Μια νέα μάχη έχει ξεσπάσει στον Θεσσαλικό Κάμπο με αντικείμενο τις αγροτικές ιδιοκτησίες και πρωταγωνιστές μεγάλες ξένες και εγχώριες εταιρείες από τον κλάδο των ΑΠΕ, συμβούλους, μεσίτες, «πειρατές», «κατασκόπους» και... σεΐχηδες.
Επειτα από 100 και πλέον χρόνια από την ιστορική μάχη του Κιλελέρ και την απόφαση για διανομή του κλήρου των γαιοκτημόνων, οι διάσπαρτες αγροτικές ιδιοκτησίες του Θεσσαλικού Κάμπου επανενώνονται για να φιλοξενήσουν φωτοβολταϊκά πάρκα, η εγκατάσταση των οποίων προϋποθέτει εκτάσεις χιλιάδων στρεμμάτων. Μοχλός αυτής της διαδικασίας επανένωσης μικρών αγροτικών ιδιοκτησιών είναι το υψηλό εγχώριο και ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον για φωτοβολταϊκά έργα, τεχνολογία που διεθνώς κρατάει τα σκήπτρα του ανταγωνισμού μεταξύ των ΑΠΕ, στον δρόμο για την ενεργειακή μετάβαση και την οικονομία μηδενικών ρύπων.
Οι μεγαλύτερες εταιρείες του κλάδου των ΑΠΕ στρέφονται στα φωτοβολταϊκά αξιοποιώντας το χαμηλό κόστος εγκατάστασης, αλλά και την ήπια όχληση σε σχέση με τα αιολικά, κάτι που περιορίζει σημαντικά τις επιπτώσεις στην ολοκλήρωση των έργων από τις τοπικές αντιδράσεις. Η υψηλή ηλιο-φάνεια της Ελλάδας αποτελεί ένα πρόσθετο κίνητρο για τους ξένους επενδυτές, σε συνδυασμό πάντα και με τους φιλόδοξους στόχους που έχει θέσει η χώρα για συνολική εγκατεστημένη ισχύ 6,9 GW από φωτοβολταϊκά μέχρι το 2030, που σημαίνει ότι μέσα σε μία δεκαετία θα πρέπει να εγκατασταθούν 4,5 GW φωτοβολταϊκών πάρκων, με ρυθμό 300-400 MW ετησίως.
Οι επενδυτές αναζητούν γη ανά την ελληνική επικράτεια που εμφανίζει τις καλύτερες προδιαγραφές για την απόδοση των επενδύσεων σε φωτοβολταϊκά πάρκα. Μεγάλες εκτάσεις που το έδαφος δεν εμφανίζει κλίσεις σε περιοχές με υψηλή ηλιοφάνεια και ενιαία οικόπεδα, έτσι ώστε να μπορούν να στηθούν πάρκα μεγάλης ισχύος, είναι τα χαρακτηριστικά που αναζητούν οι επενδυτές για να διασφαλίσουν υψηλή απόδοση και ανταγωνιστικότητα. Περιοχές όπως της Θεσσαλίας αποτελούν «φιλέτο», γι’ αυτό και οι πράσινοι επενδυτές κάνουν αγώνα δρόμου για να προλάβουν να κλείσουν εκτάσεις.
Δεδομένου ότι για ένα μεγαβάτ απαιτούνται κατά μέσον όρο 17 στρέμματα γης, μια εταιρεία που θέλει να εγκαταστήσει ένα μεγάλο φωτοβολταϊκό θα πρέπει να διασφαλίσει εκτάσεις τουλάχιστον 2,5 χιλιάδων στρεμμάτων που να είναι μάλιστα ενιαίες. Πώς όμως μια εταιρεία ξένη αλλά και ελληνική θα αναζητήσει εκτάσεις σε μια περιοχή που δεν γνωρίζει; Και πώς θα προλάβει να κλείσει την καταλληλότερη έκταση πριν από τους ανταγωνιστές της αφού οι αιτήσεις για άδεια παραγωγής αξιολογούνται από τη ΡΑΕ κατά προτεραιότητα; Και αν την κλείσει, αλλά στο τέλος για διάφορους λόγους το έργο απορριφθεί;
Τα ερωτήματα αυτά βρίσκουν απαντήσεις στην πράξη πολλές φορές μέσα και από μια σειρά αθέμιτες πρακτικές, στις οποίες καταφεύγουν ακόμη και οι ίδιες οι εταιρίες και κυρίως «μεσάζοντες» με ρόλους όχι πάντα συμβατούς με τα επιχειρηματικά ήθη. Στελέχη της αγοράς, περιγράφουν μια πραγματικά εμπόλεμη κατάσταση στην περιοχή της Θεσσαλίας αλλά και άλλες περιοχές της χώρας, όπως η Δυτική Μακεδονία και το Κιλκίς.
