Υψηλή φορολογία και ασφαλιστικές εισφορές, γραφειοκρατία και υψηλό ενεργειακό κόστος, το ασαφές και δυσλειτουργικό χωροταξικό πλαίσιο είναι οι παράγοντες που οδηγούν σε συρρίκνωση την εγχώρια μεταποίηση, που θα μπορούσε να αποτελεί τον βασικό κινητήριο μοχλό της οικονομίας. Αυτό είναι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης που παρουσίασε χθες το ΙΟΒΕ για τις τάσεις και προοπτικές του τομέα της μεταποίησης στην Ελλάδα.
Η μελέτη πραγματοποιήθηκε με την υποστήριξη της πρωτοβουλίας του νέου φορέα «Ελληνική Παραγωγή - Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη» που δημιουργήθηκε για την ανάδειξη και στήριξη του κλάδου. Στην εκδήλωση ξεχώρισε η παρουσία του κ. Μιχάλη Στασινόπουλου, μέλος του Δ.Σ. της Βιοχάλκο και εκ των εμπνευστών της πρωτοβουλίας «Ελληνική Παραγωγή», ο οποίος στην ομιλία του εστίασε στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η μεταποίηση ως μοχλός για την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, αφήνοντας σαφείς αιχμές για την υποβάθμιση του κλάδου. «Είναι προφανές ότι η μεταποίηση υπήρξε για πολλά χρόνια δεύτερη και τρίτη προτεραιότητα. Υπήρξε πολιτική τάξη της χώρας που δεν ανέφερε καν τη λέξη βιομηχανία» είπε απαντώντας σε σχετική ερώτηση ο κ. Στασινόπουλος. Ο ίδιος επισήμανε ότι το βασικό συμπέρασμα της μελέτης του ΙΟΒΕ είναι πως «η μεταποίηση στην Ελλάδα είναι ένας ζωντανός τομέας της οικονομίας, που μπορεί να αποτελέσει σημαντικό μέρος της λύσης, όχι μόνο για έξοδο από την κρίση αλλά και για τη μετάβαση σε ένα νέο, πιο υγιές παραγωγικό μοντέλο, με ποιοτικές θέσεις εργασίας, ενσωμάτωση της τεχνολογίας και της καινοτομίας και εξωστρέφεια, που θα καταστήσει την Ελλάδα ισότιμο μέλος του πυρήνα μιας παραγωγικής Ευρώπης».
Από τα στοιχεία της μελέτης και τη συζήτηση που αναπτύχθηκε επ’ αυτών πάντως προκύπτει ότι η ελληνική μεταποίηση έχει πολύ δρόμο να διανύσει για να φτάσει τον ευρωπαϊκό στόχο συμμετοχής στο ΑΕΠ σε ποσοστό 20% το 2020. Το σημερινό προφίλ της εγχώριας μεταποίησης δεν βοηθάει στον στόχο ανάπτυξης και ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας. Η πλειονότητα των 66.567 επιχειρήσεων της μεταποίησης είναι προσωπικές, τρεις στις τέσσερις εμφανίζουν κύκλο εργασιών μέχρι 150.000 ευρώ και μόλις το 5% των επιχειρήσεων έχει τζίρο πάνω από 1,5 εκατ. ευρώ. Το 87% των μεταποιητικών επιχειρήσεων απασχολεί μέχρι 4 άτομα, ενώ μόλις το 6,3% των επιχειρήσεων διαθέτει πάνω από 10 απασχολουμένους.
Παρουσιάζοντας τη μελέτη ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, καθηγητής κ. Νίκος Βέττας, επισήμανε ότι η τάση αποβιομηχάνισης που καταγράφεται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, δεν είναι αυστηρά ελληνικό φαινόμενο, αλλά σημειώνεται σε ολόκληρη την Δυτική Ευρώπη και τον ανεπτυγμένο κόσμο. Στην Ελλάδα η συμμετοχή της μεταποίησης στην ακαθάριστη προστιθέμενη αξία παραγωγής της χώρας μειώνεται διαχρονικά τα τελευταία χρόνια. Το 2016 βρίσκεται στο 8,8% του συνόλου, ενώ και σε όρους απασχόλησης έχει υποχωρήσει στο 10% της συνολικής απασχόλησης της οικονομίας. Στο πλαίσιο της μελέτης εκτιμήθηκε το συνολικό αποτύπωμα της μεταποίησης στην Ελλάδα, που αποτυπώνεται ως εξής:
• Το 31% του ελληνικού ΑΕΠ οφείλεται άμεσα ή έμμεσα στη μεταποίηση (55 δισ. ευρώ). Για κάθε ένα ευρώ προστιθέμενης αξίας της μεταποίησης, στο ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας προστίθενται συνολικά 3,1 ευρώ.
• Το 31,3% της απασχόλησης στην Ελλάδα προκαλείται από τη μεταποίηση (1,24 εκατ. απασχολούμενοι). Για κάθε 1 εκατ. κύκλου εργασιών της μεταποίησης, στην απασχόληση προστίθενται συνολικά 22 θέσεις εργασίας. Για κάθε θέση εργασίας στη μεταποίηση δημιουργούνται συνολικά στην οικονομία 3,5 θέσεις εργασίας. • Το συνολικό κοινωνικό προϊόν της μεταποίησης υπερβαίνει τα 31,6 δισ. ευρώ.
• Πάνω από 250.000 θέσεις εργασίας στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο και 150.000 στον πρωτογενή τομέα χρηματοδοτούνται ουσιαστικά από τη μεταποίηση.
Kαθημερινή (Χρύσα Λιάγγου)