S&P, DBRS αλλά και Scope Ratings αξιολογούν την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, ενώ Fitch και Moody’s βαθμολογούν την Ελλάδα δύο και τρία σκαλοπάτια, αντίστοιχα, μακριά από investment grade.
Η πρόσφατη άνοδος των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων μετά την αύξηση των επιτοκίων από την ΕΚΤ δεν απομακρύνει την Ελλάδα από τον στόχο ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας μέσα στο 2023, εκτιμούν ξένοι αναλυτές που μίλησαν στην «Κ». Τονίζουν όμως ότι το κλειδί για το πότε θα γίνουν οι πολυπόθητες αναβαθμίσεις από τους οίκους αξιολόγησης είναι οι εκλογές. Οι οίκοι –αν και δεν ανησυχούν για πολιτική αστάθεια–, αν είναι κοντά στο να δώσουν στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, θα προτιμήσουν να διαμορφωθεί το νέο πολιτικό σκηνικό προτού προχωρήσουν στο επόμενο βήμα, υποστηρίζουν. Σημειώνεται ότι S&P, DBRS και Scope Ratings αξιολογούν την Ελλάδα ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, η Fitch δύο και η Moody’s τρία.
Η Ελλάδα βρίσκεται ξεκάθαρα σε ανοδική τροχιά αξιολογήσεων τα τελευταία χρόνια, τόσο εν μέσω της πανδημίας όσο και εν μέσω της πληθωριστικής και ενεργειακής κρίσης, με τους διεθνείς οίκους να «ανεβάζουν» την αξιολόγησή της όλο και πιο κοντά στο ορόσημο του investment grade. Τελευταίο παράδειγμα αποτελεί η αναβάθμιση από τον ιαπωνικό οίκο αξιολόγησης R&I τη Δευτέρα, του οποίου η ετυμηγορία, αν και δεν έχει κάποιο ουσιαστικό αντίκτυπο –καθώς δεν αποτελεί μέλος της «μεγάλης τετράδας» των DBRS, Fitch, Moody’s και S&P, που λαμβάνουν υπόψη αγορές και ΕΚΤ– ωστόσο είναι ενδεικτική του θετικού κλίματος που διατηρείται γύρω από τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Στόχος της κυβέρνησης παραμένει η κατάκτηση του οροσήμου εντός του 2023, με τους αναλυτές να εκτιμούν πως παραμένει εφικτός, παρά την άνοδο του κόστους αναχρηματοδότησης του χρέους που έχει προκαλέσει η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής. Ωστόσο θεωρούν πως οι εκλογές είναι αυτές που θα καθορίσουν το «πότε» της πολυαναμενόμενης αυτής κίνησης από τους οίκους.
Ενόψει εκλογών, είτε πρόωρων είτε στο τέλος της θητείας της τρέχουσας κυβέρνησης, οι οίκοι (αν και δεν ανησυχούν αυτή τη στιγμή για πολιτική αστάθεια) αν είναι κοντά στο να δώσουν στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, θα προτιμήσουν να διαμορφωθεί το νέο πολιτικό σκηνικό προτού προχωρήσουν στο επόμενο βήμα.
Ο R&I αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας στο ΒΒ+, ένα σκαλοπάτι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα και στα ίδια επίπεδα με την αξιολόγηση που δίνουν οι S&P, DBRS αλλά και η Scope Ratings – η οποία στοχεύει σύντομα να γίνει ο πέμπτος οίκος που «ακούει» η ΕΚΤ. Οι Fitch και Moody’s βαθμολογούν την Ελλάδα δύο και τρία σκαλοπάτια μακριά από investment grade αντίστοιχα, με την επόμενη ετυμηγορία της Fitch (η οποία διατηρεί θετικές προοπτικές) να αναμένεται στις 8 Ιουλίου. Οπως σημείωσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, η κίνηση της R&I αποτέλεσε «την 11η αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας την τελευταία τριετία, παρά τις διαδοχικές εξωγενείς κρίσεις, αποτέλεσμα της άσκησης ορθής οικονομικής πολιτικής», με την Ελλάδα έτσι να «βρίσκεται όλο και πιο κοντά στην υλοποίηση και του τελευταίου στόχου της: την επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας».