«Οταν αναζητάς εκτάσεις σε περιοχές όπου δεν γνωρίζεις κάποιον προσωπικά, συνήθως απευθύνεσαι σε έναν μεσίτη ή σε έναν developer. Toυ ζητάς για παράδειγμα 4.000 στρέμματα γης με τις προδιαγραφές που θέλεις. Επειδή είναι απίθανο ένας ιδιοκτήτης να διαθέτει τόσο μεγάλη έκταση, ο μεσίτης έρχεται σε επαφή με έναν από τους ιδιοκτήτες γης ο οποίος έρχεται στη συνέχεια σε επαφή με τους ιδιοκτήτες με όμορες εκτάσεις. Οι ιδιοκτήτες επιλέγουν έναν εκπρόσωπο που αναλαμβάνει να κάνει τον “γάμο” με την εταιρεία. Σε αυτό το στάδιο υπογράφεται ένα προσύμφωνο μίσθωσης, το οποίο ουσιαστικά διασφαλίζει ότι τα χωράφια είναι “καθαρά”, δηλαδή δεν έχουν οικονομικά βάρη και δεν έχουν ενοικιαστεί σε άλλον. Για το προσύμφωνο αυτό, τον αρραβώνα δηλαδή, ο επενδυτής δίνει μια προκαταβολή και νοικιάζει τις εκτάσεις για 2-3 χρόνια, ενώ ο μεσίτης παίρνει ποσοστό από 1% έως 2% και από τα δύο μέρη. Αν το έργο περάσει στη φάση της αδειοδότησης, τότε γίνεται σε συμβολαιογράφο ένα συμφωνητικό ετήσιας μακροχρόνιας μίσθωσης. Αν το έργο απορριφθεί, ο ιδιοκτήτης κρατάει την προκαταβολή και η γη αποδεσμεύεται».
Αυτή είναι μια θεμιτή διαδικασία, όπως την περιγράφει εκπρόσωπος μεγάλης εταιρείας του κλάδου, αν και αρκετά επίπονη, αφού δεν είναι εύκολο να τα βρουν μεταξύ τους αδέρφια, ξαδέρφια κ.λπ. χωρίς να προηγηθούν οι γνωστοί καβγάδες της ελληνικής οικογένειας. Υπάρχουν όμως και οι λεγόμενοι «πειρατές», οι οποίοι καταθέτουν αίτηση στη ΡΑΕ χωρίς να έχουν έρθει σε συμφωνία με τους ιδιοκτήτες, με σκοπό να πουλήσουν εκ των υστέρων την άδεια σε κάποια μεγάλη εταιρεία. Ετσι συμβαίνει το εξής παράδοξο: άλλος να έχει την άδεια παραγωγής και άλλος τα προσύμφωνα με τους ιδιοκτήτες. Είναι έτσι δομημένο το σύστημα, αναφέρει χαρακτηριστικά παράγων της αγοράς, που αναγκάζει τις εταιρείες να έχουν «κατασκόπους» για να παρακολουθούν συνεχώς τις αιτήσεις που κατατίθενται στη ΡΑΕ.
