Από τη ΔΕΗ θα προέλθει το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων από το τέλος στα υπερέσοδα των προμηθευτών ενέργειας, σύμφωνα με το πόρισμα της ΡΑΕ. Από τα 591,45 εκατ. ευρώ των υπερεσόδων, στη ΔΕΗ αναλογούν τα 393,92 εκατ. ευρώ.
Τα υδροηλεκτρικά και ο λιγνίτης παρήγαγαν το 65% των υπερκερδών την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, τεχνολογίες που κατέχει κατ’ αποκλειστικότητα η ΔΕΗ, η οποία και καλείται να πληρώσει τη μερίδα του λέοντος, των συνολικά 591,45 εκατ. ευρώ που προκύπτουν από την έρευνα της ΡΑΕ μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων που έχει περάσει ήδη στους πελάτες της ύψους 335,99 εκατ. ευρώ.
Από το αρχικό ποσό των 927 εκατ. ευρώ που η ΡΑΕ υπολογίζει στο πόρισμά της τα υπερκέρδη του τελευταίου τριμήνου του 2021 και του πρώτου του 2022, τα 412,92 εκατ., δηλαδή το 45%, αντιστοιχούν στα υδροηλεκτρικά και τα 190,24 εκατ. (20%) στους λιγνίτες. Το φυσικό αέριο παρήγαγε το 31% των υπερκερδών και συγκεκριμένα 284,36 εκατ. και τα 150 MW AΠΕ που συμμετέχουν στην αγορά 39,92 εκατ. (4%).
Εύλογα λοιπόν η ΔΕΗ εμφανίζεται στο πόρισμα της ΡΑΕ που είναι εις γνώσιν της «Κ» και ως ο παραγωγός με τα μεγαλύτερα υπερκέρδη και συγκεκριμένα 729 εκατ. ευρώ, πριν από την αφαίρεση των εκπτώσεων που παρείχε στους πελάτες της από τον Αύγουστο του 2021 και έως τον Μάρτιο του 2022 ως αντιστάθμισμα της ρήτρας αναπροσαρμογής που ενσωμάτωσε για πρώτη φορά τον ίδια μήνα στα τιμολόγιά της. Μετά την αφαίρεση των εκπτώσεων τα υπερκέρδη της ΔΕΗ περιορίζονται στα 393,92 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 66,6% του συνόλου. Τα υπερκέρδη των ιδιωτών παραγωγών συμποσούνται στα 157,61 εκατ. και των ΑΠΕ (χωρίς ενίσχυση) στα 39,92 εκατ. ευρώ.
Τα πράγματα θα ήταν απλά για την κυβέρνηση που διά στόματος πρωθυπουργού έχει δεσμευτεί για τη φορολόγησή τους σε ποσοστό 90%, εάν το πόρισμα της ΡΑΕ δεν συνόδευε την παρουσίαση των αποτελεσμάτων της έρευνας που διενήργησε πέρα από τη μεθοδολογία και με μια σειρά από σημειώσεις που χρήζουν ερμηνειών. Για παράδειγμα, στη σελίδα 8 σημειώνει ότι οι καθετοποιημένοι συμμετέχοντες εμφανίζουν ζημίες στη δραστηριότητα της προμήθειας, μέρος των οποίων «δύναται να ερμηνευθεί» ως αποτέλεσμα των μακροχρόνιων συμβάσεων με καταναλωτές υψηλής τάσης σε σταθερές τιμές και της διατήρησης σταθερών τιμολογίων στη χαμηλή και μέση τάση με χρεώσεις προ κρίσης. Εκτιμά μάλιστα ότι τα τιμολόγια αυτά «αποτελούν περί το 5%-20% των ποσοτήτων που εκπροσωπούν» οι τέσσερις εταιρείες.
Η αναφορά αυτή δυσκολεύει την ολοκλήρωση της άσκησης για τη φορολόγηση των υπερκερδών. Η ΔΕΗ, κάνοντας τις δικές της πράξεις, υπολογίζει το κόστος των σταθερών τιμολογίων σε βιομηχανικούς και οικιακούς πελάτες της σε πάνω από 400 εκατ. ευρώ, ποσό που εξανεμίζει πλήρως τα όποια υπερκέρδη. Αντίστοιχες ασκήσεις κάνουν και οι ιδιώτες πάροχοι που αν και με μικρό χαρτοφυλάκιο σταθερών τιμολογίων, το αποτέλεσμα αμφισβητεί τους υπολογισμούς της ΡΑΕ και περιορίζει σημαντικά τη «δεξαμενή» φορολόγησης και τα έσοδα για τον «κουμπαρά» του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης. Η πλευρά των παραγωγών θέτει πολλά ερωτήματα για τη μεθοδολογία που ακολούθησε η ΡΑΕ, ενώ η ίδια στην ανάλυσή της σπεύδει να προλάβει αμφισβητήσεις και να μην αφήσει έδαφος νομικών και ρυθμιστικών ενστάσεων.
