«Ο λόγος καταθέσεων προς χορηγήσεις διαμορφώνεται στο 66%. Υπάρχει μια υπερβάλλουσα ρευστότητα της τάξεως των τριών δισ. ευρώ και εκτιμούμε ότι η κατάσταση αυτή δεν έχει πρόσκαιρο χαρακτήρα».
Αυτά δήλωσαν τα στελέχη της Τράπεζας Κύπρου, κατά την πρόσφατη παρουσίαση του Συγκροτήματος σε Έλληνες θεσμικούς επενδυτές, συμπληρώνοντας πως η τράπεζα θα κινηθεί προς την επιβολή χρεώσεων σε καταθετικούς λογαριασμούς (βλέπε αρνητικά επιτόκια) επιχειρήσεων-οργανισμών, χωρίς όμως αυτό να επεκταθεί και στους ιδιώτες. Παράλληλα, θα ωθήσει τμήμα των καταθετών της να στραφεί προς τα επενδυτικά προϊόντα.
Η κατάσταση αυτή βέβαια δεν επικρατεί μόνο στην Κύπρο. Οι ελληνικές τράπεζες μπορεί να μην έχουν φτάσει σε τέτοια επίπεδα υπερβάλλουσας ρευστότητας (μία μόνο συστημική τράπεζα έχει δείκτη χορηγήσεων προς καταθέσεις χαμηλότερο του 100%), ωστόσο όλα δείχνουν πως στο προσεχές μέλλον θα δούμε ψαλίδισμα των όποιων καταθετικών επιτοκίων, επιδείνωση όρων στα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου (πιθανόν οι τράπεζες να εγγυώνται ότι η ενδεχόμενη ζημία δεν θα υπερβαίνει ένα προκαθορισμένο όριο) και φυσικά -όπως και πράττει η Τράπεζα Κύπρου- ένταση των προσπαθειών για στροφή μέρους των σημερινών καταθέσεων προς την απόκτηση επενδυτικών προϊόντων.
Ειδικότερα, όπως επανειλημμένα έχει γράψει το Euro2day.gr (π.χ. δημοσίευμα της 9ης Μαΐου 2019 με τίτλο «Στροφή από τις καταθέσεις στις προμήθειες», οι ελληνικές τράπεζες ωθούν τους καλούς πελάτες τους να μετατρέψουν τμήμα των καταθέσεών τους κυρίως σε ασφαλιστικά προϊόντα και αμοιβαία κεφάλαια.
Δεν είναι τυχαίο ότι με βάση τα στοιχεία της Ένωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, η παραγωγή του κλάδου ζωής σημείωνε φέτος σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2018 +4,1% αύξηση στο πρώτο δίμηνο, +9,4% στο πρώτο πεντάμηνο, +11% στο οκτάμηνο και +15,7% στο εννεάμηνο!
Οι τράπεζες επίσης λανσάρισαν δυναμικότερα σύνθετα προϊόντα που αποτελούνταν κατά ένα μικρό μέρος από κατάθεση υψηλού επιτοκίου (ως δέλεαρ προς τον πελάτη) και το υπόλοιπο από μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων της επιλογής του. Παράγοντες της αγοράς εκτιμούν ότι φέτος ο αριθμός των μεριδίων στα Α/Κ σημειώνει μια άνοδο της τάξεως του 10%, με τις «τραπεζικές ΑΕΔΑΚ» να ασκούν επιθετικές πολιτικές marketing και εκπαίδευσης δικτύων.
Επίσης, παρελθόν αποτελούν οι όποιοι παλαιότεροι ενδοιασμοί υπήρχαν σχετικά με το αν οι τράπεζες θα έπρεπε να απωλέσουν καταθέσεις προκειμένου να στηρίξουν εκδόσεις εταιρικών ομολόγων μεγάλων εγχώριων επιχειρηματικών ομίλων. Υπέρ των εταιρικών ομολόγων άλλωστε τάχθηκε ανοιχτά και ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς (και της ΕΧΑΕΕΧΑΕ -0,89%) Γιώργος Χαντζηνικολάου, δηλώνοντας πως οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σήμερα πλεόνασμα και όχι έλλειμμα καταθέσεων.
Οι βασικοί λόγοι για τους οποίους οι ελληνικές τράπεζες επιδιώκουν να διώξουν τμήμα των καταθέσεών τους προς άλλες μορφές επενδύσεων δεν είναι μόνο η αποφυγή καταβολής τόκων και η είσπραξη προμηθειών, αλλά:
α) Τα αρνητικά επιτόκια με τα οποία επιβαρύνονται όσα κεφάλαιά τους «παρκάρονται» στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και
β) Η εκτίμηση ότι αυτή η υπερβάλλουσα ρευστότητα δεν αποτελεί προσωρινή κατάσταση αλλά θα διαρκέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Χαρακτηριστικά είναι τα όσα δηλώνει γνωστός οικονομικός παράγοντας: «Ζούμε σε ένα περιβάλλον που οι κεντρικές τράπεζες διοχετεύουν συνεχώς φρέσκο χρήμα στις οικονομίες. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στα... στρώματα και στις θυρίδες των Ελλήνων βρίσκονται ακόμη φυλαγμένα γύρω στα 30 δισ. ευρώ. Επίσης, κάτι παραπάνω από 50 δισ. ευρώ είναι οι αποταμιεύσεις ελληνικών νοικοκυριών και επιχειρήσεων που σήμερα βρίσκονται στο εξωτερικό.
»Είναι βέβαιο πως όσο η κανονικότητα στην ελληνική οικονομία επιστρέφει, ένα τμήμα αυτών των 80 δισ. ευρώ θα επιστρέφει στα γκισέ των τραπεζών. Δεν είναι τυχαίο ότι παρά τις προσπάθειες των τραπεζών για μετατροπή καταθέσεων σε επενδύσεις, αυτές δεν υποχώρησαν κατά το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, καθώς παρατηρούνται νέες εισροές στο σύστημα. Επίσης, κοινή αντίληψη αποτελεί το ότι όσο και αν οι τράπεζες καταφέρουν να αυξήσουν τις χορηγήσεις τους μέσα στο 2020, όλα δείχνουν πως δεν θα μπορέσουν να διοχετεύσουν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους σε αποδοτικά και ταυτόχρονα ασφαλή δάνεια».
Στέφανος Kοτζαμάνης euro2day.gr