Σηµαντικές επενδύσεις για την ανάπτυξη δικτύων ενέργειας απαιτούν τα κέντρα δεδοµένων (data centers), που αποτελούν ιδιαίτερα ενεργοβόρες εγκαταστάσεις και υπολογίζεται ότι σε παγκόσµια κλίµακα καταναλώνουν το 1% έως 2% της συνολικής ενεργειακής ισχύος.

Στην Ελλάδα, τα έργα που σχεδιάζονται ή ήδη υλοποιούνται για την ανάπτυξη των εγκαταστάσεων που εξασφαλίζουν τη µεταφορά της διακινούµενης µέσω ∆ιαδικτύου πληροφορίας καθιστούν αναγκαία τη διασφάλιση της επάρκειας των δικτύων. Προς την κατεύθυνση αυτή, προ ηµερών, ο υπουργός Ψηφιακής ∆ιακυβέρνησης ∆ηµήτρης Παπαστεργίου, σε συνάντηση µε τον ∆Ε∆∆ΗΕ και τον Α∆ΜΗΕ συζήτησε το πώς θα γεφυρωθεί το χάσµα µεταξύ προσφοράς και ζήτησης. «Το γεγονός δηλαδή ότι από τη µια πλευρά, κυρίως σε κάποιες περιοχές της Αττικής, τα έργα που απαιτούνται από τον Α∆ΜΗΕ ή τον ∆Ε∆∆ΗΕ δεν θα γίνουν σε εύλογο χρόνο, σίγουρα δεν θα γίνουν στα χρονοδιαγράµµατα που θέλουν οι ιδιοκτήτες και επενδυτές data centers. Από την άλλη θα πρέπει να δούµε σε ποιες περιοχές της χώρας υπάρχει πιθανώς πλεόνασµα ενέργειας και επάρκεια δικτύων», όπως αναφέρει ο κ. Παπαστεργίου.

Αυτή τη στιγµή οι µεγαλύτερες σχεδιαζόµενες και εν εξελίξει επενδύσεις προέρχονται από τις αµερικανικές εταιρείες Digital Realty και Microsoft, ενώ αντίστοιχα έργα δροµολογούν η Google και η Amazon. «Περισσότερες από 100 δισ. συσκευές ∆ιαδικτύου των Πραγµάτων (IOT) µέχρι το 2050 θα έχουν συνδεθεί στο ∆ιαδίκτυο, σύµφωνα µε την IBM, µε τους ρυθµούς αύξησης να είναι αλµατώδεις. Επίσης στο προσεχές µέλλον, µε την Παραγωγική Τεχνητή Νοηµοσύνη (Generative AI) θα χρειαζόµαστε κέντρα δεδοµένων ειδικά σχεδιασµένα ώστε να καλύψουν και αυτή τη ζήτηση, καθώς τα σηµερινά κέντρα είναι βασικά σχεδιασµένα για να µπορούν να υποστηρίξουν τις απαιτήσεις του ψηφιακού νέφους (cloud). Ως εκ τούτου, θα απαιτηθεί περισσότερη επεξεργαστική ισχύς και νέος σχεδιασµός των κέντρων δεδοµένων και των λειτουργιών τους. Αυτό το κύµα καταφθάνει γοργά. Εχει ξεκινήσει ήδη στις Ηνωµένες Πολιτείες, αλλά θα έρθει και στην Ευρώπη έως το 2025», σηµειώνει στην «Κ» η Γκουενέλ Αβίς Ουέ, εκτελεστική αντιπρόεδρος του τοµέα Ευρώπης της Schneider Electric, που δηµιουργεί λύσεις (όπως για παράδειγµα συστήµατα ψύξης θέρµανσης) για data centers.

Οπως σηµειώνει, ο στόχος της ελαχιστοποίησης των εκποµπών CO2 απαιτεί όχι µόνο την παραγωγή καθαρής ενέργειας, αλλά και αποδοτικότερη κατανάλωσή της. «Για να επιτύχουµε τον στόχο µείωσης των εκποµπών διοξειδίου του άνθρακα που έχει τεθεί και στην Ευρώπη, πρέπει να εστιάσουµε στην ενέργεια από όπου προέρχεται το 80% των εκποµπών CO2. Πώς θα επιτευχθεί αυτό; Μια πτυχή είναι να εστιάσουµε στην παραγωγή καθαρής ενέργειας, εξασφαλίζοντας περισσότερη ενέργεια από ανανεώσιµες πηγές, τοµέας που εµφανίζει σηµαντική πρόοδο στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα όµως, η επίτευξη του στόχου της απανθρακοποίησης είναι αλληλένδετη και µε τον έλεγχο της ζήτησης ενέργειας. Θα πρέπει δηλαδή να δώσουµε έµφαση, όχι µόνο στο πώς θα καταναλώνουµε λιγότερη ενέργεια, αλλά και στο πώς η χρήση της θα είναι περισσότερο αποδοτική. Στο πεδίο αυτό, πολλά σχετίζονται µε την ψηφιοποίηση που έχει οδηγήσει στην έκρηξη των επενδύσεων σε data centers, οδηγώντας σε αύξηση της ζήτησης για ηλεκτρική ενέργεια», δηλώνει η Γκουενέλ Αβίς Ουέ.

«Με τη χρήση αισθητήρων, τον έλεγχο στο πεδίο (edge control) και την ευρεία υιοθέτηση της τεχνητής νοηµοσύνης, µπορούµε να βρούµε τρόπους ώστε να εξοικονοµούµε ενέργεια. Για παράδειγµα, η χρήση αισθητήρων, σε συνδυασµό µε «έξυπνα» συστήµατα διαχείρισης, διασφαλίζουν τη µείωση της κατανάλωσης ενέργειας έως και 30%, επιτρέποντας την ανάκτηση του επενδεδυµένου κεφαλαίου σε χρονικό διάστηµα µικρότερο από πέντε χρόνια. Οι λύσεις αυτές βελτιστοποιούν την κατανάλωση ενέργειας και κατά συνέπεια συµβάλλουν τόσο στην απανθρακοποίηση όσο και στην ανθεκτικότητα και ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων», προσθέτει.

Σχετικά µε την ενεργειακή επάρκεια των δικτύων, η αντιπρόεδρος της Schneider Electric αναφέρει ότι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο είναι απαραίτητη η επένδυση για την ανάπτυξη νέων δικτύων ηλεκτρισµού, όπως και για τον εκµοντερνισµό και την ψηφιοποίησή τους. «Τα ηλεκτρικά δίκτυα πρέπει να γίνουν ανθεκτικά και βιώσιµα, αλλά και ευέλικτα, ώστε να καταστήσουν εφικτή την εισαγωγή περισσότερων ανανεώσιµων πηγών ενέργειας στο δίκτυο. Επίσης, τα δίκτυα θα κληθούν σύντοµα να υποστηρίξουν τους νέους prosumers, δηλαδή ιδιώτες που ταυτόχρονα παράγουν και καταναλώνουν ενέργεια, χρησιµοποιώντας έναν συνδυασµό από φωτοβολταϊκά στη στέγη µαζί µε αποθήκευση ενέργειας, ηλεκτρικούς φορτιστές, καθώς και όλο το λογισµικό που χρειάζεται για τη λειτουργία αυτού του συστήµατος», καταλήγει η Γκουενέλ Αβίς Ουέ.

Δήμητρα Μανιφάβα, kathimerini