Το τεράστιο παράθυρο ευκαιρίας που είχε ανοίξει το 2020-2021 από την απάντηση της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής στο ξέσπασμα της πανδημίας, η οποία δημιούργησε ένα πρωτοφανές περιβάλλον φθηνού χρήματος για κράτη και επιχειρήσεις, με τις αποδόσεις ακόμη και των βραχυπρόθεσμων ελληνικών ομολόγων να αγγίζουν τα αρνητικά, έχει κλείσει. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αύξησε για τρίτη φορά τα επιτόκια φέτος και στα υψηλότερα επίπεδα εδώ και πάνω από μία δεκαετία, ενώ αναμένεται να συνεχίσει τις αυξήσεις τουλάχιστον έως και τις αρχές του 2023, με την αγορά να εκτιμά ότι το τελικό επιτόκιο θα διαμορφωθεί στο 2,75%-3,0%.
Οι «κανονικές» εκδόσεις ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου έχουν ουσιαστικά «παγώσει» από τον Μάιο, όταν ακόμη τα επιτόκια της ΕΚΤ ήταν αρνητικά και εν αναμονή των αυξήσεων που ξεκίνησαν τον Ιούλιο, με τον Οργανισμό Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να προχωράει στη συνέχεια σε περιορισμένες μόνο κινήσεις ενίσχυσης της ρευστότητας υφιστάμενων εκδόσεων καθώς και σε εναλλακτικές μεθόδους χρηματοδότησης, όπως η επανέκδοση μέσω δημοπρασίας ομολόγων κυμαινόμενου επιτοκίου.
Αντίστοιχα, από τις αρχές του καλοκαιριού, έχουν «παγώσει» και οι κινήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων, με το κύμα εκδόσεων εταιρικών ομολόγων που χαρακτήρισε τα προηγούμενα δύο έτη να έχει σταματήσει.
Το νέο περιβάλλον των επιτοκίων καθιστά ολοένα και πιο ακριβούς τους όρους άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές για τις επιχειρήσεις, και μέχρι τουλάχιστον την άνοιξη του 2023 αυτό το κόστος θα αυξάνεται συνεχώς. «Το 2022 στιγματίζεται σαν το έτος εκείνο που καταγράφει τις μεγαλύτερες απώλειες στην αγορά ομολόγων», σημειώνει στην «Κ» ο Ηλίας Ζαχαράκης, διευθύνων σύμβουλος της Fast Finance. «Οι κάτοχοι ομολόγων με τόσα χρόνια μηδενικά επιτόκια είχαν ξεχάσει τι θα πει λογιστική απώλεια στα χαρτοφυλάκιά τους. Η αγορά ήξερε και περίμενε τι θα συμβεί και το timing του 20202021 θεωρήθηκε σαν ένα παράθυρο ευκαιρίας. Πολλές εταιρείες έσπευσαν να εκδώσουν ομόλογα πριν από το ξεκίνημα της αύξησης επιτοκίων, ωστόσο δεν είχαν υπολογίσει την ενεργειακή κρίση, που ήταν το κερασάκι στην τούρτα, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα την πιο επιθετική πολιτική των κεντρικών τραπεζών λόγω του υψηλού πληθωρισμού».
Από τις αρχές του έτους έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αθηνών μόνο τέσσερα νέα ομόλογα (Premia τον Ιανουάριο, Safe Bulkers τον Φεβρουάριο, Lamda Development τον Ιούνιο και CLPL τον Ιούλιο) –εξαιρουμένων των τραπεζικών (Eurobank και Alpha Bank)–, σχεδόν τα μισά από αυτά που εισήχθησαν το 2021, με μόλις 530 εκατ. ευρώ να έχουν αντληθεί, ενώ πέραν του τίτλου της Coca-cola, δεν έχει εκδοθεί κανένα διεθνές ελληνικό ομόλογο (με διαπραγμάτευση στις διεθνείς αγορές).
Οι πιέσεις που έχουν δεχθεί φέτος οι τιμές των 20 ελληνικών εταιρικών ομολόγων που διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο Αθηνών είναι ισχυρές, αν και όχι ακραίες, αγγίζοντας το 13%. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Πέμπτης 27 Οκτωβρίου, όλα τα ομόλογα που είναι εισηγμένα στο Χ.Α. διαπραγματεύονται κάτω από την ονομαστική τους αξία, με εξαίρεση τους τίτλους των Lamda Development (λήξης) 2029 και B&F, ενώ κοντά στην ονομαστική του αξία διαπραγματεύεται το ομόλογο της Coral. Τη μεγαλύτερη πτώση τιμών, άνω του 10%, σημειώνουν τα ομόλογα των Noval Property, Premia, ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΌΡ, Prodea, Motor Oil Και ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ (λήξης 2028).
Σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις, η άνοδος είναι εκρηκτική, τη στιγμή που το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, όπως αποτυπώνεται στην απόδοση του 10ετούς ομολόγου, έχει υπερτριπλασιαστεί φέτος και κινείται στο 4,7%, στα υψηλότερα επίπεδα από το 2017, όταν ουσιαστικά
πήρε «μπρος» η ελληνική αγορά εταιρικών ομολόγων. Η τρέχουσα απόδοση στη λήξη σε σύγκριση με αυτή στις αρχές του έτους έχει εκτοξευθεί άνω του 100% για τους τίτλους των Premia, Motor Oil, ΟΠΑΠ και ΕΛΒΑΛΧΑΛΚΌΡ, ενώ σημαντική αύξηση έχουν καταγράψει οι αποδόσεις σχεδόν όλων των τίτλων, με μόνο το ομόλογο της Lamda Development (λήξης 2029) να βλέπει πτώση και τον τίτλο (χαμηλής εμπορευσιμότητας) της B&F να σημειώνει οριακή μόνο άνοδο.
«Το σκηνικό είναι εκρηκτικό και δύσκολα σε αυτήν τη φάση κάποια εταιρεία ή το κράτος θα αποφασίσει να βγει στις αγορές, εκτός και αν το έχει απόλυτη ανάγκη ή λήγει κάποιος παλαιότερος τίτλος», όπως υπογραμμίζει ο κ. Ζαχαράκης.
Αν και οι περισσότερες από τις μεγάλες εταιρείες έχουν μεγάλα ταμεία με χαμηλό κόστος δανεισμού, ωστόσο υπάρχουν και περιπτώσεις που θέλουν να κάνουν μεγαλύτερες επενδύσεις, με το κόστος δανεισμού πλέον να αρχίζει να είναι απαγορευτικό. «Οσο τα επιτόκια ανεβαίνουν, οι επενδύσεις με ακριβό κόστος δανεισμού έχουν σημαντικό βαθμό ρίσκου. Αλλωστε, η αύξηση των επιτοκίων έχει σκοπό να φέρει ύφεση για να ισορροπήσει και ο πληθωρισμός», τονίζει. Για να δούμε και πάλι διέξοδο στην αγορά ομολόγων για νέο δανεισμό από πολλές εταιρείες ή και το ίδιο το κράτος, όπως εκτιμά, θα πρέπει να δούμε την ομαλοποίηση της κατάστασης και ένα περιβάλλον όπου θα μπορούν να μειωθούν τα επιτόκια.
Ελευθερία Κουρταλή (Καθημερινή)