Τις δημοσιονομικές επιπτώσεις της επιβολής πλαφόν στη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος προκειμένου να μειωθούν οι τιμές για τους τελικούς καταναλωτές μελετά η κυβέρνηση, εξετάζοντας διάφορα σενάρια, μεταξύ των οποίων και του ισπανικού μοντέλου που υποβλήθηκε προς έγκριση στις Βρυξέλλες την προηγούμενη εβδομάδα. Αν και τρομάζουν τα ποσά που απαιτούνται για την εφαρμογή ενός τέτοιου μέτρου, εξίσου μεγάλος είναι και ο τρόμος που προκαλεί και η εξάντληση των αντοχών νοικοκυριών και επιχειρήσεων και ενδεχόμενης διατάραξης της κοινωνικής συνοχής, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία και το σχέδιο ταχείας απεξάρτησης της Ευρώπης από το ρωσικό φυσικό αέριο προεξοφλούν υψηλές τιμές για μακρύ χρονικό διάστημα.
Το στίγμα αυτής της στροφής προς μια παρέμβαση σε εθνικό επίπεδο, εάν δεν υπάρξει κεντρική ευρωπαϊκή, έδωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το Φόρουμ των Δελφών. «Δεν μπορούμε να αντέξουμε για καιρό τις υψηλές τιμές στην ενέργεια», είπε ο πρωθυπουργός, σημειώνοντας ότι χρειάζονται ευρωπαϊκά μέτρα και ότι «εάν αυτό δεν συμβεί, τότε θα δράσουμε μόνοι σε εθνικό επίπεδο». «Δεν πρέπει να χάσουμε για οικονομικούς λόγους την υποστήριξη των πληθυσμών μας», είπε, επισημαίνοντας τον κίνδυνο ανόδου του λαϊκισμού στην Ευρώπη και τη δυνατότητα αξιοποίησης των 230 δισ. ευρώ αδιάθετων δανείων από το Ταμείο Ανάκαμψης για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Υπό το φως των νέων δεδομένων το κυβερνητικό επιτελείο επανεξετάζει το σενάριο της επιβολής πλαφόν στην τιμή του ρεύματος, αξιοποιώντας το παράθυρο που άφησε η Ε.Ε. προς τα κράτη-μέλη για προσωρινή επιβολή ανώτατης τιμής, με τρόπο που δεν θα επηρεάζει τη λειτουργία της αγοράς. Το επιτελείο το υπουργείου Οικονομικών μέχρι το Πάσχα θα έχει ολοκληρώσει την αξιολόγηση των δημοσιονομικών επιπτώσεων των διαφόρων εναλλακτικών προτάσεων εφαρμογής του μέτρου, αν για παράδειγμα θα τεθεί ένα ανώτατο όριο εσόδου κατά είδος καυσίμου, κατά μονάδα κ.λπ. και σε ποιο ύψος, ώστε η πρόταση που τελικά θα επιλεγεί από τον πρωθυπουργό να συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα Σταθερότητας που θα υποβληθεί προς έγκριση στην Κομισιόν στις 30 Απριλίου.
Το ισπανικό μοντέλο
Σύμφωνα με πηγές κοντά στο Μαξίμου, το μοντέλο που εξετάζεται μοιάζει με αυτό που υπέβαλε προς έγκριση η Ισπανία στις Βρυξέλλες και το οποίο θέτει μια ανώτατη τιμή φυσικού αερίου την οποία θα λαμβάνουν υπόψη τους οι παραγωγοί για τη διαμόρφωση των προσφορών τους. Με μια τιμή για παράδειγμα στα 30 ευρώ η μεγαβατώρα και τιμή CO2 στα 80 ευρώ ο τόνος, σύμφωνα με την ισπανική πρόταση, η χονδρεμπορική τιμή ρεύματος θα διαμορφωθεί στα 89 ευρώ η μεγαβατώρα, όταν μεσοσταθμικά τους τελευταίους μήνες κινείται πάνω από τα 240 ευρώ η μεγαβατώρα.
Η κεντρική ιδέα του μοντέλου αυτού είναι ότι οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο αποζημιώνονται για να μειώσουν την προσφορά τους στο επίπεδο του κόστους παραγωγής άλλων τεχνολογιών. Ετσι μειώνεται η οριακή τιμή της αγοράς και περιορίζονται σημαντικά τα υπερκέρδη των άλλων τεχνολογιών (ΑΠΕ, πυρηνικά, υδροηλεκτρικά). Η αποζημίωση των μονάδων φυσικού αερίου, σύμφωνα με το ισπανικό μοντέλο, θα επιμεριστεί στην κατανάλωση, που σημαίνει ότι δεν θα έχει δημοσιονομική επίπτωση. Με τον τρόπο αυτό η Ισπανία θα μπορέσει να πάρει από την πηγή τα υπερκέρδη των ΑΠΕ, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο ποσοστό τους συμμετέχουν απευθείας στην αγορά.
Στην Ελλάδα όμως πληρώνονται με εγγυημένες τιμές και τα επιπλέον έσοδα καταλήγουν στον ΕΛΑΠΕ και αξιοποιούνται ήδη για τις επιδοτήσεις των λογαριασμών ρεύματος. Αυτός είναι και ο λόγος που η εφαρμογή του ισπανικού μοντέλου στην Ελλάδα απαιτεί ένα Ταμείο αποζημίωσης των μονάδων φυσικού αερίου, που θα καλύπτει τη διαφορά του χαμηλού πλαφόν από την υψηλή τιμή των 100 ευρώ η μεγαβατώρα, όπως και αντίστοιχα του λιγνίτη. Η κάλυψη αυτού του ποσού από την κατανάλωση δεν θα είχε νόημα, τονίζουν αρμόδιες πηγές, αφού δεν θα διαφοροποιούσε την τελική επιβάρυνση του καταναλωτή σε σχέση τη ρήτρα αναπροσαρμογής που πληρώνει σήμερα. Η απόφαση για την κυβέρνηση είναι εξαιρετικά δύσκολη, αφού τα ποσά που απαιτούνται ξεπερνούν τα 2,5 δισ. ευρώ.
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή