασία της πλήρους απασχόλησης των μελών τους οδήγησαν στην δραματική παραμόρφωση της αγοράς εργασίας, εις βάρος βέβαια των «εκτός» αυτής. Την ίδια περίοδο, η εκτίναξη στα ύψη του κόστους προσλήψεων και απολύσεων ενίσχυσε την ακαμψία στην εγχώρια αγορά εργασίας, σε μία εποχή μηδενικής ανάπτυξης.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης την περίοδο 1981-1996, όπως προκύπτει από την παλαιά μελέτη των Δεμέκα-Κοντολαίμη, ήταν το μερίδιο του δημόσιου τομέα σχεδόν να υπερδιπλασιασθεί σε σχέση με το 1960, με την συμμετοχή του Δημοσίου στην συνολική απασχόληση (με δημόσιες επιχειρήσεις και κρατικές τράπεζες) να περνά από το 6% στο 15% το 1995. Στον βαθμό δε που αυξάνονταν και οι διαφορές στις συνθήκες εργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η «αύξηση» αυτή συμβάδιζε βήμα-βήμα με την άνοδο της ανεργίας.
Ας μην ξεχνάμε ότι, ακόμα και σήμερα, οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο απολαμβάνουν του προνομίου της μονιμότητας, έχουν χαλαρότερες συνθήκες εργασίας και γενναιόδωρες συνταξιοδοτικές απολαβές.
Ταυτόχρονα, πολλοί έχουν την δυνατότητα να κάνουν και δεύτερη δουλειά (υπάρχουν και ομάδες που έχουν σημαντικά πρόσθετα εισοδήματα από τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς που υπάρχουν στο Δημόσιο).
Επίσης, οι διαπραγματευτικές ικανότητες των συνδικάτων του δημόσιου τομέα στην διεκδίκηση των μισθών τους είναι μεγαλύτερες από αυτές του ιδιωτικού, λόγω της ικανότητάς τους να αξιοποιούν την πολιτική διαδικασία και διαπλοκή.
Υπάρχουν έτσι προνόμια στο Δημόσιο που ενισχύουν τον αντιπαραγωγικό χαρακτήρα της οικονομίας μας και στην πράξη αποτρέπουν επενδύσεις που θα προσέφεραν θέσεις εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, οι Δεμέκας και Κοντολαίμης εξέτασαν την σχέση της επιμονής της ανεργίας την περίοδο 1981-1996 με τις αυξήσεις στους μισθούς και την απασχόληση στο Δημόσιο στην Ελλάδα και, με βάση ένα ειδικό μοντέλο που είχαν δημιουργήσει για τον σκοπό αυτόν, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι: «Οι αυξήσεις στους μισθούς και την απασχόληση στον δημόσιο τομέα τείνουν να αυξάνουν τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα και ceteris paribus να οδηγούν σε χαμηλότερο επίπεδο απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα».
Οι αρνητικές επιπτώσεις από την συμπεριφορά αυτή του δημόσιου τομέα εκδηλώθηκαν κατά κύριο λόγο κατά την διάρκεια της δεκαετίας τού 1980. Στις αρχές της δεκαετίας τού 1990, με την άσκηση αυστηρότερης μακροοικονομικής πολιτικής (και αυστηρής πολιτικής μισθών κα προσλήψεων στον δημόσιο τομέα) και την απελευθέρωση της οικονομίας, η εικόνα κάπως μεταβλήθηκε. Αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό για να αλλάξει και η δομή της οικονομίας.
Εξάλλου, στην δεκαετία τού 1990 αρνητικό ρόλο για την άνοδο της απασχόλησης έπαιξαν οι αυξήσεις των ασφαλιστικών εισφορών και η είσοδος ξένων εργατών από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες. Στο μέτρο δε που, ενόψει της εισόδου στην ευρωζώνη, τα κεφάλαια που επενδύονταν στην Ελλάδα πήγαιναν στην κατανάλωση, αντί να αναδιαρθρώσουν την παραγωγή, η κατάσταση έπαιρνε καταστροφικές διαστάσεις, που είναι και η κύρια αφορμή της σημερινής κατάστασης της χώρας.
