Διπλό ήταν το μήνυμα από την πρώτη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές για το 2022, με το νέο 10ετές ομόλογο. Οτι το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού ανήκει πλέον στο παρελθόν, κάτι που δεν αφορά μόνο το ελληνικό Δημόσιο αλλά και όλες τις χώρες διεθνώς, και ότι η Ελλάδα συνεχίζει να κινείται ως κανονικός εκδότης, ακόμη σε μια δύσκολη συγκυρία όπως είναι η τρέχουσα. Αυτό σημαίνει ότι οι επενδυτές συνεχίζουν να δείχνουν εμπιστοσύνη στη χώρα, αλλά παράλληλα ότι η νέα αυτή εποχή των υψηλότερων επιτοκίων δανεισμού απαιτεί μια πολύ προσεκτική δημοσιονομική πολιτική μετά τη διετία χαλάρωσης που «επέτρεψε» η πανδημία και η οποία οδήγησε σε αύξηση του χρέους προς το ΑΕΠ πάνω από το 200%.

Το ελληνικό Δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ –αυξάνοντας έτσι τα ταμειακά διαθέσιμα στα 40,7 δισ. ευρώ– με επιτόκιο 1,83%, σαφώς ακριβότερο σε σχέση με πέρυσι, αλλά πολύ φθηνότερο σε σχέση με πριν από την πανδημία, σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τις αγορές. Οπως σημειώνει στην «Καθημερινή» και ο επικεφαλής αναλυτής της αγοράς ομολόγων της Danske Bank, Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, «ήταν μία αξιοπρεπής έκδοση και με απόλυτα λογικό timing, παρά τις συνθήκες».

Το τελευταίο διάστημα σημειώνεται σημαντική άνοδος των αποδόσεων σε όλα τα κρατικά ομόλογα διεθνώς, με το 10ετές αμερικανικό να βλέπει την απόδοσή του να εκτοξεύεται στο 1,85% και στα υψηλά διετίας, ενώ η απόδοση του 10ετούς γερμανικού ομολόγου πέρασε σε θετικό έδαφος έπειτα από σχεδόν τρία χρόνια. Η υψηλή αβεβαιότητα που προκαλούν τα απανωτά κύματα της πανδημίας, η αύξηση του πληθωρισμού και η «στροφή» των κεντρικών τραπεζών προς μια πιο «σφιχτή» νομισματική πολιτική, έχουν πλέον δημιουργήσει ένα νέο σκηνικό για τις αγορές, με την τάση των αποδόσεων –και άρα του κόστους δανεισμού– στο εξής να είναι μόνο ανοδική.

Παρ’ όλα αυτά, η ζήτηση για το νέο 10ετές ομόλογο ήταν αρκετά ισχυρή, καθώς ξεπέρασε τα 15 δισ. ευρώ, αν και κινήθηκε στα μισά περίπου επίπεδα από ό,τι ήταν κατά το «άνοιγμα» τον περασμένο Ιούνιο του 10ετούς τίτλου που είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν, μία τάση που πάντως καταγράφεται και στις άλλες χώρες που βγαίνουν στις αγορές, με την Ιταλία και την Πορτογαλία για παράδειγμα να βλέπουν επίσης τη ζήτηση στις φετινές τους εκδόσεις να μειώνεται κατά περίπου 50% σε σχέση με τις τελευταίες εκδόσεις του 2021.

Το αρχικό επιτόκιο κατά το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών είχε οριστεί στο 1,89% και στις 145 μονάδες βάσης συν το mid swap, ωστόσο στη συνέχεια υποχώρησε στις 140 μ.β (+ mid swap), όπου και «έκλεισε», με το κουπόνι να διαμορφώνεται στο 1,75%.

Συγκριτικά, το 10ετές που είχε εκδοθεί τον Ιανουάριο του 2021, όταν το κόστος δανεισμού ήταν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα και η ΕΚΤ «έτρεχε» ιδιαίτερα υψηλούς ρυθμούς αγορών ομολόγων υπό το PEPP, είχε απόδοση 0,807% και κουπόνι 0,75%, με το reopening του τίτλου το καλοκαίρι να οδηγεί σε απόδοση 0,88%. Ωστόσο, όπως τόνισε και ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, «παρά τη δύσκολη αυτή συγκυρία η Ελλάδα δανείστηκε με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου 2019, όταν το επιτόκιο είχε διαμορφωθεί στο 3,9%, ενώ και το spread έχει συρρικνωθεί σημαντικά, τόσο σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα όσο και με τα επίπεδα των αρχών του 2019».

«Είναι γεγονός πως οι συνθήκες της αγοράς δεν είναι ιδανικές για την πώληση ομολόγων, ωστόσο δεν σημαίνει ότι θα βελτιωθούν απαραίτητα όσο προχωράει η χρονιά», όπως σημειώνει στην «Καθημερινή» ο Αντουάν Μπουβέ, στρατηγικός αναλυτής στην ING.

Το μήνυμα άλλωστε που στέλνει και η άνοδος των αποδόσεων των γερμανικών ομολόγων σε θετικά επίπεδα είναι ακριβώς αυτό, ότι η εποχή των ολοένα και χαμηλότερων αποδόσεων έχει πλέον τελειώσει. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αξία των ομολόγων που έχουν σήμερα αρνητικό επιτόκιο έχει μειωθεί στο μισό και στα 9 τρισ. ευρώ από 18 τρισ. ευρώ που είχε κορυφωθεί στα τέλη του 2020.

Κατά τον κ. Μπουβέ, ο ΟΔΔΗΧ έκανε το σωστό επιλέγοντας να βγει τώρα στις αγορές και πριν από τις συνεδριάσεις των Fed και ΕΚΤ. «Το να βγαίνει η Ελλάδα τακτικά και σταθερά στις αγορές υπό οποιεσδήποτε συνθήκες αποτελεί την απόδειξη ότι δημιουργεί ένα προφίλ κανονικού εκδότη», όπως προσθέτει ο αναλυτής.

Ελευθερία Κουρταλή Καθημερινή