Για δεκαετίες η Ελλάδα ζούσε με ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που χρηματοδοτούσαν από το πιο μικρό έργο σε ένα χωριό μέχρι τα πολύ μεγάλα έργα υποδομής. Μόνο που τώρα, τα λεφτά τελειώνουν. Και η χώρα δεν κατάφερε να τα αξιοποιήσει για να γυρίσει σελίδα.

Έχουμε ξεχάσει πώς χρηματοδοτούσε τις ανάγκες της η χώρα πριν από τα ΕΣΠΑ, εδώ και δεκαετίες, τα κοινοτικά κονδύλια ήταν πηγή για τα πάντα: από τις προμήθειες εξοπλισμού πυρόσβεσης, τις αποζημιώσεις δασικών καταστροφών, τα προγράμματα ανέργων, τη βοήθεια στο σπίτι, τους παιδικούς σταθμούς, τις δράσεις απεξάρτησης ή ψυχικής υγείας, μέχρι τις επιχορηγήσεις για εταιρείες, τα μικρά και τα πολύ μεγάλα έργα υποδομής.

Μόνο που τώρα, αυτά τα χρήματα τελειώνουν. Και τα στοιχεία που φέρνει στην δημοσιότητα το inside story δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν κατάφερε να τα αξιοποιήσει για να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη.

Ο λόγος για τα 20 δισ. ευρώ περίπου που αναλογούν στην Ελλάδα από την τρέχουσα προγραμματική περίοδο του ΕΣΠΑ (2014-2020), ή συνολικά τα περίπου 92 δισ. ευρώ που έχει λάβει η χώρα από τα πρώτα χρόνια της ένταξής της στο άρμα της ΕΕ, δηλαδή από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠΤα ΜΟΠ και το Α' Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (1986-1994)) μέχρι τα ΚΠΣΑπό το 2000 μέχρι το 2006 και το πρώτο ΕΣΠΑ Πρόοδος Υλοποίησης ΕΣΠΑ 2007-2013 (2007-2013), που τώρα ολοκληρώνεται.

Το συνολικό ποσό που δαπανήθηκε στην πράξη είναι πολύ πιο μεγάλο: φτάνει στα 165 δισ. ευρώ, αν προστεθεί και η συμμετοχή του ελληνικού δημοσίου στα έργα αλλά και οι ιδιωτικοί πόροι (εκεί όπου υπήρχε συμμετοχή ιδιωτών, όπως στις επιδοτήσεις επιχειρήσεων, ή σύμπραξη με ιδιώτες, για παράδειγμα σε υποδομές). Αν μάλιστα ενταχθούν και οι γνωστές αγροτικές επιδοτήσεις (ΚΑΠ), τότε ο λογαριασμός των κοινοτικών κονδυλίων ξεπερνά κατά πολύ τα 200 δισ. ευρώ.  

Το όφελος από τα ευρωπαϊκά χρήματα

Όλα αυτά τα κονδύλια δεν έπιασαν και συνεχίζουν να μην πιάνουν τόπο στην Ελλάδα, όπως δείχνουν οι επίσημες μετρήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στην έκθεση για τη «Συνοχή Seventh report on economic, social and territorial cohesion» που δόθηκε στη δημοσιότητα από τις υπηρεσίες της Κομισιόν τη Δευτέρα, αλλά και στους συνοδευτικούς της πίνακες, καταγράφεται το ΑΕΠ που «δημιούργησαν» τα κονδύλια.

Στο σύνολο της χώρας, το κέρδος ήταν οριακό. Το 2023 αναμένεται ότι στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας το εισόδημα (δηλαδή το ΑΕΠ) θα αυξηθεί επιπλέον κατά 1,67%. Αυτό σημαίνει ότι το κέρδος λόγω των κονδυλίων των 20 δισ. ευρώ του τελευταίου ΕΣΠΑ αναμένεται να είναι περίπου 3 δισ. ευρώ.