Όπως υποστηρίζουν οι δύο διαπρεπείς Έλληνες οικονομολόγοι σε έρευνά τους, ο κρατισμός και η οικονομική του φιλοσοφία είναι η βασική αιτία μίας πραγματικής «γενοκτονίας ανθρώπινου κεφαλαίου» στην χώρα μας.
Έγκριτοι συγγραφείς επίσης, οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου, σε μελέτη τους που υπάρχει στον ιστότοπο του ΚΕΠΕ, τονίζουν ότι η κυριαρχία στην Ελλάδα «μη εμπορεύσιμων διεθνώς προϊόντων» (Ν), τα οποία παράγονται από την οικοδομή και τις κρατικές υπηρεσίες κυρίως, εις βάρος των «διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών» (Τ), δημιουργεί δομικές ασυμμετρίες, ολέθριες για τον παραγωγικό ιστό της χώρας.
Άμεση συνέπεια αυτής της αρνητικής σχέσης είναι η σοβαρή καταστροφή ανθρώπινου κεφαλαίου, η οποία κορυφώθηκε την περίοδο 2001-2009 και θα χρειασθούν πολλά χρόνια για να αποκατασταθεί. Αυτός είναι και ο λόγος που οι δύο έγκριτοι οικονομολόγοι παρομοιάζουν την καταστροφή αυτή με «γενοκτονία ανθρώπινου κεφαλαίου» για την ελληνική οικονομία, σε μία εποχή όπου οι ανθρώπινοι πόροι είναι κορυφαία πηγή ανάπτυξης και δημιουργίας πλούτου.
Κατά τους Δημήτρη και Χρήστο Α. Ιωάννου, οι μικρές ανοικτές οικονομίες που αντιμετωπίζουν ασύμμετρο λόγο μεταξύ μη εμπορεύσιμων διεθνώς και εμπορεύσιμων διεθνών (Ν/Τ), διατρέχουν μόνιμο κίνδυνο ανισορροπίας, ο οποίος σε περιόδους κρίσης ισοπεδώνει το ανθρώπινο κεφάλαιο. Ο κίνδυνος δε αυτός πολλαπλασιάζεται όταν οι εν λόγω οικονομίες λειτουργούν σε καθεστώς εξωτερικής συναλλαγματικής ισοτιμίας.
Η Ελλάδα εισήλθε έτσι σε μία άκρως επικίνδυνη ζώνη, από την οποία πολύ δύσκολα θα βγει. Για τον πολύ απλό λόγο ότι το σοβαρό πρόβλημά της είναι άκρως διαρθρωτικό και όχι μόνον δημοσιονομικό. Όντως, η χώρα έχει πρόβλημα χρέους, όμως αυτό δεν αντιμετωπίζεται μόνον με αναδιαρθρώσεις και εσωτερικές υποτιμήσεις αλλά με πολύ σοβαρές διαρθρωτικές πολιτικές –τις οποίες, ωστόσο, το πολιτικό σύστημα δεν θέλει να κάνει.
«Δοθέντος ότι η ισορροπία και η σταθερότητα της σχέσης Τ/Ν αποτελεί τον βασικό όρο μακροχρόνιας αναπτυξιακής ευστάθειας σε μία μικρή ανοιχτή οικονομία, σε αυτό πρωτίστως –δηλαδή στην διατήρηση της σταθερότητας στην σχέση Τ/Ν– οφείλει να αποβλέπει η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική.
Ως εκ τούτου, η ανάπτυξη της μικρής ανοικτής οικονομίας δεν μπορεί να επιδιώκεται με επεκτατικές δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές. Αντιθέτως, απαιτεί πολιτικές που εστιάζουν στην διαρκή αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου της χώρας και στην επιδίωξη της απρόσκοπτης, ευέλικτης λειτουργίας των αγορών εργασίας, κεφαλαίου και προϊόντων», γράφουν οι Δημήτρης και Χρήστος Α. Ιωάννου.
Αλλά ποιος τούς ακούει, σε μία χώρα στην οποία ο «στρατός κατοχής» της δεν θέλει με τίποτα να καταλάβει.
Και γιατί άραγε να θέλει να καταλάβει; Οι βολεμένοι είναι καλά εκεί που βρίσκονται και οι άλλες ας πάνε να πνιγούν, σκέφτονται οι άνθρωποι του «στρατού κατοχής».
Αλέξανδρος Παπανδρόπουλος (euro2day.gr)