Ενα στα τρία δάνεια που οφείλουν τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκεται ήδη στην κυριότητα ξένων επενδυτικών κεφαλαίων (funds). Η παρουσία τους ισχυροποιείται διαρκώς µε συνέπεια να αναδεικνύονται σε ρυθµιστές της οικονοµικής ζωής, καθώς έως το τέλoς του έτους θα ελέγχουν το 50% του συνολικού χρέους του ιδιωτικού τοµέα.
Το σύνολο των δανείων του τραπεζικού συστήµατος, είτε πρόκειται για εξυπηρετούµενα είτε για µη εξυπηρετούµενα δάνεια, ανέρχεται µε βάση τα στοιχεία του α΄ τριµήνου στα 155 δισ. ευρώ και από αυτά ήδη τα 43 δισ. ευρώ βρίσκονται σε ξένα χέρια. Εως τα τέλη του χρόνου, και µετά την ολοκλήρωση των τιτλοποιήσεων που έχουν δροµολογηθεί από τις συστηµικές τράπεζες, το ποσό αυτό θα φτάσει τα 70 δισ. ευρώ περίπου και αναµένεται να αυξηθεί έτι περαιτέρω έως τα τέλη του 2022, όταν πλέον, αξιοποιώντας τον µηχανισµό των κρατικών εγγυήσεων, το σχέδιο «Ηρακλής», θα έχει ολοκληρωθεί η εξυγίανση των ισολογισµών των ελληνικών τραπεζών.
Την αύξηση των υπό διαχείριση δανείων που περνούν σε funds σηµατοδοτεί η ολοκλήρωση της τιτλοποίησης Frontier ύψους 6 δισ. ευρώ από την Εθνική Τράπεζα, των δύο τιτλοποιήσεων Sunrise 1 και 2 ύψους 14 δισ. ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς, της τιτλοποίησης Mexico από τη Eurobank, ενώ εντός του 2022 τόσο η Alpha Bank όσο και η Εθνική Τράπεζα έχουν δροµολογήσει νέες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις συνολικής αξίας άνω των 10 δισ. ευρώ.
Μέσα από τη µεταβίβαση των κόκκινων δανείων, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα να ξεκαθαρίσουν τους ισολογισµούς τους αλλά και να απελευθερώσουν κεφάλαια για να προχωρήσουν σε νέες, υγιείς χορηγήσεις που θα αυξήσουν το ενεργητικό τους. Ωστόσο, η µεταβίβαση µεγάλων χαρτοφυλακίων κόκκινων δανείων δεν επιλύει το πρόβληµα του ιδιωτικού χρέους, το οποίο παραµένει σε δυσθεώρητα ύψη της τάξης των 100 δισ. ευρώ, αλλάζοντας απλώς χέρια.
Αντίθετα ισχυροποιεί την παρουσία των funds, τα οποία εκτός από τα δάνεια αποκτούν και την κυριότητα σηµαντικού µέρους των εξασφαλίσεων, δηλαδή των ακινήτων που συνδέονται µε αυτά τα δάνεια, µε συνέπεια εκτός του ότι καθίστανται βασικός πυλώνας του χρηµατοπιστωτικού συστήµατος, ελέγχουν και σηµαντικής αξίας περιουσιακά στοιχεία (assets).
Η είσοδος των funds στην ελληνική αγορά συνοδεύτηκε µε προσδοκίες για γενναία «κουρέµατα» δανείων και απαλλαγή των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών από το βάρος του χρέους που προκάλεσε η οικονοµική κρίση της προηγούµενης δεκαετίας. Η προσδοκία αυτή ωστόσο δεν έχει ακόµη επαληθευτεί. Το µεγαλύτερο µέρος του χρέους παραµένει σχεδόν ακέραιο, ενώ οι λύσεις που προτείνονται δεν απέχουν πολύ από αυτές που εφάρµοσαν οι ίδιες οι τράπεζες τα προηγούµενα χρόνια.
Αν και ο δισταγµός των τραπεζών για µαζικά «κουρέµατα» προσέκρουε πάντα στην «τρύπα» που θα επέφερε µια τέτοια πολιτική στα κεφάλαιά τους, αλλά και στον ηθικό κίνδυνο που θα δηµιουργούσε για το τραπεζικό σύστηµα, δεν ισχύει το ίδιο για τα funds που έχουν αγοράσει αυτά τα δάνεια.
Το γεγονός ότι τα δάνεια αυτά έχουν εξαγοραστεί στο 5% έως και το 30% της αξίας τους στερεί επιχειρήµατα για µια πιο επιθετική πολιτική ρυθµίσεων και διαγραφών, προκειµένου εκτός από την εξυγίανση των ισολογισµών των τραπεζών να επιτευχθεί και η µείωση του ιδιωτικού χρέους που θα επιτρέψει µε τη σειρά της και την επανεκκίνηση της οικονοµίας.
Παρά το γεγονός ότι έχουν εξαγοραστεί στο 5% έως και το 30% της αξίας τους, προς το παρόν δεν υπάρχουν γενναία «κουρέµατα».
Ευγενία Τζώρτζη Καθημερινή