Η επίδοση είναι πολύ μικρότερη των κρατών της Ανατολικής Ευρώπης, που βρίσκονται ακόμη στην ίδια οικονομική κατάσταση με την Ελλάδα: ως φτωχά κράτη χρηματοδοτούνται από την ΕΕ. Λιγότερα κέρδη έχουν κράτη που όχι μόνο δεν λαμβάνουν λεφτά από την Ευρωπαϊκή Ένωση για λόγους «συνοχής», αλλά συνεισφέρουν σε αυτήν ως ανεπτυγμένα κράτη, πληρώνοντας από τον κρατικό τους προϋπολογισμό· τέτοια είναι η Γερμανία, η Ιταλία και η Γαλλία.

Τα στοιχεία της Επιτροπής ανά περιφέρεια δείχνουν ότι το πρόβλημα είναι μεγαλύτερο στη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας. Περιφέρειες όπως η Αττική, η Στερεά Ελλάδα, η Πελοπόννησος αλλά και το (εξαιρετικά ανεπτυγμένο τουριστικά) Νότιο Αιγαίο κερδίζουν πολύ λιγότερα: το όφελος είναι της τάξης του 0,7% με 0,8% του –περιφερειακού– ΑΕΠ έως το 2023. Αυτή είναι η πρόσθετη ανάπτυξη που θα έχουν λόγω των κονδυλίων του ΕΣΠΑ.

Όφελος από το ΕΣΠΑ έως το 2013, σε όρους αύξησης του περιφερειακού ΑΕΠ

Ανατολική Μακεδονία-Θράκη

2,0%

Θεσσαλία

1,8%

Ηπειρος

1,7%

Κεντρική Μακεδονία

1,7%

Δυτική Ελλάδα

1,5%

Ιόνια Νησιά

1,3%

Δυτική Μακεδονία

1,2%

Βόρειο Αιγαίο

1,1%

Κρήτη

1,0%

Στερεά Ελλάδα

0,8%

Πελοπόννησος

0,8%

Νότιο Αιγαίο

0,7%

Αττική

Την καλύτερη επίδοση ανά την Ελλάδα καταγράφει η Ανατολική Μακεδονία και η Θράκη, με επιπλέον άνοδο του ΑΕΠ κατά 2% περίπου. Και τούτο όταν σε περιοχές της Ουγγαρίας η επιπλέον άνοδος φτάνει το 8,5%...

Μiα παλιά ιστορία

Αυτό που συμβαίνει όμως, δηλαδή η αδυναμία να υπάρξει υπεραξία από τα κοινοτικά κονδύλια, είναι παλιά ιστορία. Συνδέεται με το αν τα λεφτά που φτάνουν στην Ελλάδα αξιοποιούνται ούτως ώστε να καλύψουν τον λόγο για το οποίο εξαρχής αποφασίστηκαν (ξεκίνησαν να έρχονται με τα πρώτα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα της δεκαετίας του 1980).

Τότε, η πολιτική συνοχής διαμορφώθηκε ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να καλύψει την απώλεια εξαγωγών και παραγωγής που θα έφερνε η ενιαία αγορά. Πράγματι, η Ελλάδα μέσα στα χρόνια της συμμετοχής της στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχασε σε παραγωγή και εξαγωγές και αύξησε τις εισαγωγές της από κράτη όπως η Γερμανία.

Τα λεφτά λοιπόν αυτά ήταν μία «αντιπαροχή» από τα πλούσια κράτη. Αποφασίστηκε να δοθούν στις πιο φτωχές περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (σε αυτές που έχουν κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο του 75% του κοινοτικού μέσου όρου), προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για να επενδυθούν σε επιχειρηματικότητα και σε νέους τομείς, στους οποίους το κάθε κράτος θα επιχειρούσε να αναπτύξει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.

