Με την έναρξη της εφαρμογής των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης, αλλά με ιδιαίτερη ένταση από την Β΄ Προγραμματική Περίοδο και μετά, η ελληνική Δημόσια Διοίκηση επέλεξε να κάνει την κορυφαία στρατηγική επιλογή και να αναθέσει τη διαχείριση των επενδυτικών πόρων προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, σε Ενδιάμεσους Φορείς Διαχείρισης (ΕΦΔ) του ιδιωτικού τομέα, και μάλιστα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, με την μέθοδο του outsourcing (εξωτερίκευση δραστηριοτήτων).
Η επιλογή αυτή προσφέρει τα σοβαρά πλεονεκτήματα του outsourcing, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η δυνατότητα μείωσης του συνολικού κόστους, χωρίς να επιβαρύνεται είτε η ποσότητα είτε η ποιότητά της της υπηρεσίας. Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της αποφυγής υποαπασχόλησης, καθώς οι ΕΦΔ δεν δεσμεύουν περιττούς ανθρώπινους και υλικούς πόρους, της αποφυγής εξάρτησης από μία συγκεκριμένη τεχνολογία, της αξιοποίησης οικονομιών κλίμακας δεδομένης της οργανωτικής τους ευελιξίας.
Οι ενδιάμεσοι φορείς διαχείρισης είναι η ΑΕΔΕΠ, η ΑΝΔΙΑ, η ΕΛΑΝΕΤ, η Διαχειριστική Δυτικής Ελλάδος και Ιονίων Νήσων, η Διαχειριστική Κρήτης, το ΚΕΠΑ-ΑΝΕΜ και ο ΔΕΣΜΟΣ, είναι αστικές εταιρείες μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, έχουν διπλογραφικό σύστημα, αμείβονται έναντι των επιλέξιμων λειτουργικών δαπανών και οι ιδρυτές τους είναι συλλογικές οργανώσεις της επιχειρηματικής κοινότητας (Επιμελητήρια, σύνδεσμοι βιομηχανιών, αναπτυξιακές εταιρείες της Αυτοδιοίκησης, συνεταιριστικές τράπεζες κ.λπ.). Είναι γεωγραφικά διεσπαρμένοι, στο σύνολο της χώρας. Επιλέγονται με βάση προκήρυξη και διαγωνιστική διαδικασία, ώστε να διασφαλίζονται η διαφάνεια, η αξιοπιστία και η αποτελεσματικότητα. Προσαρμόζονται σε οδηγίες, χρονοδιαγράμματα και κανόνες του υπουργείου και είναι διαχειριστικά ελεγχόμενοι από ορκωτούς λογιστές, καθώς και από εθνικές και κοινοτικές ανεξάρτητες ελεγκτικές αρχές (ΕΔΕΛ, ενωσιακά ελεγκτικά όργανα), με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Οι υπηρεσίες τους ξεκινούν από την υποβοήθηση στη σύνταξη των αναπτυξιακών προγραμμάτων, στην ενημέρωση των επενδυτών, τη σύνταξη μητρώου αξιολογητών, την προαξιολόγηση των επενδυτικών προτάσεων, την υποστήριξη της αξιολόγησης, τις εισηγήσεις των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης, την καθοδήγηση των επενδυτών, την εφαρμογή κανόνων πιστοποίησης του φυσικού και οικονομικού αντικειμένου, την πίστωση των λογαριασμών του επενδυτή με την αναλογούσα δημόσια δαπάνη, και καταλήγουν στην παρακολούθηση, μετά την υλοποίησή της, κάθε επένδυσης επί των μακροχρόνιων δεσμεύσεων του επενδυτή.
Το κορυφαίο πλεονέκτημα των ΕΦΔ είναι ότι αποτελούν ιδιωτική δομή, που λειτουργεί με παροιμιώδη πειθαρχία και παρουσιάζει εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά διαχειριστικής αστοχίας. Αν η Δημόσια Διοίκηση επέλεγε να υλοποιήσει τη διαχείριση των προγραμμάτων των ΜΜΕ με in house λύση είναι βέβαιο ότι και η ροή της διαχείρισης λόγω όγκου θα ήταν προβληματική, και το κόστος θα ήταν εξαιρετικά υψηλό αλλά και οι βασικές επιδιώξεις της Διοίκησης θα μπερδεύονταν σε μία αποστολή που κάθε άλλο παρά επιτελική είναι.
Στο πλαίσιο του ΕΣΠΑ, το σύστημα των ΕΦΔ προχώρησε στην ίδρυση ενός κεντρικού φορέα αναφοράς, του ΕΦΕΠΑΕ, ο οποίος ολοκληρώνει αυτή την περίοδο τα προγράμματα του ΕΠΑΕ και ήδη, έπειτα από σχετική διαγωνιστική διαδικασία, του ανατέθηκε η διαχείριση του ΕΠΑΝΕ. Το μοντέλο των ιδιωτικών ΕΦΔ χρησιμοποιήθηκε περιορισμένα κατά το Α΄ ΚΠΣ και στη συνέχεια ευρέως. Στην όλη αυτή τη χρονική διαδρομή οι ΕΦΔ διαχειρίστηκαν 53.915 επενδύσεις – έργα συνολικού προϋπολογισμού 15.675.588.574 ευρώ.
Η αξιοποίησή αυτού του μοντέλου διαχείρισης κρατικών πόρων αποτελεί μία θαρραλέα στρατηγική επιλογή outsourcing της ελληνικής Διοίκησης, που έχει την αποδοχή των κυβερνήσεων από το 1990 και μετά. Είναι ένα εξαιρετικά πετυχημένο παράδειγμα που μπορεί να διευρυνθεί και σε άλλους τομείς της οικονομίας.
* Ο κ. Απόστολος Παπαδούλης είναι γενικός διευθυντής της Αναπτυξιακής Εταιρείας Διαχείρισης Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων (ΑΕΔΕΠ). Ζει και εργάζεται στο Βόλο