Το άρθρο των New York Times για τους νέους Έλληνες που μετανάστευσαν και παραμένουν στο εξωτερικό, απέδωσε με ακριβή τρόπο τα διλήμματα των νέων που έχουν μεταναστεύσει μέσα στην διάρκεια της κρίσης.
Οι περισσότεροι Έλληνες που έδωσαν συνέντευξη στην εφημερίδα εξήγησαν ότι αν και νοσταλγούν την Ελλάδα και θα προτιμούσαν να ζουν εκεί, θα παραμείνουν επ’ αόριστο στην Γερμανία.
Οι λόγοι δεν ήταν στενά οικονομικοί. Για παράδειγμα, ο κ. Κωνσταντίνος Κακογιάννης δεν έβρισκε μόνιμη δουλειά στον ερευνητικό του τομέα, αν και εργαζόταν σε ζητήματα τεχνολογίας αιχμής – και βρήκε αμέσως σχετική δουλειά στην Καλιφόρνια αλλά και την Γερμανία. Η κ. Καλλιόπη Ράπτη, εξήγησε ότι προσπαθώντας να στήσει μια μικρή επιχείρηση διαδικτυακής εκμάθησης ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, ξόδευε τον μισό της χρόνο σε γραφειοκρατικές διαδικασίες και διαρκείς φορολογικές αλλαγές. Στην Γερμανία έστησε την επιχείρησή της σε λίγα λεπτά.
Τα θέματα που απασχολούν τα παιδιά αυτά δεν είναι μόνο πόσα χρήματα βγάζουν αλλά και ποια ποιότητα ζωής θα έχουν, ποιες ευκαιρίες και επαγγελματικές προοπτικές. Διαφορετικά νιώθει κανείς σε μια ευνομούμενη κοινωνία, όπου οι κανόνες δικαίου τηρούνται με σοβαρότητα και όπου δεν υπάρχει καμία υποψία διαφθοράς στην καθημερινή ζωή, και διαφορετικά ζει κανείς σε μια κοινωνία γενικευμένης ανομίας και διαφθοράς.
Το πρόβλημα λοιπόν δεν είναι μόνο η οικονομική στασιμότητα της Ελλάδας στην κρίση, αλλά και το ό,τι οι πιο ανεπτυγμένες χώρες δεν έμειναν στάσιμες αλλά με διαρκείς καινοτομίες έκαναν το επιχειρηματικό τους περιβάλλον ακόμα πιο φιλικό σε επενδύσεις και ανοικτό σε νέες ιδέες.
Όλα αυτά είναι τα ζητήματα των «δομικών» μεταρρυθμίσεων για τις οποίες μιλούν διαρκώς οι οικονομολόγοι του ΔΝΤ και της ΕΕ, αλλά οι οποίες δυστυχώς δεν συγκινούν την κυβέρνησή μας και αφήνουν παγερά αδιάφορο το μεγαλύτερο μέρος των μέσων ενημέρωσης. Το άρθρο των New York Times αναφέρεται ρητά στις διεθνείς προτροπές προς το πολιτικό μας σύστημα, να απλοποιήσει την φορολογία, να βελτιώσει την απόδοση δικαιοσύνης και την συλλογή των φόρων καθώς και να βελτιώσει το ρυθμιστικό περιβάλλον των επιχειρήσεων. Δυστυχώς η δημόσια ζωή μας δεν συζητά αυτά τα θέματα, που υπάρχουν στα διάφορα προγράμματα διάσωσης της Ελλάδας από το 2010. Οι περισσότεροι σχολιαστές και πολιτικοί τα θεωρούν «τεχνικά», και οι περισσότερο ευφάνταστοι εικάζουν ότι πίσω από αυτά βρίσκεται ο «νεοφιλελευθερισμός» των ευρωπαίων – ή της «συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης» όπως μας έλεγε κάποτε ο κ. Τσίπρας.
Η κριτική αυτή των προγραμμάτων διάσωσης βασίζεται δυστυχώς στην άγνοια. Καθώς οι περισσότεροι Έλληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι δεν γνωρίζουν πώς λειτουργεί η οικονομία στις ευρωπαϊκές χώρες δεν είναι δυνατόν να καταλάβουν πόσο και σε ποιους τομείς έχει μείνει η Ελλάδα πίσω. Γι αυτό δεν ήταν σε θέση να καταλάβουν τι ακριβώς ήθελαν τα προγράμματα να πετύχουν.
Οι απομονωμένοι μας πολιτικοί και δημοσιογράφοι είναι επίσης αδύνατο να καταλάβουν πόσο πιο ιεραρχική είναι η κοινωνική και οικονομική ζωή στην Ελλάδα. Σε εμάς ακόμα πολλά εξαρτώνται από την διαμεσολάβηση των ισχυρών και τις οικογενειακές ή κομματικές γνωριμίες. Η ζωή στην Δυτική Ευρώπη είναι όμως εντελώς ελεύθερη από τέτοιες εξαρτήσεις.
Δουλειά βρίσκει κάποιος με την αξία του, ποτέ με μέσο. Αν κάποιος έχει ανάγκη βοήθειας, πηγαίνει στον δήμο, όχι στην οικογένειά του για τα στοιχειώδη, που τα προσφέρει ένα γενναιόδωρο κοινωνικό κράτος. Αυτά ακριβώς πρέπει να επιβάλουμε στην οικονομική μας ζωή.
Δεν αρκεί λοιπόν να σταματήσει η οικονομική κρίση για να επιστρέψουν οι νέοι μας. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι νέοι Έλληνες μετανάστες θα επιστρέψουν στην Ελλάδα μόνο όταν η καθημερινότητα για τους εργατικούς Έλληνες βελτιωθεί δραστικά.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται απλά νέες θέσεις εργασίας αλλά και ένα εντελώς διαφορετικό επιχειρηματικό περιβάλλον, με ίσες ευκαιρίες και ισχυρούς θεσμούς και ισότητα για όλους. Όλα αυτά αποτυπώνονται στους διεθνείς δείκτες ανταγωνιστικότητας, που συμπυκνώνουν την συγκριτική εμπειρία πολλών διαφορετικών κρατών. Κατά τη γνώμη μου μια νέα μεταρρυθμιστική κυβέρνηση θα πρέπει να στοχεύσει να βάλει την Ελλάδα τουλάχιστον στις πρώτες 30 θέσεις του δείκτη ανταγωνιστικότητας της Διεθνούς Τράπεζας - από την 68η θέση που είχε το 2018.
Αυτό είναι το πιο σημαντικό στοίχημα του πολιτικού μας κόσμου για τα επόμενα δέκα χρόνια: να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητά μας σε σχέση με τις άλλες χώρες της γειτονιάς μας. Αυτός είναι και ο μόνος τρόπος να επιστρέψουν τα άξια παιδιά που έφυγαν μέσα στην κρίση – αλλά και να μην φύγουν και τα υπόλοιπα. Όλα τα άλλα πολιτικά μας ζητήματα είναι λεπτομέρειες.
*Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο - Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Liberal.gr