Η Ελλάδα δεν το έπραξε, δεν μπόρεσε δηλαδή να χρησιμοποιήσει τα χρήματα για τον σκοπό που της δόθηκαν: να ξεπεράσει τους τριγμούς της συμμετοχής της στην ΕΕ. Αντίθετα, έστρεψε την πλειονότητα των κονδυλίων κυρίως σε «βαριές» υποδομές και σε διάσπαρτες δράσεις, για πολλές από τις οποίες εισήγαγε προϊόντα από το εξωτερικό. Μάλιστα προηγούμενες εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη «Συνοχή» αναδείκνυαν συστηματικά τη μεγάλη διαρροή που υφίστατο η ελληνική οικονομία λόγω της αδυναμίας της να παράγει και της υποχρέωσής της να εισάγει εξοπλισμό.

Το 43% των κονδυλίων που λάμβανε την προηγούμενη δεκαετία η Ελλάδα από κοινοτικά κονδύλια διέφευγε στο εξωτερικό, λόγω των εισαγωγών από άλλα κράτη. Ο λόγος για μία επίδοση που είναι σημαντικά χειρότερη όλων των άλλων οικονομιών. Οι απώλειες της Πορτογαλίας έφταναν στο 35%, στο 27% περίπου ήταν αυτές της Ιρλανδίας, ενώ στο 15% περίπου ήταν αυτές της Ισπανίας.

Νεότερα στοιχεία δεν είναι δημοσίως διαθέσιμα γι΄ αυτήν την επίδοση. Πλέον οι εκθέσεις «Συνοχής» που δημοσιεύονται ανά τριετία δεν περιλαμβάνουν τον αντίστοιχο πίνακα.

Το παρόν και η κρίση

Τώρα, η Ευρώπη βρίσκεται σε μία μεταβατική περίοδο και συζητά τη μείωση των κοινοτικών επιδοτήσεων. Η Ελλάδα από την πλευρά της δεν μπόρεσε να θωρακιστεί μπροστά σε αυτήν την προοπτική, που όλοι γνώριζαν ότι κάποτε θα γινόταν πραγματικότητα. Η αλλαγή δεν ήρθε, ενώ τα μνημόνια και η κρίση έφεραν την κατακρήμνιση των κρατικών αλλά και των ιδιωτικών επενδύσεων.

Την περίοδο της κρίσης οι επενδύσεις στην Ελλάδα εξαερώθηκανΔιαβάστε το σχετικό άρθρο της γράφουσας στο inside story. Το ύψος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί στην Ελλάδα, από 60 δισ. ευρώ την προηγούμενη δεκαετία, το 2016 μειώθηκε στα 21 δισ. ευρώ. Και πλέον οι ειδικοί κάνουν λόγο ακόμη και για ανάγκες επενδύσεων της τάξης των 100 δισ. ευρώ για να επιστρέψει η ελληνική επιχειρηματικότητα στην προ κρίσης εποχή (μιλώντας κυρίως για ιδιωτικές επενδύσεις και όχι για τα έργα που γίνονται από το κράτος).

Αναφορικά με τις δυνατότητες της κρατικής μηχανής όμως, τα κονδύλια της ΕΕ ήταν και είναι η μόνη «σανίδα» για την χρηματοδότηση υποδομών, τη στήριξη κοινωνικών δομών και την ανάπτυξη γενικότερα, αφού λόγω υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων οι δαπάνες προβλέπονται για τα επόμενα έτη «παγωμένες» στο 1 δισ. ευρώ ετησίως, με μόνη προοπτική την αύξησή τους κατά 300 εκατ. ευρώ στο πλαίσιο των μεταμνημονιακών αντιμέτρωνΔιαβάστε το σχετικό άρθρο της γράφουσας στο inside story. Και πλέον και αυτή η «σανίδα» μπάζει... νερά.

