Σταδιακά και με διαφορετικούς ρυθμούς, ανάλογα με τον κλάδο, περιμένουν στην κυβέρνηση ότι θα επανέρχεται η ζήτηση στην οικονομία από αύριο, που το «Μένουμε σπίτι» αντικαθίσταται από το «Μένουμε ασφαλείς» και τα πρώτα καταστήματα του lockdown σηκώνουν ρολά.
Αγωνία
Tα στελέχη του οικονομικού επιτελείου σταυρώνουν τα δάχτυλά τους, ελπίζοντας να γίνει η μετάβαση ομαλά, χωρίς πισωγυρίσματα. Από εκεί και πέρα σχεδιάζουν την επόμενη φάση, όταν η οικονομία θα χρειαστεί καύσιμα όχι πλέον για να επιβιώσει από την πανδημία, αλλά για την επανεκκίνηση, για την επιστροφή στην ανάκαμψη.
Προς το παρόν, το υπουργείο Οικονομικών κατακλύζεται από αιτήματα επιχειρηματικών φορέων που ζητούν στήριξη για να περιορίσουν τις αβεβαιότητες της επόμενης μέρας. Τα περιθώρια του προϋπολογισμού δεν είναι βεβαίως απεριόριστα.
Αρχές της ερχόμενης εβδομάδας, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας θα ακούσει αιτήματα φορέων της εστίασης, που ανησυχούν –όχι αδικαιολόγητα– περισσότερο από άλλους για το τι θα ξημερώσει στον κλάδο τους. Υψηλόβαθμη πηγή του οικονομικού επιτελείου έλεγε στην «Κ» ότι «δεν θα ληφθεί καμία απόφαση τις επόμενες εβδομάδες» σχετικά με τη μείωση του ΦΠΑ στον κλάδο.
Προφανώς, στην κυβέρνηση θα περιμένουν να δουν πώς θα εξελιχθεί η κατάσταση. Δεν βαδίζουν στα τυφλά, όμως. Η Κίνα, που προηγήθηκε, έχει δώσει μια πρόγευση του τι θα ακολουθήσει. Ετσι, σύμφωνα με στοιχεία της τράπεζας UBS, στις 18 Απριλίου, η καταναλωτική δαπάνη συνολικά στη χώρα είχε επανέλθει περίπου στο 90% της προ κορωνοϊού εποχής.
Ωστόσο, αυτό δεν ήταν ομοιόμορφο μεταξύ των κλαδων. Ετσι, οι πωλήσεις αυτοκινήτων και ακινήτων βρίσκονταν περίπου στο 80% των κανονικών τους επιπέδων, ενώ είχαν σχεδόν μηδενιστεί στην αρχή της κρίσης, ο τζίρος των ξενοδοχείων λίγο πάνω από το 60% και των εστιατορίων λίγο πάνω από το 40%. Χαμηλά, γύρω στο 30% της προ κορωνοϊού εποχής βρίσκονταν οι εγχώριες αεροπορικές πτήσεις, ενώ ελαφρώς πάνω από τις πωλήσεις της προ κορωνοϊού εποχής βρίσκονταν οι online πωλήσεις.
Στην Ελλάδα, ο υφυπουργός Δημοσιονομικής Πολιτικής Θεόδωρος Σκυλακάκης επεσήμαινε την Παρασκευή (στον ΣΚΑΪ) ότι τα στοιχεία των ηλεκτρονικών συναλλαγών δείχνουν πως η κατανάλωση δεν έχει μειωθεί τόσο όσο θα περιμέναμε και εξέφραζε αισιοδοξία ότι «το ελληνικό κοινό θα ανταποκριθεί καλύτερα» απ’ όσο φοβούνται οι επιχειρηματίες.
Τα 6 στοιχήματα
Η ώρα των μέτρων της επανεκκίνησης δεν θα έρθει πριν από τον Ιούνιο, αναφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου, ώστε να έχουν φανεί τα πρώτα δείγματα της έκτασης της ζημίας, κυρίως στον τουρισμό, αλλά και να έχουν γίνει πιο σαφή τα περιθώρια στήριξης από κοινοτικά κονδύλια.
Τουρισμός, μεταφορές, εξαγωγές, επενδύσεις, απασχόληση και τράπεζες είναι τα 6 μεγάλα στοιχήματα που βάζει η κυβέρνηση για την επόμενη μέρα.
Ετσι, διόλου τυχαία, τα μέτρα επανεκκίνησης θα είναι, βασικά, κίνητρα για την τόνωση των επενδύσεων και βεβαίως την απασχόληση, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές.
Μεταξύ άλλων εξετάζεται η μείωση της προκαταβολής του φόρου εισοδήματος, που –ούτως ή άλλως– αποτελούσε μέρος του κυβερνητικού σχεδιασμού, με στόχο να χρηματοδοτηθεί από την επιστροφή των κερδών των ευρωπαϊκών κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα (SMPs και ANFAs). Επίσης, στην κυβέρνηση εξετάζουν ως επενδυτικό κίνητρο το ενδεχόμενο επιτάχυνσης των αποσβέσεων.
Παράλληλα, ετοιμάζουν κλαδικά μέτρα, με επίκεντρο τον τουρισμό, αλλά και τον επίσης κρίσιμο τομέα των μεταφορών και σε τμήματα της πρωτογενούς παραγωγής.