Αν και το νέο θεσμικό πλαίσιο έχει ώς ένα βαθμό επιλύσει το θέμα των αλληλοκαλύψεων, κατοχυρώνοντας τελικά την άδεια σε αυτόν που έχει τη γη, το γεγονός ότι δεν απαιτείται κάποιο συμφωνητικό στο στάδιο της έκδοσης άδειας παραγωγής δημιουργεί έδαφος για αθέμιτες πρακτικές και δραστηριοποίηση επιτηδείων. Στην περιοχή της Θεσσαλίας εμφανίζονται κάποιοι ως εκπρόσωποι μεγάλων εταιρειών ή και σεΐχηδων από το Ντουμπάι να ζητούν να νοικιάσουν εκτάσεις 6 και 8 χιλιάδων στρεμμάτων, προσφέροντας τιμές της τάξης των 400 ακόμη και 700 ευρώ το στρέμμα ετησίως, όταν η μέση τιμή κυμαίνεται στα 200 ευρώ το στρέμμα.
Η πλευρά των ιδιοκτητών γης, από την άλλη, καταγγέλλει και περιπτώσεις όπου μεγάλες εταιρείες κλείνουν μια έκταση που εντοπίζουν στον γεωπληροφοριακό χάρτη της ΡΑΕ και μετά τους εκβιάζουν για να ενοικιάσουν τη γη τους. Οι ίδιοι τονίζουν ότι ανησυχούν, δεδομένου ότι ο νόμος προβλέπει διαδικασία αναγκαστικής απαλλοτρίωσης για έργα ΑΠΕ.
Σε καφενεία και ταβέρνες στα Φάρσαλα και τα γύρω χωριά οι συζητήσεις που κυριαρχούν είναι μακριά από την ελληνική και διεθνή επικαιρότητα. Το ποιος διαθέτει στρέμματα προς ενοικίαση ή και πώληση και σε τι τιμές, ποιος δίνει τα περισσότερα, με ποιον γειτνιάζει το τάδε χωράφι, πού θα τον βρούμε, είναι στα θέματα της ημερήσιας διάταξης. Για τους ιδιοκτήτες της περιοχής που νοικιάζουν περίπου 30 ευρώ το στρέμμα για αγροτικές καλλιέργειες, τα 200 ευρώ το στρέμμα που τους προσφέρονται για να «φυτέψουν» στα χωράφια τους φωτοβολταϊκά, είναι μια δελεαστική τιμή.
Οι τόνοι ανεβαίνουν όταν κάποιος από τους εκπροσώπους των ιδιοκτητών, που στο μεταξύ έχουν με έναν τρόπο συνεταιριστεί –πολλές φορές στα λόγια μόνο–, κλείνει μια συμφωνία με κάποια εταιρεία ή έναν μεσίτη και εμφανίζεται τρίτος που προσφέρει περισσότερα. Οι καβγάδες αλλά και οι εκβιασμοί φαίνεται ότι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των «πράσινων» επενδύσεων στη χώρα. Τα πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο για τους επενδυτές όταν ξαφνικά συνειδητοποιούν ότι για μία έκταση που έκλεισαν εμφανίζεται δεύτερος ή και τρίτος ιδιοκτήτης.
Με αθέμιτους όρους όμως κινούνται πολλές φορές και μεγάλες εταιρείες. Εκπρόσωπος της αγοράς αναφέρει περίπτωση όπου μεγάλη ελληνική εταιρεία του κλάδου είχε καταθέσει αίτηση στη ΡΑΕ για άδεια παραγωγής φωτοβολταϊκού πάρκου σε έκταση που είχε εντοπίσει μέσω του γεωπληροφοριακού χάρτη της ΡΑΕ, χωρίς να έχει συμφωνητικό με τους ιδιοκτήτες. Την αίτηση εντόπισε ξένη εταιρεία που είχε διασφαλίσει με συμφωνητικό την ίδια έκταση. Το θέμα επιλύθηκε μεταξύ των εταιρειών χωρίς να εμπλακεί η ΡΑΕ, όταν η ξένη εταιρεία ενημέρωσε την ελληνική ότι διαθέτει συμφωνητικό παραχώρησης της χρήσης γης και η πρώτη απέσυρε την αίτησή της. Οι διαφορές ωστόσο δεν λύνονται με τόσο πολιτισμένο τρόπο, όταν πρόκειται για μεσάζοντες και «επιτήδειους» που δεν ενδιαφέρονται να επενδύσουν αλλά να κάνουν μια καλή «αρπαχτή». Σπεύδουν να κλείσουν συμβόλαια με ιδιοκτήτες και μετά διαπραγματεύονται με τις εταιρείες για να πετύχουν την υψηλότερη τιμή.