Η σημασία του τρέχοντος ΕΣΠΑ αυξάνεται. Τα 20 περίπου δισ. ευρώ που αναλογούν στην Ελλάδα, ένα ποσό μεγάλο συγκριτικά με το ΑΕΠ της, είναι ίσως το τελευταίο μεγάλο πακέτο που θα λάβει. Προς το παρόν η πορεία υλοποίησης είναι λίγο πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ σε αριθμητικούς όρους.

Η νέα «τάση» ανά την ΕΕ

Η νέα αρxιτεκτονική της ΕΕ που θα αποφασιστεί το 2018 για να ισχύσει από το 2020 έχει πέντε σενάρια, που προδικάζουν την μείωση των κονδυλίων λιγότερο ή περισσότερο.

Οι πέντε βασικές επιλογές για το μέλλον των οικονομικών της ΕΕ

Σενάριο 1 Η πορεία συνεχίζεται: Επενδύσεις για όλες τις περιφέρειες σε χαμηλότερο επίπεδο. Υψηλότερα επίπεδα εθνικής συγχρηματοδότησης και χρήση χρηματοδοτικών μέσων. Μεγαλύτερη έμφαση στην κοινωνική ένταξη, την απασχόληση, τις δεξιότητες, την καινοτομία, την κλιματική αλλαγή, την ενέργεια και την οικολογική μετάβαση

Σενάριο 2 Κάνουμε από κοινού λιγότερα: Στήριξη μόνο σε χώρες συνοχής και διασυνοριακή συνεργασία. Εστίαση αποκλειστικά στην κοινωνική ένταξη, την απασχόληση, τις δεξιότητες, την καινοτομία, την κλιματική αλλαγή, την ενέργεια και την οικολογική μετάβαση

Σενάριο 3 Ορισμένοι κάνουν περισσότερα: Όπως στο σενάριο 1 αλλά και συμπληρωματικοί προϋπολογισμοί για δαπάνη ενισχυμένης συνεργασίας και συγκέντρωση χρηματοδότησης πέραν του προϋπολογισμού της ΕΕ από καταπιστευματικά ταμεία και έσοδα με ειδικό προορισμό

.Σενάριο 4 Ριζικός ανασχεδιασμός: Στήριξη μόνο στις φτωχότερες περιφέρειες και διασυνοριακή συνεργασία. Εστίαση αποκλειστικά στην κοινωνική ένταξη, την απασχόληση, τις δεξιότητες, την καινοτομία, την κλιματική αλλαγή, την ενέργεια και την οικολογική μετάβαση. Νέες προτεραιότητες για ασφάλεια και άμυνα (κοινή χρηματοδότηση βασικών δυνατοτήτων, από κοινού προμήθειες), αλλά και για υπηρεσία καταπολέμησης της τρομοκρατίας και διαχείριση της μετανάστευσης.

Σενάριο 5 Κάνουμε μαζί πολύ περισσότερα: Όπως στο σενάριο 1, συν ενισχυμένη κοινωνική διάσταση (π.χ. «Εγγύηση για τα παιδιά»), εδαφική συνεργασία, νέες προτεραιότητες και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα χρηματοδοτούνται, κοινή πολιτική ασφάλειας & άμυνας, κοινή χρηματοδότηση και προμήθειες, συμπλήρωση του προϋπολογισμού της ΕΕ με ταμείο εκτός προϋπολογισμού, διευκόλυνση παροχής κεφαλαίων επιχειρηματικού κινδύνου κλπ.

