Στο στόχαστρο των ξένων εμπορικών εταίρων μας βρίσκονται το τελευταίο διάστημα τρία παραδοσιακά προϊόντα, η φέτα, το τσίπουρο και το γιαούρτι. Η στοχοποίηση αυτή δεν είναι προϊόν κάποιας καλά προετοιμασμένης και άψογα εκτελεσμένης συνωμοσίας ξένων εχθρικών δυνάμεων. Αν και σε κάθε ένα από τα τρία αυτά προϊόντα, για διαφορετικούς λόγους, υπάρχουν δύο κοινά στοιχεία: οι αβλεψίες και οι παραλείψεις διαχρονικά των ελληνικών κυβερνήσεων για την προστασία τους και οι προσπάθειες εξαπάτησης των καταναλωτών ακόμα και από ελληνικές εταιρείες που τα παράγουν.
To τελευταίο πλήγμα για τη φέτα έρχεται από την εμπορική συμφωνία Ευρωπαϊκής Ενωσης – Καναδά (CETA), η οποία επικυρώθηκε πριν από λίγες ημέρες από το Ευρωκοινοβούλιο και απομένει πλέον η επικύρωσή της και από τα εθνικά κοινοβούλια. Βάσει της συμφωνίας δεν απαγορεύεται σε εταιρείες στον Καναδά να χρησιμοποιούν την ονομασία φέτα, σε συνδυασμό με τους όρους «είδος», «τύπος», «στυλ», «απομίμηση» ή παρόμοιες εκφράσεις και γίνεται σε συνδυασμό με ευανάγνωστη και ορατή ένδειξη της γεωγραφικής προέλευσης του προϊόντος.
Αυτό, μάλιστα, είναι το λιγότερο προβληματικό σημείο της συμφωνίας. Διότι υπάρχει και το άλλο που προβλέπει ότι δεν απαγορεύεται η χρήση γεωγραφικών ενδείξεων από πρόσωπα, συμπεριλαμβανομένων των διαδόχων ή των εκδοχέων τους, τα οποία έχουν κάνει εμπορική χρήση των εν λόγω ενδείξεων όσον αφορά προϊόντα που εμπίπτουν στην κατηγορία «τυριά» πριν από τις 18 Οκτωβρίου 2013. Η χρήση των ενδείξεων αυτών, εν προκειμένω της ονομασίας «φέτα», επιτρέπεται μόνο εντός του καναδικού εδάφους.
Πώς φτάσαμε ώς εδώ; Ο χειρισμός του θέματος από την ελληνική πλευρά ήταν εξαρχής λανθασμένος, με συνέπεια να υπάρχουν εκ των υστέρων ελάχιστα περιθώρια διορθωτικών κινήσεων. Μία από αυτές τις «διορθωτικές κινήσεις» είναι η υπόσχεση της Ε.Ε. ότι θα συζητήσει εκ νέου την περίπτωση της φέτας έπειτα από πέντε χρόνια εφαρμογής της CETA.
Η συμφωνία αυτή, εξάλλου, ήρθε σε μια περίοδο που η Ελλάδα έχει περιορισμένα έως μηδενικά περιθώρια διαπραγμάτευσης ή άσκησης βέτο στη συμφωνία. Δυστυχώς, άλλοθι κατά καιρούς έχει δοθεί και από ελληνικές εταιρείες. Πλέον χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή που αποκάλυψε ο ελληνικός Τύπος το 2003, λίγο καιρό μάλιστα μετά τη νίκη της Ελλάδας επί των Δανών σε ό,τι αφορά την κατοχύρωση της φέτας ως ΠΟΠ: βιομηχανία διαφήμιζε στην ιστοσελίδα της «φέτα από αγελαδινό γάλα» και «φέτα με φυτικά έλαια», προϊόντα δηλαδή που μόνο «φέτα» δεν επιτρέπεται να ονομάζονται.
Οι εξαγωγές ελληνικών τυριών στον Καναδά, με κυρίαρχο προϊόν τη φέτα, ανέρχονται σε 3,9 εκατ. ευρώ, ενώ θεωρητικά μπορεί να ενισχυθούν από το γεγονός ότι στο πλαίσιο της CETA θα αυξηθούν οι ποσοστώσεις αδασμολόγητων εισαγωγών. Ωστόσο, οι ελληνικές επιχειρήσεις καλούνται πρώτον, να διαθέσουν τα προϊόντα τους σε ανταγωνιστικές τιμές σε μια αγορά όπου είναι ήδη εδραιωμένα τοπικά σήματα, δεύτερον, ακόμη και αν τα προϊόντα τους είναι σε υψηλότερες τιμές να πείσουν τους Καναδούς καταναλωτές για την ποιότητα και την προστιθέμενη αξία.
Στην περίπτωση του γιαουρτιού τα πράγματα είναι αρκετά διαφορετικά. Το ελληνικό γιαούρτι δεν αποτελεί ούτε ΠΟΠ ούτε ΠΓΕ, διότι καμία ελληνική κυβέρνηση δεν προώθησε ποτέ σχετικό αίτημα. Ο λόγος; Μάλλον, η αυτογνωσία. Μια ματιά στους αριθμούς αρκεί για να αντιληφθεί εύκολα κάποιος αυτό που οι επιστήμονες επισημαίνουν: ότι πολύ πιθανό στο «ελληνικό γιαούρτι» που παρασκευάζεται εντός Ελλάδας να μη χρησιμοποιείται αποκλειστικά ελληνικό γάλα.
Το 2015 παρήχθησαν στην Ελλάδα 602.329 τόνοι γάλακτος και καταναλώθηκε περίπου υπερδιπλάσια ποσότητα, 1.350.000 τόνοι, ενώ ουκ ολίγες φορές οι ελληνικές γαλακτοβιομηχανίες αλληλοκατηγορούνται για το ποια βγάζει το πιο «ελληνικό γιαούρτι». H τελευταία απειλή για το «ελληνικό γιαούρτι» προέρχεται από την Τσεχία, η οποία επιθυμεί να παράγει προϊόν που θα το ονομάζει «ελληνικό γιαούρτι». Η απάντηση της Κομισιόν είναι μέχρι στιγμής αρνητική, θεωρώντας παραπλανητική τη χρήση της ονομασίας αυτής. Ωστόσο, δεν πρέπει να αποκλειστεί το ενδεχόμενο προσπάθειας παρασκευής γιαουρτιού από τσεχικές εταιρείες το οποίο θα χαρακτηρίζεται «ελληνικού τύπου».
Στο τσίπουρο, τέλος, μπορεί να μην επιχειρείται «απομίμησή» του από ξένες εταιρείες, αλλά το ενδεχόμενο να διπλασιαστεί ο Ειδικός Φόρος Κατανάλωσης με τον οποίο επιβαρύνεται σήμερα σε περίπτωση καταδίκης της Ελλάδας από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, μεταφράζεται σε απώλεια του συγκριτικού πλεονεκτήματος της χαμηλής τιμής που έχει σήμερα σε σχέση με τα εισαγόμενα αλκοολούχα ποτά.
Δήμητρα Μανιφάβα (Καθημερινή)