Μια αντίστοιχη κατάσταση με αυτή του Θεσσαλικού Κάμπου καταγράφεται και στις λιγνιτικές περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης. Οι μεγαλύτερες ξένες και ελληνικές εταιρείες του κλάδου των ΑΠΕ υποκινούμενες από τα ειδικά κίνητρα που έχει θεσπίσει η κυβέρνηση για «πράσινες» επενδύσεις, στο πλαίσιο της απολιγνιτοποίησης, έχουν κινητοποιήσει εταιρείες συμβούλων και ντόπιους μεσίτες για να βρουν εκτάσεις στα πέριξ των ορυχείων της ΔΕΗ.
Στους σχεδιασμούς της ίδιας της ΔΕΗ είναι η εγκατάσταση φωτοβολταϊκού πάρκου ισχύος 2,5 GV στα ορυχεία της Πτολεμαΐδας και ενός ακόμη φωτοβολταϊκού ισχύος 1 GV στη Μεγαλόπολη, για την ανάπτυξη των οποίων έχει υπογράψει μνημόνιο συνεργασίας (MOU) με τη γερμανική RWE. Στην περιοχή της Πτολεμαΐδας, επίσης, θα αναπτύξει φωτοβολταϊκό ισχύος 200 μεγαβάτ που εξαγόρασε από τη γερμανική Juwi, ο όμιλος των ΕΛΠΕ, ενώ ένα mega φωτοβολταϊκό πάρκο σχεδιάζει στην περιοχή, σύμφωνα με πληροφορίες, και μεγάλη γαλλική εταιρεία του κλάδου. Από ελληνικής πλευράς έντονη δραστηριότητα σε επενδύσεις φωτοβολταϊκών αναπτύσσουν και η ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, η Μytilineos, ο όμιλος Παναγάκου, αλλά και η Motor Oil που έκανε το ντεμπούτο της στην αγορά τον Φεβρουάριο εξαγοράζοντας χαρτοφυλάκιο φωτοβολταϊκών συνολικής ισχύος 47 MW από τη Μytilineos. Από ξένες εταιρείες ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον εκδηλώνεται σχεδόν από το σύνολο των μεγάλων εταιρειών του κλάδου. Η ιταλική Enel, οι γαλλικές ΕDF, Total Eren και Voltalia, οι γερμανικές ΑΒΟ Wind και Juwi, η πορτογαλική EDP αλλά και οι κινεζικές China Energy, Sumec Energy και Spi Energy είναι μερικές μόνο από τις ξένες εταιρείες που επενδύουν στην Ελλάδα.
Με έναν αθέμιτο τρόπο που προκαλεί σοβαρές στρεβλώσεις στην αγορά των ΑΠΕ αναπτύσσεται στην Ελλάδα και ο θεσμός των «Ενεργειακών Κοινοτήτων», ο οποίος σε άλλες χώρες όπως τη Δανία και τη Γερμανία έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάπτυξη του κλάδου μέσω της συμμετοχής πολιτών και τοπικών κοινωνιών.
Οι δέκα από τις αιολικές τουρμπίνες του εμβληματικού αιολικού πάρκου Middelgrunden, που αποτελεί σημείο αναφοράς της Κοπεγχάγης, της πρωτεύουσας της Δανίας, είναι κτήμα ενεργειακής κοινότητας/συνεταιρισμού της χώρας. Από το 2001, πάνω από 150.000 οικογένειες στη Δανία συμμετείχαν σε ενεργειακούς συνεταιρισμούς.
Η Γερμανία απαριθμεί περίπου 800 ΕΝΕΚΟΙΝ με 160.000 μέλη. Η Ελλάδα θέσπισε ειδικά κίνητρα για την ενεργοποίηση του θεσμού των Ενεργειακών Κοινοτήτων, όπως την κατά προτεραιότητα σύνδεση στο δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ, κίνητρο που καταστρατηγήθηκε και υποχρέωσε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας να προχωρήσει σε διόρθωση περιορίζοντας την προτεραιότητα στον ένα μήνα.