Σε κάθε σενάριο, οι χρηματοδοτήσεις με τη μορφή άμεσων επιδοτήσεων τείνουν να μετατραπούν σε δάνεια τύπου πακέτου Γιούνκερ. Δηλαδή δάνεια τα οποία προς το παρόν δίνονται κυρίως για έργα με ιδιωτικό προσανατολισμό και πρέπει να επιστραφούν, για να χρηματοδοτήσουν με την σειρά τους νέες επενδύσεις. Το λεγόμενο πακέτο Γιούνκερ της περιόδου 2014-2020 προέρχεται από ένα αρχικό ποσό 14 περίπου δισ. ευρώ ανά την Ε.Ε., το οποίο μοχλεύεται μέσω τραπεζικού δανεισμού και έχει ως στόχο να δώσει δάνεια άνω των 300 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι μία διαδικασία που προϋπήρχε μέσα από τον ίδιο οργανισμό, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μόνο που πλέον τα δάνεια πολλαπλασιάζονται. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής, τα δάνεια που έλαβαν στην Ελλάδα μεγάλες ΔΕΚΟ για έργα υποδομής αλλά και αυτά που πήγαν σε επιδοτήσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων προσέγγισαν τα 10 δισ. ευρώ την περίοδο 2007-2013, ενώ μόνο τη διετία 2014-2016 έφτασαν περίπου τα 4 δισ. ευρώ.

Γιατί όμως η Ευρώπη στρέφεται από τις άμεσες επιδοτήσεις σε άλλα εργαλεία τύπου δανεισμού; Διότι αυτά τα εργαλεία απαιτούν λιγότερο χρήμα από τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Λόγω της εξόδου της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση –εξηγούν οι ειδικοί– υπάρχει εκ των προτέρων απώλεια 10% στον προϋπολογισμό (ο οποίος χρηματοδοτείται όπως είναι φυσικό από τα κράτη-μέλη και κυρίως από τα μεγάλα πλούσια κράτη, αφού η συμμετοχή τους είναι ανάλογη του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος τους).

Πέραν αυτού όμως, εντείνονται οι πιέσεις μεταξύ των χωρών του Βορρά, κυρίως πέριξ της Γερμανίας, για τη μείωση της συνεισφοράς τους στον προϋπολογισμό, ειδικά για πολιτικές συνοχής. Θεωρούν ότι ακόμα και όσα κράτη έχουν στο εσωτερικό τους φτωχές περιφέρειες, θα πρέπει να κάνουν την «ανακατανομή» εσωτερικά: δηλαδή οι πλούσιες περιφέρειες σε κάθε κράτος μέλος να δίνουν (μέσω φόρων) περισσότερα χρήματα στις φτωχότερες.

Πέρα από αυτή την τάση «επανεθνικοποίησης», υπάρχουν και άλλα ζητήματα που σχετίζονται με το πώς δαπανώνται τα κονδύλια. Με το αν έχουν πραγματική υπεραξία τα λεφτά που διατίθεντο όλα αυτά τα χρόνια.

Τα στοιχεία για την Ελλάδα είναι ένα… παράδειγμα προς αποφυγήν. Υπάρχουν λοιπόν προτάσεις που έχουν πέσει στο τραπέζι και λένε ότι θα πρέπει να σχετίζονται πάρα πολλές από αυτές τις επιδοτήσεις με το αν κάποιο κράτος κάνει μία σοβαρή μεταρρύθμιση την οποία πρέπει να στηρίξουν.

Η Επιτροπή, στο έγγραφο προβληματισμούΈγγραφο Προβληματισμού για το Μέλλον των Οικονομικών της ΕΕ της σχετικά με την εμβάθυνση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης, ανέδειξε την ιδέα της παροχής κινήτρων για την υποστήριξη διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Τα κίνητρα αυτά, τα οποία θα μπορούσαν να λάβουν τη μορφή οικονομικών ανταμοιβών, θα αναγνωρίζουν το οικονομικό, χρηματοδοτικό ή πολιτικό κόστος των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο άμεσο μέλλον και θα διευκολύνουν την επιτυχή υλοποίησή τους.

