Σε αύξηση κεφαλαίου που θα οδηγήσει και σε περαιτέρω μείωση της συμμετοχής του Δημοσίου στην επιχείρηση από το 51% στο 34%, χωρίς την απώλεια του μάνατζμεντ, προχωράει η ΔΕΗ. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας ενέκρινε χθες εισήγηση του προέδρου και διευθύνοντος συμβούλου Γιώργου Στάσση για αύξηση μετοχικού κεφαλαίου ύψους 750 εκατ. ευρώ, η οποία, όπως προκύπτει και από την ανακοίνωση του υπερταμείου, θα οδηγήσει σε μείωση του ποσοστού του Δημοσίου σε ποσοστό καταστατικής μειοψηφίας που θα επιτρέπει έλεγχο στη διοίκηση της εταιρείας.
Η διαδικασία
Το Δημόσιο διά του υπερταμείου και του ΤΑΙΠΕΔ δεν θα συμμετάσχει στην αύξηση κεφαλαίου, η οποία θα γίνει με τέτοιους όρους ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη διασπορά μετοχών, που θα αυξήσει την αξία της εταιρείας, χωρίς να προκαλεί ζημία στο Δημόσιο και χωρίς να οδηγεί σε απώλεια του μάνατζμεντ. «Δεν αναζητείται στρατηγικός επενδυτής», ανέφερε πηγή με πλήρη γνώση του σχεδιασμού.
Υπερταμείο και ΤΑΙΠΕΔ ανακοίνωσαν χθες ότι στηρίζουν τη ΔΕΗ όσον αφορά την απόφασή της να προχωρήσει σε ΑΜΚ και ότι θα εξετάσουν με τη συνδρομή εξωτερικού συμβούλου «τη συμμετοχή τους σε μειοψηφικό ποσοστό καθοριστικής σημασίας (blocking minority), με απώτερο στόχο να αυξηθεί η ελεύθερη διασπορά στο μετοχικό κεφάλαιο της ΔΕΗ και να τοποθετηθούν ιδιώτες θεσμικοί επενδυτές δημιουργώντας αξία για τους μετόχους, την εταιρεία, τους εργαζομένους και την κοινωνία».
Η ΑΜΚ, σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της ΔΕΗ, θα γίνει με τη διαδικασία βιβλίου προσφορών για τον καθορισμό της τιμής διάθεσης των νέων μετοχών και σκοπό τη χρηματοδότηση του επικαιροποιημένου στρατηγικού της σχεδίου. Οι νέες μετοχές προτείνεται να διατεθούν με δημόσια προσφορά στην Ελλάδα και ιδιωτική τοποθέτηση σε θεσμικούς επενδυτές εκτός Ελλάδας. Η διαδικασία προτείνεται να γίνει με αποκλεισμό του δικαιώματος προτίμησης για τους παλιούς μετόχους.
Για τους μικρούς υφιστάμενους μετόχους ωστόσο στην Ελλάδα, που αντιπροσωπεύουν το 10% περίπου του μετοχικού κεφαλαίου, θα ακολουθηθεί μια ξεχωριστή διαδικασία με δικαίωμα προτίμησης. Με βάση την αρχική ανταπόκριση των επενδυτών, μέσω μιας συνήθους εμπιστευτικής διαδικασίας βολιδοσκόπησης της αγοράς που ακολούθησε η ΔΕΗ, όπως αναφέρει η ίδια στην ανακοίνωσή της, έχει λάβει ενδείξεις σημαντικού ενδιαφέροντος. Η όλη διαδικασία θα έχει ολοκληρωθεί εντός του Νοεμβρίου.
Η αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, την οποία σύμφωνα με πληροφορίες η ΔΕΗ σχεδιάζει τουλάχιστον εδώ και έξι μήνες, κρίθηκε απαραίτητη για τη χρηματοδότηση του φιλόδοξου επικαιροποιημένου επενδυτικού σχεδίου της ύψους 8,4 δισ. ευρώ μέχρι το 2026. Η ΔΕΗ στοχεύει στην επιτάχυνση του επενδυτικού της σχεδίου, βασικός άξονας του οποίου είναι η ανάπτυξη 9,1 GW εγκατεστημένης ισχύος ΑΠΕ και επέκτασής της σε αγορές της ΝΑ Ευρώπης, με στόχο να ισχυροποιήσει την παραγωγική της βάση μετά την απόσυρση των λιγνιτικών μονάδων και να περιορίσει την εξάρτηση τόσο της ίδιας όσο και της χώρας από τις εισαγωγές ρεύματος.
Η ανακοίνωση της ΔΕΗ αιφνιδίασε την αγορά, όπως φάνηκε και κατά τη διάρκεια της παρουσίασης των αποτελεσμάτων εξαμήνου, με τους περίπου 120 αναλυτές που συμμετείχαν να επικεντρώνονται στο timing της κίνησης και τον κ. Στάσση να απαντά ότι η εταιρεία αλλά και η χώρα μειώνουν την εξάρτησή τους από εισαγόμενες ανατιμήσεις.
Η ΑΜΚ θα αποτελέσει μία ακόμη πηγή χρηματοδότησης του επενδυτικού προγράμματος, μαζί με το 1,3 δισ. ευρώ που θα εισρεύσει στα ταμεία της εταιρείας από την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ στο αυστριαλιανό fund Macquarie, την οποία ενέκρινε χθες το διοικητικό συμβούλιο, ποσό 1,3 δισ. από δανεισμό και 2,1 δισ. ευρώ από λειτουργικές χρηματορροές.
Οι πιέσεις
Πέραν της στήριξης του επενδυτικού προγράμματος, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ΑΜΚ έρχεται σε μια συγκυρία που η κρίση των τιμών φυσικού αερίου, των ρύπων (CO2) και της χονδρεμπορικής τιμής ρεύματος ασκεί μεγάλες πιέσεις στη ρευστότητα των εταιρειών προμήθειας και στην ανάγκη για αυξημένα κεφάλαια κίνησης. Η αρνητική επίπτωση αυτών των παραγόντων στη λειτουργική κερδοφορία του πρώτου εξαμήνου της ΔΕΗ αντισταθμίστηκε σε μεγάλο βαθμό από την αύξηση της συμμετοχής της φθηνής υδροηλεκτρικής παραγωγής κατά 108% σε σχέση με το πρώτο εξάμηνο του 2020.
Η δαπάνη CO2 με μεσοσταθμική τιμή στο πρώτο εξάμηνο στα 38,9 ευρώ/τόνος σε σχέση με τα υψηλά των άνω των 60 ευρώ που «τρέχει» σήμερα, αυξήθηκε από τα 171,2 εκατ. το πρώτο εξάμηνο πέρυσι στα 296,9 εκατ. Το ΕΒΙTDA της εταιρείας σε επαναλαμβανόμενη βάση διαμορφώθηκε σε 471,5 εκατ ευρώ το α΄ εξάμηνο έναντι 457,3 εκατ. ευρώ το α΄ εξάμηνο του 2020, αποτέλεσμα που προέκυψε μετά την αντιστροφή προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις πελατών ύψους 155,6 εκατ. ευρώ έναντι αύξησης των προβλέψεων πέρυσι ύψους 42,2 εκατ. ευρώ, λόγω των δράσεων που έχουν αναληφθεί για τη βελτίωση των εισπράξεων.
Χρύσα Λιάγγου Καθημερινή