Σε πανευρωπαϊκό αλλά και σε πανελλαδικό επίπεδο η ανάγκη επένδυσης στην καλλιέργεια πρωτεϊνούχων φυτών µε κατεύθυνση τη διατροφή των κτηνοτροφικών ζώων ισχυροποιείται, µε κυβερνήσεις και παραγωγούς να προσπαθούν να απεµπλακούν από την σχεδόν αποκλειστική εισαγωγή σόγιας από τη βασίλισσα της καλλιέργειας, την Αµερική.
Με το επίπεδο αυτάρκειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε παραγωγή σόγιας να είναι µόλις 5%, τα ευρωπαϊκά κράτη το ένα µετά το άλλο καταβάλλουν αξιοσηµείωτες προσπάθειες να κλείσουν την ψαλίδα, µε την Ιταλία και τη Γαλλία να µπαίνουν δυναµικά στην παραγωγή σόγιας µε 1,06 εκατ. τόνους και 499.000 τόνους, αντιστοίχως.
Η Ελλάδα, αναζητώντας µε τη σειρά της µια θέση αυτονοµίας που τόσο έχει ανάγκη, ώστε να προστατέψει τον κτηνοτροφικό της κλάδο σε περιόδους µεταβλητότητας των διεθνών αγορών που σπρώχνουν προς τα πάνω τις τιµές των ζωοτροφών, στρέφεται σταδιακά όχι µόνο στην καλλιέργεια σόγιας αλλά και στην αξιοποίηση ντόπιων ποικιλιών κτηνοτροφικών ψυχανθών όπως το κουκί, το µπιζέλι, το λούπινο και το ρεβίθι.
Μια από της µεγαλύτερες επενδύσεις προς αυτή την κατεύθυνση πραγµατοποίησε η γαλακτοβιοµηχανία ΟΛΥΜΠΟΣ Α.Ε., µε τη διεξαγωγή σε µεγάλη κλίµακα πιλοτικού προγράµµατος την περίοδο 2012-2014, σε συνεργασία µε το εργαστήριο Γενετικής και Βελτίωσης Φυτών του τµήµατος Γεωπονίας Φυτικής Παραγωγής και Αγροτικού Περιβάλλοντος του Πανεπιστηµίου Θεσσαλίας, και µε το Ινστιτούτο Κτηνοτροφικών Φυτών και Βοσκών του Ελληνικού Γεωργικού Οργανισµού ∆ήµητρα (πρώην ΕΘΙΑΓΕ).
Η αρχή έγινε µε την καλλιέργεια 65 στρεµµάτων πιλοτικών αγρών, µε σόγια (GMO free) ως κύρια ή και ως επίσπορη καλλιέργεια, σε περιοχές της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, ενώ η συνέχεια ήταν ακόµα πιο εντυπωσιακή µε την αξιοποίηση 120 στρεµµάτων σε περιοχές της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Θράκης, για χειµερινή καλλιέργεια πρωτεϊνούχων κτηνοτροφικών φυτών ρεβιθιού και λούπινου, ως προσπάθεια αξιοποίησης όξινων και ξερικών εδαφών, µε στόχο τη µερική ή και πλήρη αντικατάσταση της σόγιας στο σιτηρέσιο των ζωοτροφών.
Παράλληλα, εκπονήθηκε έλεγχος των φυσικοχηµικών ιδιοτήτων και ανάλυση της σύνθεσης και αναλογίας πρωτεϊνών αλλά και αντιθρεπτικών παραγόντων (αναστολείς τρυψίνης) µε σκοπό την εκτίµηση της ασφάλειας και διατροφικής αξίας των προτεινόµενων ψυχανθών. Κατά τη διάρκεια του προγράµµατος ερευνητές και συνεργαζόµενοι κτηνοτρόφοι αξιολόγησαν και συνέκριναν 10 εµπορικές ποικιλίες συµβατικής σόγιας, µε γνώµονα τη δυναµική και την προσαρµοστικότητά τους στις ελληνικές συνθήκες και συνόδευσαν τα αποτελέσµατά που συνέλεξαν, µε πρακτικές καλλιεργητικές οδηγίες.
Στην περίπτωση της σόγιας, λοιπόν, τα δεδοµένα που συλλέχθηκαν από τους πειραµατικούς αγρούς, έδειξαν µέσες αποδόσεις που κυµαίνονταν ανάλογα µε την περιοχή, από 285 κιλά το στρέµµα στη βιολογική καλλιέργεια έως και 430 κιλά το στρέµµα, ενώ διαφοροποίηση παρατηρήθηκε µεταξύ των 10 υβριδίων και των αποστάσεων φύτευσης που δοκιµάστηκαν (75 και 25 εκατοστά µεταξύ των γραµµών). Για τη καλλιέργεια σόγιας, που είναι απαιτητική σε άζωτο, προτείνεται η διαθεσιµότητα 22 µονάδων ανά στρέµµα, καθώς και η λίπανση µε 6-9 µονάδων φωσφόρου και µε 8-12 µονάδες καλίου (Κ2Ο), συνοδευόµενη από 4-6 αρδεύσεις.
Το λούπινο ταιριάζει στη φυσιολογία της Ελλάδας
Τα λούπινα είναι σπουδαία ετήσια κτηνοτροφικά φυτά, που τα σπέρµατά τους περιέχουν πρωτεΐνη σε υψηλό ποσοστό (28-40%), σηµαντικά υψηλότερο και από τα κτηνοτροφικά κουκιά. Τα πιο συνηθισµένα είδη από τα καλλιεργούµενα είναι το λευκό, το κίτρινο και το µπλέ λούπινο. Λόγω της ψηλής του αζωτοδεσµευτικής ικανότητας το λούπινο απαιτεί µόνο φωσφορούχο λίπανση (µε 6-9 µονάδες).
Στην ίδια έρευνα φάνηκε ότι το λούπινο έχει τη µεγαλύτερη ικανότητα προσαρµογής σε ξηρά, όξινα και φτωχά εδάφη, ενώ είναι κατάλληλο για καλλιέργεια και σε ορεινές και ηµιορεινές περιοχές. Η σπορά απαιτεί 14 κιλά σπόρου ανά στρέµµα (αποστάσεις 30-50 εκ. και 10-15εκ.), µε αποδόσεις που φτάνουν τα 348 κιλά το στρέµµα, στην περίπτωση φθινοπωρινής σποράς.
Ο συγκοµιζόµενος σπόρος έχει υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, είναι πλούσιος σε ενέργεια και διαθέτει καλή βιολογική αξία. Πιο συγκεκριµένα, ανάλυση της χηµικής σύνθεσής του αναδεικνύει την ανωτερότητά του έναντι του σογιάλευρου (και των υπολοίπων υπό εξέταση ψυχανθών) σε περιεκτικότητα ξηρής και οργανικής ουσίας, λιπαρών και ινωδών ουσιών καθώς και στην τρείς φορές χαµηλότερη περιεκτικότητα στου αντιθρεπτικό παράγοντες «παρεµποδιστές τρυψίνης», καθιστώντας το µια πειστική πρόταση για αντικατάσταση του σογιάλευρου στη διατροφή των παραγωγικών ζώων.
Επιπλέον, λόγω των υψηλών επιδόσεων του λούπινου, της προσαρµοστικότητάς του σε συστήµατα µειωµένων εισροών και της υψηλής θρεπτικής αξίας των σπόρων του, οι ερευνητές προχώρησαν στη σχεδίαση διαλληλικές διασταυρώσεις µεταξύ ποικιλιών σόγιας και ποικιλιών λούπινου µε στόχο την παραγωγή ετερωτικών F1 (υβριδίων) µε την προοπτική δηµιουργίας υψηλοαποδοτικών ποικιλιών προσαρµοσµένων στις ελληνικές συνθήκες και µε επιθυµητές διατροφικές ιδιότητες.
Ένταξη στο σιτηρέσιο
Ενδιαφέροντα αποτελέσµατα συλλέχθηκαν όµως και από τους πιλοτικούς αγρούς που καλλιεργήθηκαν µε τα λοιπά κτηνοτροφικά ψυχανθή, όπως µπιζέλι, ρεβίθι και κουκί, όπου χρησιµοποιήθηκαν οι προτεινόµενες από το υπουργείο ποικιλίες, ενώ η χηµική ανάλυση αποκάλυψε ότι οι σπόροι και από τα τρία αυτά είδη έχουν διπλάσια περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες από το λούπινο και το σογιάλευρο.
Παράλληλα, βρέθηκε ότι ο καρπός του κουκιού αποτελεί άριστη συµπυκνωµένη πρωτεϊνούχο ζωοτροφή, µε υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες (25-34%) κατάλληλη για χοίρους, πρόβατα, βοοειδή, πουλερικά και άλογα.
Εν κατακλείδι, οι ερευνητές προτείνουν αντικατάσταση του σογιάλευρου µε σπέρµατα ψυχανθών σε αναλογίες 5:2 (ρεβίθι: σογιάλευρο) έως 5:4 (λούπινο: σογιάλευρο). Για να διευκολυνθεί η επέκταση της καλλιέργειας των κτηνοτροφικών ψυχανθών και να καταστεί οικονοµικά συµφέρουσα για τους παραγωγούς η αντικατάσταση του σογιάλευρου, θα πρέπει η διάθεσή των σπόρων τους στην κτηνοτροφία να γίνεται σε τιµή ζωοτροφής και όχι σε τιµή σπόρου.
Ελληνικές ζωοτροφές ρίχνουν 10% το κόστος στα σιτηρέσια
Tο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης έχει εκδώσει ανακοίνωση, στην οποία καταγράφονται οι προτεινόµενες ποικιλίες ανά καλλιέργεια κτηνοτροφικού ψυχανθούς µε τις καλύτερες αποδόσεις στα ελληνικά δεδοµένα.
Σύµφωνα µε αυτή, το ρεβίθι έχει εξαιρετική αντοχή στην ξηρασία, µε χαµηλές απαιτήσεις σε έδαφος και µε µορφολογία τέτοια που διευκολύνει τη µηχανική συγκοµιδή, ενώ προτείνεται η χρήση της µικρόσπερµης ποικιλίας Αµοργός (ανθεκτική στην ασθένεια της ασκοχύτωσης, κατάλληλη και για βιολογική γεωργία) και των µεσόσπερµων ποικιλιών Γαύδος και Θήβα.
Αντίστοιχα για το κτηνοτροφικό µπιζέλι καλές επιδόσεις δίνουν οι ποικιλίες Οδυσσέας, Όλυµπος και ∆ωδώνη, και για το κτηνοτροφικό κουκί οι Σόλων, Πολυκάρπη και Τανάγρα.
Στέλλα Προβελλέγιου Agrenda