Ειδικά το θέμα της προσθετικότητας, των κερδών δηλαδή από μία επιδότηση, λαμβάνει επίσης ειδική σημασία. Προτείνεται όλα τα υφιστάμενα μέσα «να επανεξεταστούν». «Κανένα πρόγραμμα ή μέσο που χρηματοδοτείται από τον προϋπολογισμό της ΕΕ δεν θα πρέπει να εξαιρεθεί από τη δοκιμή προστιθέμενης αξίας της ΕΕ. Πρέπει να εξετάσουμε αν όλα τα υφιστάμενα μέσα είναι απαραίτητα ή αν υπάρχουν περιθώρια για συγχώνευση ή κλείσιμο προγραμμάτων», αναφέρεται στα κείμενα της Επιτροπής.

Υπάρχουν επίσης και οι προτάσεις για να αυξηθούν τα επίπεδα της εθνικής συγχρηματοδότησης για την πολιτική συνοχής, προκειμένου να «αυξηθεί η οικειοποίηση και η ευθύνη». Και προτείνεται επίσης οι επιχορηγήσεις και οι επιδοτήσεις να επικεντρωθούν σε έργα που δεν παράγουν έσοδα –για παράδειγμα τη βασική έρευνα, ορισμένα είδη προγραμμάτων υποδομής ή τις επενδύσεις με γνώμονα τον άνθρωπο.

Το μεγάλο άλμα και η μεγάλη απόσταση

Η νέα πολιτική τάση ανά την ΕΕ είναι λοιπόν λιγότερες επιδοτήσεις. Και τούτο σε έναν δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα που έχει μάθει να ζει με «ΕΣΠΑ», «ΚΠΣ», «ΜΟΠ» και «ΚΑΠ».

Η Ελλάδα πλέον είναι αντιμέτωπη με το μέλλον, με μία διαφορετική Ευρώπη στην οποία δεν μπορεί πια να διασπαθίζει κονδύλια ή να τα χρησιμοποιεί σε έργα που δεν πιάνουν τόπο. Που δεν βοηθούν στην τόνωση της επιχειρηματικότητας ή στη μείωση των μεγάλων ανισοτήτων.

Γιατί τα στοιχεία δείχνουν ότι τα χρόνια των μνημονίων η Ελλάδα έχασε πάρα πολλά και ότι η απόσταση που πλέον τη χωρίζει από τα κράτη του Βορρά είναι τεράστια.

Το χάσμα που χώριζε πριν από την κρίση την Ελλάδα από τα άλλα κράτη-μέλη σε ανάπτυξη και ευημερία ήταν μεγάλο. Αλλά μετά την κρίση είναι πελώριο. Το σύνολο της χώρας έχει καλύψει μόνο το 34,3% του δρόμου για τη σύγκλιση με τους κοινωνικούς στόχους που έχουν τεθεί για το 2020. Και η απώλεια λόγω της κρίσης κατά μέσο όρο φαίνεται χαμηλή, αλλά ανά ελληνική περιφέρεια υπάρχουν μεγάλες διαφοροποιήσεις, με το Βόρειο Αιγαίο να οπισθοχωρεί κατά 20%.

Πολύ μεγάλες είναι και οι απώλειες στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ, αλλά και στην απασχόληση. Και τούτο όταν –όπως δείχνουν τα στοιχεία– τα υπόλοιπα κράτη σε μνημόνιο αλλά και σε καθεστώς «συνοχής», όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Ιρλανδία, τα περίφημα PI(G)S, προχώρησαν στον δρόμο προς την έξοδο από τα μνημόνια αλλά και τη σύγκλιση, που τα αποδεσμεύει πλέον από την ανάγκη να αναζητούν τις κοινοτικές επιδοτήσεις….

Δήμητρα Καδδά (inside story)

*Σπούδασε Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Οικονομικές Σπουδές στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Εργάζεται ως οικονομικός συντάκτης από το 1997, αρχικά στον Επενδυτή, ακολούθως στην Ελευθεροτυπία και σήμερα στο Capital.gr και στην εφημερίδα Κεφάλαιο.