Στο πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που κατέθεσε την περασμένη εβδομάδα στην Κομισιόν η κυβέρνηση, περιγράφει 4 ενδεικτικά παραδείγματα των πρωτοβουλιών που σχεδιάζει:
1. Φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα προς τουριστικές επιχειρήσεις, προκειμένου να πραγματοποιήσουν επενδύσεις και επιδιορθώσεις, που είχαν προγραμματίσει για τον χειμώνα του 2021, το καλοκαίρι του 2020.
2. Φορολογικά και ασφαλιστικά κίνητρα σε εξαγωγικές επιχειρήσεις.
3. Αμεση επανέναρξη κάθε ώριμου σχεδίου δημοσίων επενδύσεων.
4. Αμεση προώθηση ώριμων ιδιωτικών επενδυτικών σχεδίων, όπως π.χ. η επένδυση του Ελληνικού.
Οι τράπεζες αποτελούν στοίχημα, υπό την έννοια ότι θα κληθούν να παίξουν τον καθοριστικό ρόλο του χρηματοδότη για την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, έχοντας σοβαρό υποκείμενο νόσημα: τον μεγάλο αριθμό των κόκκινων δανείων τους.
Οι τρεις οίκοι αξιολόγησης που ανακοίνωσαν πρόσφατα τις εκτιμήσεις τους για την Ελλάδα προέβλεψαν ότι τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, που αναμενόταν να μειωθούν με τη βοήθεια και του σχεδίου «Ηρακλής», τελικά θα αυξηθούν λόγω κορωνοϊού. Προφανώς, η συνθήκη αυτή δεν βοηθάει τις τράπεζες να φανούν τολμηρές σε νέα δάνεια, αν και η στήριξή τους από την ΕΚΤ είναι σημαντική.
Αναζητώντας πόρους για την επόμενη ημέρα
Τα «λεφτόδεντρα» μαράθηκαν, όπως είπε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη Βουλή, και με αυτό το δεδομένο επιχειρεί το οικονομικό επιτελείο να εξασφαλίσει τους απαραίτητους πόρους τόσο στη φάση αυτή, της στήριξης των εισοδημάτων, όσο και στην επόμενη, της επανεκκίνησης. Συνολικά, τα μέτρα που έχουν τεθεί σε εφαρμογή μέχρι στιγμής ή θα υλοποιηθούν προσεχώς ανέρχονται σε 12,5 δισ. ευρώ και η προστιθέμενη αξία τους (ρευστότητα που θα προκύψει από εγγυήσεις) θα φθάσει τα 17,5 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών Χρ. Σταϊκούρα.
Τα περισσότερα από αυτά έχουν χρηματοδοτηθεί από εθνικούς πόρους, αν και ένα μέρος τους θα καλυφθεί εκ των υστέρων από το ΕΣΠΑ. Προς το παρόν, πάντως, έχει αρχίσει να χρησιμοποιείται το «μαξιλάρι» των ταμειακών διαθεσίμων, το οποίο, σύμφωνα με όσα είπε την Πέμπτη ο υφυπουργός Οικονομικών Θ. Σκυλακάκης, στις 29 Απριλίου διέθετε 28 δισ. ευρώ, περίπου 1,2 δισ. λιγότερα απ’ όσα διέθετε ένα μήνα πριν. Από αυτά τα 28 δισ., τα 15,7 δισ. ευρώ είναι το «δεσμευμένο» μαξιλάρι του ESM, το οποίο προϋποθέτει αυστηρές προϋποθέσεις για να χρησιμοποιηθεί. Επομένως, τα πραγματικά διαθέσιμα ήταν στις 29 Απριλίου 12,3 δισ. ευρώ. Σχεδόν όσος είναι και ο προϋπολογισμός των μέτρων που έχουν ξεκινήσει ή που επίκεινται άμεσα.
Για τα επόμενα, η κυβέρνηση φιλοδοξεί να βασιστεί σε μεγαλύτερο βαθμό σε ευρωπαϊκά κονδύλια. Το SURE, πρόγραμμα της Ε.Ε. για την απασχόληση, μπορεί να εξασφαλίσει 1,5 δισ. ευρώ για την Ελλάδα προκειμένου να χρηματοδοτήσει την επιδότηση των μισθών των εργαζομένων που θα μεταβούν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης. Η ΕΤΕπ μπορεί να δώσει εγγυήσεις για δάνεια 2,5-3 δισ. ευρώ, ενώ άγνωστο είναι ακόμη αν και πόσο θα μπορούσε να επωφεληθεί η Ελλάδα από το υπό σύσταση Ταμείο Επανεκκίνησης, που –σε κάθε περίπτωση– θα αργήσει να εκταμιεύσει. Σε σχέση με αυτό, προβληματισμός επικρατεί για το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των χορηγήσεών του θα είναι δάνεια και όχι επιδοτήσεις. Κάτι που θα επιβαρύνει το ήδη υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας, προκαλώντας ίσως αρνητική αντίδραση στις αγορές. Η αξιοποίηση της προληπτικής γραμμής του ESM, που θα μπορούσε να προσθέσει άλλα 4 δισ. ευρώ, δεν περιλαμβάνεται μέχρι στιγμής στον σχεδιασμό της κυβέρνησης.
Ειρήνη Χρυσολωρά Καθημερινή