Εξακολουθούν όμως να ισχύουν κίνητρα, όπως η μειωμένου ύψους εγγυητική επιστολή, η προσαυξημένη τιμή λειτουργικής ενίσχυσης και η αποφυγή συμμετοχής σε ανταγωνιστικές διαδικασίες, για περισσότερα των δύο έργων ανά φορέα, λόγω του παρεχόμενου συνολικού ορίου των 18 MW.
Ετσι παρατηρείται το φαινόμενο να συστήνεται μια ΕΝΕΚΟΙΝ για έργα μέχρι 18 MW και να απολαμβάνει τα οφέλη από τα ειδικά κίνητρα και τις εξαιρέσεις από τις ανταγωνιστικές διαδικασίες και οι ίδιοι μέτοχοι να συστήνουν και δεύτερη και τρίτη, όταν ένας ιδιώτης δεν μπορεί από το θεσμικό πλαίσιο να εγκαταστήσει πάνω από δύο έργα εκτός διαγωνιστικής διαδικασίας. Συμβαίνει επίσης, σύμφωνα με καταγγελίες που έχουν γνωστοποιηθεί στις αρμόδιες αρχές, όπου διαχειριστές ΕΝΕΚΟΙΝ και μάλιστα της κατηγορίας των μη κερδοσκοπικών έχουν βάλει αγγελίες για πώληση φωτοβολταϊκών έργων, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσουν στους ενδιαφερόμενους αγοραστές το περίπλοκο σύστημα αγοραπωλησιών μέσω των οποίων η ΕΝΕΚΟΙΝ θα περιέλθει σταδιακά στα χέρια του ιδιώτη αγοραστή. Το θέμα έχει κατακρίνει δημοσίως ο αρμόδιος διευθυντής για τη χρήση Δικτύων του ΔΕΔΔΗΕ κ. Νικόλαος Δρόσος, χαρακτηρίζοντας «σκιά» που πρέπει να ξεπεραστεί την καταστρατήγηση του θεσμού.
Στην εκδήλωση για την πρωτοχρονιάτικη πίτα του Συνδέσμου Παραγωγής Ενέργειας με Φωτοβολταϊκά (ΣΠΕΦ) μίλησε για το μεγάλο πλήθος των ενεργειακών κοινοτήτων που «ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια και στην ουσία πρόκειται για καλυμμένες οικογενειακές επιχειρήσεις που απολαμβάνουν με έναν αθέμιτο τρόπο την προτεραιότητα στο σύστημα».
Ο περιορισμός της προτεραιότητας σύνδεσης στο δίκτυο ήρθε αλλά με καθυστέρηση, καθώς το μέχρι πρόσφατα ισχύον καθεστώς έχει μπλοκάρει χιλιάδες αιτήσεις στα τοπικά γραφεία του ΔΕΔΔΗΕ. Είναι χαρακτηριστική η αναφορά του διευθύνοντος συμβούλου του ΔΕΔΔΗΕ κ. Αναστάσιου Μάνου σε έγγραφο που διαβιβάστηκε στη Βουλή προς απάντηση ερώτησης που είχε κατατεθεί για το θέμα. «Κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν επέρχεται μόνο μεγάλη καθυστέρηση στην εξέταση των αιτημάτων από ιδιώτες, αλλά και δέσμευση ενός αγαθού εν ανεπαρκεία, ήτοι του ηλεκτρικού χώρου, που κατά περίπτωση μπορεί να ισοδυναμεί με αδυναμία εξυπηρέτησης αιτημάτων ιδιωτών όταν αυτά εντέλει εξεταστούν» ανέφερε χαρακτηριστικά συμπληρώνοντας ότι «η καταχρηστικότητα της συγκεκριμένης πρακτικής δεν περιορίζεται μόνο στην κατά προτεραιότητα σύνδεση στο δίκτυο».
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή