Διόλου μικρή δεν είναι τελικά η λεγόμενη μικρή λιανική –περίπτερα, μίνι μάρκετ, καταστήματα ψιλικών– καθώς τα στοιχεία δείχνουν ότι εκεί πραγματοποιείται το 40% του τζίρου των βασικών προϊόντων σούπερ μάρκετ. Το γεγονός, άλλωστε, ότι η διείσδυσή της παραμένει υψηλή στις αγοραστικές συνήθειες των ελληνικών νοικοκυριών, την καθιστά ελκυστική και για τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ, πολλές εκ των οποίων έχουν ενσωματώσει στο δίκτυό τους τέτοιου τύπου καταστήματα, τα οποία λειτουργούν σχεδόν αποκλειστικά με τη μέθοδο της δικαιόχρησης (franchising).

Σύμφωνα με στοιχεία της εταιρείας ερευνών IRI Hellas, στο ενδεκάμηνο Ιανουαρίου - Νοεμβρίου 2019 οι πωλήσεις των 25 βασικότερων κατηγοριών προϊόντων πρώτης ανάγκης που έγιναν στο κανάλι της μικρής λιανικής διαμορφώθηκαν σε 1,06 δισ. ευρώ, αποτελώντας το 40% του συνολικού τζίρου αυτών των προϊόντων. Σε σύγκριση με το αντίστοιχο ενδεκάμηνο του 2018 έχουν χαθεί από τη μικρή λιανική, πάντα με βάση τον τζίρο στις 25 βασικές κατηγορίες, 8 εκατ. ευρώ, ενώ την ίδια στιγμή τα σούπερ μάρκετ κέρδισαν 30 εκατ. ευρώ.

Σνακ, ροφήματα και γαλακτοκομικά αποτελούν το προνομιακό πεδίο για τη μικρή λιανική, με τον τζίρο που γίνεται σε αυτές τις κατηγορίες να μην απέχει πολύ από τον αντίστοιχο στα σούπερ μάρκετ. Στο ενδεκάμηνο του 2019 οι πωλήσεις των σνακ διαμορφώθηκαν στη μικρή λιανική και στα σούπερ μάρκετ σε 442 εκατ. και 522 εκατ., αντιστοίχως, ενώ στα ροφήματα, τα αναψυκτικά και τα ποτά, οι πωλήσεις στα μίνι μάρκετ της γειτονιάς είναι μεγαλύτερες σε αξία από αυτές που γίνονται στα σούπερ μάρκετ: 394 εκατ. έναντι 360 εκατ. ευρώ. Στα γαλακτοκομικά υπερέχουν με αρκετή απόσταση τα σούπερ μάρκετ έναντι των μικρών σημείων πώλησης, καθώς ο τζίρος διαμορφώνεται σε 581 και 192 εκατ. ευρώ, αντιστοίχως.

Βεβαίως, μία βασική αιτία πίσω από τον σχετικά υψηλό τζίρο της μικρής λιανικής είναι ότι τα καταστήματα που ανήκουν σε αυτή την κατηγορία πωλούν ακριβότερα σε σύγκριση με το σούπερ μάρκετ, ειδικά στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Σε περίπτωση δε, που δεν αποτελούν συνεργάτες (franchisees) κάποιας μεγάλης αλυσίδας λιανικής δεν έχουν περιθώρια για την πραγματοποίηση προσφορών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, οι τιμές στα προϊόντα τα οποία κυρίως διακινούν τα μικρά σημεία πώλησης είναι κατά μέσον όρο 20% υψηλότερες από τις αντίστοιχες στα σούπερ μάρκετ. Ο άλλος, βεβαίως, λόγος είναι ο αριθμός των μικρών σημείων πώλησης, ο οποίος παραμένει μεγάλος, παρά το κλείσιμο αρκετών καταστημάτων τα τελευταία χρόνια. Για παράδειγμα, στην Αττική αναλογεί ένα σούπερ μάρκετ ανά 3.800 κατοίκους, ενώ ένα μικρό σημείο πώλησης ανά 360 κατοίκους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της IRI, o αριθμός των λεγόμενων «καταστημάτων ευκολίας» (μίνι μάρκετ, καταστήματα ψιλικών) το 2018 διαμορφώθηκε σε 8.036 έναντι 8.459 το 2015, ενώ το 2009 έφταναν τα 12.828. Σχεδόν στο ήμισυ έχει μειωθεί ο αριθμός των περιπτέρων στα χρόνια της κρίσης, καθώς από 8.669 το 2009 το 2018 έφτασαν να είναι 4.638. Μικρότερος σε σχέση με το 2009 είναι και ο αριθμός των σούπερ μάρκετ, όμως η μείωση είναι πολύ μικρότερη: το 2009 λειτουργούσαν 2.520 σούπερ μάρκετ, ενώ το 2018 2.462.

Δύο επιλογές έχουν, σύμφωνα με τους ειδικούς της αγοράς, τα μικρά σημεία πώλησης για να μην κλείσουν: είτε να αναζητήσουν καταφύγιο στην «αγκαλιά» μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ που έχει δίκτυο μικρών σημείων πώλησης με τα πλεονεκτήματα αλλά και τα μειονεκτήματα που έχει μία τέτοια συνεργασία, είτε να διαφοροποιηθούν από πλευράς παρεχόμενων υπηρεσιών και προϊόντων. Παραδοσιακά προϊόντα, παράδοση παραγγελιών κατ’ οίκον, αλλά και πώληση έτοιμων ροφημάτων ή ακόμη και γευμάτων, είναι μερικά από τα παραδείγματα του εξωτερικού.

Δήμητρα Μανιφάβα Καθημερινή