Μπορεί οι τιμές ρεύματος και φυσικού αερίου να μειώνονται λόγω της ευνοϊκής συγκυρίας στις διεθνείς αγορές, οι καταναλωτές ωστόσο θα επιβαρυνθούν με νέες αυξήσεις από τα τέλη χρήσης δικτύων, τις αποκαλούμενες ρυθμιστικές χρεώσεις που είναι κοινές για όλους τους παρόχους. Από τον περασμένο Μάιο τα τέλη χρήσης για το δίκτυο που διαχειρίζεται ο ΔΕΔΔΗΕ σχεδόν διπλασιάστηκαν, επιβαρύνοντας ένα μέσο νοικοκυριό με ένα πρόσθετο ετήσιο κόστος της τάξης των 76 ευρώ. Από 98 ευρώ που πλήρωνε πριν υπολογίζεται ότι πληρώνει πλέον 174 ευρώ.
Το ποσό αυτό αναμένεται να προσαυξηθεί περαιτέρω καθώς ο ΔΕΔΔΗΕ υπέβαλε στη ΡΑΑΕΥ αίτημα αναθεώρησης του ετήσιου εγκεκριμένου εσόδου του για το 2024 κατά 77,5 εκατ. ευρώ. Πάνω από το 50% του ποσού αυτού και συγκεκριμένα 40 εκατ. ευρώ αφορά στο κόστος της μηνιαίας καταμέτρησης, μέτρο που έχει προαναγγείλει ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης στο πλαίσιο ενός συνολικότερου πακέτου μέτρων για την αντιμετώπιση των ρευματοκλοπών και το οποίο θα τεθεί σε ισχύ από τον Απρίλιο. Οι καταναλωτές ουσιαστικά καλούνται να χρηματοδοτήσουν τη χρόνια αδράνεια του ΔΕΔΔΗΕ να αντιμετωπίσει τις ρευματοκλοπές, το κόστος των οποίων υπολογίζεται ετησίως στα 400 εκατ. ευρώ. Ο ΔΕΔΔΗΕ ζητάει επίσης από τη ΡΑΑΕΥ να εγκρίνει πρόσθετες δαπάνες ύψους 25 εκατ. ευρώ για ζώνες πυροπροστασίας του δικτύου, 3,5 εκατ. για κεφάλαιο κίνησης και 9 εκατ. για υποανάκτηση εγκεκριμένων εσόδων του έτους 2022. Τα κόστη αυτά αν συνδυαστούν και με το αυξημένο WACC που έχει εγκριθεί ήδη για τον ΔΕΔΔΗΕ για τη διετία 2023-2024 (7,66%) εκτιμάται ότι θα ανεβάσουν στα ύψη τα τέλη χρήσης του δικτύου για το 2024 και θα επιβαρύνουν τους μηνιαίους λογαριασμούς ρεύματος που πληρώνουν οι καταναλωτές. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΡΑΑΕΥ έχει ήδη εγκρίνει ετήσιο έσοδο για τον ΔΕΔΔΗΕ της τάξης των 981 εκατ. ευρώ για το 2023 και κοντά στο 1 δισ. ευρώ για το 2024, ενώ η Ολομέλεια της Αρχής αναμενόταν χθες να αποφασίσει επί του αιτήματος αναθεώρησης που υπέβαλε ο Διαχειριστής, εξετάζοντας ενδελεχώς το εύλογο του κόστους τόσο για τη μηνιαία καταμέτρηση όσο και των ζωνών πυροπροστασίας.
Με σημαντικές αυξήσεις αναμένεται να επιβαρυνθούν και οι καταναλωτές φυσικού αερίου, παρά τη μείωση της τιμής του καυσίμου. Η Italgas, η οποία ελέγχει το δίκτυο φυσικού αερίου μέσης και χαμηλής τάσης μετά την εξαγορά της ΔΕΠΑ Υποδομών, έχει εισηγηθεί αυξήσεις τελών χρήσης δικτύου που φτάνουν έως 31% στις ώριμες αγορές Αττικής, Θεσσαλονίκης και Θεσσαλίας και έως και 56% σε κάποιες περιοχές της χώρας, για την υλοποίηση του επενδυτικού της προγράμματος ύψους 800 εκατ. ευρώ την περίοδο 20232027.
Η εταιρεία μάλιστα διεκδίκησε αυξημένο WACC για το 2024 στα επίπεδα του 9,9% από 8,57% το 2023. Η ΡΑΑΕΥ έπειτα από έντονη διαμάχη με τους Ιταλούς μετόχους της ΔΕΠΑ Υποδομών ενέκρινε ποσοστό χαμηλότερο και από αυτό του 2023 και συγκεκριμένα 8,3%, αποτρέποντας πρόσθετες αυξήσεις για τους καταναλωτές.
Το WACC αποτελεί τα τελευταία χρόνια μια μόνιμη διαμάχη μεταξύ Διαχειριστών και ΡΑΑΕΥ, με τους πρώτους να διεκδικούν υψηλά ποσοστά στοχεύοντας στην ενίσχυση της κερδοφορίας τους και την αρμόδια Αρχή να προτάσσει ως βασικό κριτήριο για τη διαμόρφωσή του τη χαμηλότερη δυνατή επιβάρυνση των καταναλωτών και τη διασφάλιση της ομαλής υλοποίησης των επενδυτικών προγραμμάτων και της βιωσιμότητας των εταιρειών. Υψηλές επενδύσεις σημαίνει και διεκδίκηση υψηλού WACC και αυτό το γνωρίζουν πολύ καλά οι ξένοι μέτοχοι που ελέγχουν τα ελληνικά δίκτυα ενέργειας (State Grid τον ΑΔΜΗΕ, Macquarie τον ΔΕΔΔΗΕ, κοινοπραξία της Snam τον ΔΕΣΦΑ και Italgas τη ΔΕΠΑ Υποδομών) και σχεδιάζουν επενδυτικά προγράμματα-μαμούθ με έρεισμα τις ανάγκες της ενεργειακής μετάβασης. Στο στόχαστρο της ΡΑΑΕΥ φαίνεται να μπαίνουν πάντως οι οικονομικές καταστάσεις των Διαχειριστών για να επανεξετάσει το ύψος του WACC όπου διαπιστωθεί ότι υπάρχουν υπεραποδόσεις. Την ανάγκη ελέγχου των Διαχειριστών, «τόσο σε επίπεδο υπερσχεδιασμού όσο και σε επίπεδο δαπανών», επισημαίνει στην «Κ» και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο οποίος μετά το πράσινο τιμολόγιο αναμένεται να παρέμβει και στις χρεώσεις των τελών δικτύου.
Χρύσα Λιάγγου, Καθημερινή