Η Capital Economics συμφωνεί με αυτό. «Θεωρώ πως η Ελλάδα έχει καλές πιθανότητες να επιτύχει την επενδυτική βαθμίδα από τουλάχιστον έναν οίκο μέχρι το τέλος του 2023», εκτιμά ο επικεφαλής οικονομολόγος του οίκου, Αντριου Κένινχαμ. Οπως επισημαίνει στην «Κ», η ελληνική οικονομία έχει ανακάμψει από την COVID-19 καλύτερα από πολλές άλλες χώρες και οι άμεσες προοπτικές φαίνονται ευοίωνες, χάρη στον ισχυρό τουρισμό και το γεγονός ότι η Ελλάδα είναι λιγότερο εκτεθειμένη σε Ρωσία και Ουκρανία. Η κυβέρνηση, όπως επισημαίνει, έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, ενώ η δυναμική του χρέους έχει βελτιωθεί και δεν θα επιδεινωθεί πολύ γρήγορα από την αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων, επειδή η μέση διάρκεια του χρέους είναι πολύ μεγάλη.
Σύμφωνα ωστόσο με το σκεπτικό των οίκων, ο εφικτός αυτός στόχος αναμένεται να καθυστερήσει τουλάχιστον μέχρι το πέρας των εθνικών εκλογών. Και αυτό γιατί, όπως εξηγεί η Scope Ratings, οι εκλογές αποτελούν μέρος του μελλοντικού πλαισίου κάθε χώρας και σίγουρα οι οίκοι αξιολόγησης έχουν την τάση να περιμένουν μέχρι να ολοκληρωθούν όσον αφορά τις ενέργειες αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας του κράτους σε σενάρια στα οποία το αποτέλεσμα μελλοντικών εκλογών ήταν εξαιρετικά αβέβαιο. Οι εκλογές είναι σημαντικές, για παράδειγμα, όταν το αποτέλεσμα θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μια σημαντική αλλαγή της στάσης δημοσιονομικής πολιτικής ή των θεσμικών συνθηκών, όπως εξηγεί.
Η πολιτική αστάθεια και η περαιτέρω σύσφιγξη των οικονομικών συνθηκών αποτελούν αρνητικούς παράγοντες από την άποψη της αξιολόγησης, αλλά για την Ελλάδα υπάρχουν δύο «ελαφρυντικά» στοιχεία σε ό,τι αφορά το θέμα «εκλογές», όπως σημειώνει στην «Κ» ο οικονομολόγος της Oxford Economics, Ρικάρντο Αμάρο. Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία συνεχίζει να απολαμβάνει ένα άνετο προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις, που σηματοδοτεί ότι η δέσμευση για μείωση του χρέους θα παραμείνει μετά τις εκλογές. Και δεύτερον, οι αυστηρότερες χρηματοοικονομικές συνθήκες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε κάποια επιδείνωση της δημοσιονομικής απόδοσης, αλλά το κόστος χρηματοδότησης του χρέους δεν θα επηρεαστεί ιδιαίτερα προς το παρόν λόγω της πολύ μεγάλης διάρκειάς του. «Επομένως, το να πετύχει η Ελλάδα άλλη μια αναβάθμιση μέχρι το επόμενο έτος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από (1) το εκλογικό αποτέλεσμα και (2) το εάν η ελληνική οικονομία θα καταφέρει να διατηρήσει τη θετική δυναμική της», τονίζει ο κ. Αμάρο.
Οι εκλογές δεν αποτελούν πάντως γεγονός ανησυχίας για τους οίκους. «To σταθερό πολιτικό σκηνικό είναι ένας σημαντικός παράγοντας στην αξιολόγησή μας και έχει συμβάλει στην ανοδική τάση της αξιολόγησης της Ελλάδας. Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η πολιτική κατάσταση θα παραμείνει σε γενικές γραμμές σταθερή και μετά τις βουλευτικές εκλογές», όπως έχει σημειώσει η Fitch στην «Κ».
«Οπως έχουν τα πράγματα, οι κίνδυνοι που θέτουν οι εκλογές δεν φαίνονται πολύ μεγάλοι, δεδομένου ότι η Νέα Δημοκρατία είναι ακόμα πολύ μπροστά στις δημοσκοπήσεις», σημειώνει και ο κ. Κένινχαμ της Capital Economics.
Ευαγγελία Κουρταλή, Καθημερινή