Μεταξύ άλλων σημειώνει ότι δεν έχει αρμοδιότητα (ούτε την επιστημονική εξειδίκευση) ορκωτού λογιστή και επιπλέον η κερδοφορία των συμμετεχόντων στις οικονομικές καταστάσεις επηρεάζεται από εγγραφές που αποτελούν αποτύπωση ευρύτερων επιχειρηματικών αποφάσεων. Σημειώνει επίσης ότι δεν θεωρεί ότι η σύγκριση των οικονομικών καταστάσεων με αυτά των προηγούμενων ετών αρκεί ως η πλέον αντιπροσωπευτική μεθοδολογία για την εξέταση της πιθανής αυξημένης κερδοφορίας κατά την περίοδο της ενεργειακής κρίσης, καθώς κάθε δραστηριότητα πρέπει να εξετάζεται διακριτά ώστε να αποφεύγονται στρεβλώσεις μέσω της υιοθέτησης στρατηγικών συμπεριφορών από τους καθετοποιημένους συμμετέχοντες, καθώς επίσης και γιατί οι οικονομικές καταστάσεις αφορούν όλο το έτος 2021 και όχι την υπό εξέταση περίοδο.
Με έμμεσο, επίσης, τρόπο η ΡΑΕ θίγει πιθανά ζητήματα ανταγωνισμού που μπορεί να προκύπτουν από τον συμψηφισμό εκπτώσεων στη λιανική και υπερκερδών στη χονδρική. Επειτα από μια εκτεταμένη ανάλυση της έννοιας «ουρανοκατέβατων κερδών», όπως περιγράφονται από την Κομισιόν στο REPOWEREU, καταλήγει ότι τα έσοδα από τη φορολόγηση των υπερκερδών πρέπει να αποδοθούν επί ίσοις όροις σε όλους τους καταναλωτές (ή τις κατηγορίες που θα επιλεγούν). Αντίθετα, σημειώνει η ΡΑΕ, «η μεταφορά τυχόν υπερβαλλόντων κερδών της χονδρεμπορικής αγοράς απευθείας στους πελάτες αποκλειστικά μιας καθετοποιημένης επιχείρησης δεν είναι συμβατή με τις ως άνω αρχές και δύναται να οδηγήσει σε: α) Διακρίσεις και επομένως να εγείρει θέματα κρατικών ενισχύσεων. β) Συμπίεση της αγοράς προμήθειας, μειώνοντας το περιθώριο δραστηριοποίησης των λοιπών, μη καθετοποιημένων προμηθευτών, ιδίως αν αυτό προέρχεται από τη δεσπόζουσα επιχείρηση».
Τα πολλά ανοιχτά ζητήματα που θέτει το ίδιο το πόρισμα σε συνδυασμό με τις νομικές πτυχές της αναδρομικής φορολόγησης δυσκολεύουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης. Η δέσμευση για επιβολή ειδικού τέλους 90% στα επιπλέον έσοδα των παραγωγών δεν αλλάζει, «θα τηρηθεί στο ακέραιο και θα γίνει με τρόπο διαυγή αλλά και δίκαιο, που να μην επιδέχεται καμία νομική αμφισβήτηση από τους παραγωγούς», σύμφωνα με τη διευκρινιστική ανακοίνωση περί του πορίσματος της ΡΑΕ που εξέδωσε χθες το ΥΠΕΝ.
Η πλευρά των παραγωγών πάντως εμφανίζεται διατεθειμένη να συνεισφέρει, εκφράζει ωστόσο μια μεγάλη ανησυχία για μελλοντικές αντίστοιχες παρεμβάσεις που, όπως τονίζουν, δίνουν αρνητικό σήμα για επενδύσεις. «Δεν μπορείς να επενδύσεις σε μια μονάδα και να παίρνεις πίσω μόνο το μεταβλητό σου κόστος, γιατί απλούστατα δεν θα αποσβέσεις ποτέ», τονίζουν. Το πόρισμα αναμένεται να βρεθεί σήμερα στο επίκεντρο της συζήτησης στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, όπου έχει κληθεί έπειτα από αίτημα βουλευτών της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μιλήσει ο πρόεδρος της ΡΑΕ Αθανάσιος Δαγούμας για θέματα της αρμοδιότητάς του.
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή